Είδε κι απόειδε πως δεν γίνεται τίποτα και πως ο υπουργός Παιδείας δεν του απαντά στις επιστολές του και αποφάσισε να συνεχίσει τις προσπάθειες για τα «Ματωμένα Χώματα» με άλλους τρόπους. Ο ανιψιός της συγγραφέως Νίκος Μπελογιάννης έστειλε, λοιπόν, εξώδικο προς τον υπουργό Παιδείας Αρη Σπηλιωτόπουλο. Ο κ. Μπελογιάννης ζητά να μοιραστεί και πάλι το βιβλίο στους μαθητές της ΣΤ’ Δημοτικού, αντί να βρίσκεται στις (ανύπαρκτες όπως λέει) σχολικές βιβλιοθήκες. Αυτό, σύμφωνα με τον γενικό κληρονόμο της Διδώς Σωτηρίου, πρέπει να γίνεται κάθε χρονιά, να μοιράζεται δηλαδή στην αρχή του σχολικού έτους και να μαζεύεται στο τέλος του, ώστε επιτέλους τα παιδιά να έχουν τον χρόνο να το διαβάσουν.
Ο κ. Μπελογιάννης αναφέρει στο εξώδικό του πως πέρσι τον Φεβρουάριο με εγκύκλιο του Υφυπουργού Ανδρέα Λυκουρέντζου, «ζητήθηκε η επιστροφή του βιβλίου για να ‘εμπλουτίσει’ δήθεν τις σχολικές βιβλιοθήκες, ενώ σε πολλά σχολεία η σχετική εγκύκλιος για την επιστροφή των βιβλίων έφθασε πριν καν αυτά διανεμηθούν, οπότε έμειναν στα κιβώτια. Με την παραπάνω σαθρή δικαιολογία, η αρχική απόφαση του Υπουργείου σας ουσιαστικά ακυρώθηκε με την δεύτερη απόφαση, το βιβλίο αποσύρθηκε ή δεν διανεμήθηκε - στην ουσία αχρηστεύθηκε - και βρίσκεται σήμερα αποθηκευμένο σε άγνωστους χώρους, κατά σχολείο ή κεντρικά, περιμένοντας το πότε κάποιος μαθητής θα ζητήσει να δανεισθεί κάποιο αντίτυπο…».
Θεωρώντας πως τα ανωτέρω «αποτελούν βαρύτατη προσβολή της μνήμης και του έργου της Διδώς Σωτηρίου» και σημειώνει πως στην ανάλογη επιστολή που έστειλε στον υπουργό Παιδείας τον περασμένο Δεκέμβριο, ουδέποτε έλαβε απάντηση. Αντιθέτως, δελτίο Τύπου που έβγαλε το υπουργείο Παιδείας αναφέρει πως τα βιβλία «υπάρχουν στις βιβλιοθήκες των δημοτικών σχολείων της χώρας και είναι στη διάθεση των μαθητών της ΣΤ΄ τάξης».
«Δυστυχώς» τονίζει ο Ν. Μπελογιάννης, «με την ανακοίνωση αυτή του Υπουργείο Παιδείας, πέραν της προσβολής της μνήμης και του έργου της Διδώς Σωτηρίου, προχώρησε πλέον σε καθαρό εμπαιγμό σε βάρος και εμού, αφού είναι πασίγνωστο ότι οι σχολικές βιβλιοθήκες των δημοτικών σχολείων της χώρας στις οποίες υποτίθεται ότι απεστάλησαν τα 113.000 αντίτυπα του επίμαχου βιβλίου αριθμούν κυριολεκτικά….μηδέν!!! Εκτός αν το Υπουργείο σας θεωρεί σχολικές βιβλιοθήκες κάποια «ράφια» πολλαπλών χρήσεων, που έχουν τοποθετηθεί σε μερικά σχολεία με πρωτοβουλία των εκπαιδευτικών».
Πέμπτη, Φεβρουαρίου 12, 2009
Κυριακή, Φεβρουαρίου 08, 2009
Γιάννης Ρίτσος: «Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια, σαν ποτάμι»
«Τράβηξαν ολόισια στην αυγή με την ακαταδεξιά του ανθρώπου που πεινάει,/ μέσα στ’ ασάλευτα μάτια τους είχε πήξει ένα άστρο,/ στον ώμο τους κουβάλαγαν το λαβωμένο καλοκαίρι.// Από δω πέρασε ο στρατός με τα φλάμπουρα κατάσαρκα,/ με το πείσμα δαγκωμένο στα δόντια τους σαν άγουρο γκόρτσι,/ με τον άμμο του φεγγαριού μες στις χοντρές αρβύλες τους/ και με την καρβουνόσκονη της νύχτας κολλημένη μέσα στα ρουθούνια και στ’ αυτιά τους.» ( «Ρωμιοσύνη»).
Ο Αισχύλος, που υπήρξε μαραθωνομάχος, έλυσε με τη στάση ζωής του το πρόβλημα αν οι ποιητές πρέπει να συμμετέχουν στις περιπέτειες των λαών τους- ακόμα και στις πιο τραγικές. Πολλούς αιώνες μετά, ο Γιάννης Ρίτσος θα ακολουθούσε το διπλό του παράδειγμα: να πέφτεις στη φωτιά της μάχης, και κατόπιν να γράφεις τα όσα έζησες. Με τους όρους των ποιητών, πάντοτε. Αλλά, αν ο Τυρταίος μπορούσε να εμψυχώνει τους απογοητευμένους Σπαρτιάτες, που δεν είχαν και πολύ καλή σχέση με τα Γράμματα, πώς ο Γιάννης Ρίτσος δεν θα εμψύχωνε, και δεν θα συνεχίζει να εμψυχώνει, έναν λαό «ζυμωμένο» θα έλεγε κανείς με την ποίηση;
Ιανουάριος του 1949 ή του 1950. Ο ποιητής, δεσμώτης στο φοβερό στρατόπεδο της Μακρονήσου- ένα κολαστήριο. Οσο και αν σε αφηγήσεις του αφήνεται να διαφανεί πως μπορεί και να λύγιζε, να υπέγραφε δήλωση αποκήρυξης των ιδέων του, όσοι τον γνωρίσαμε, πιστεύουμε το αντίθετο: ο άνθρωπος που πήγε στο τρομακτικό νησί, του οποίου και μόνο το όνομα προξενούσε παραλήρημα φρίκης και κατάφερε να ξεσηκώσει την ψυχή των δεσμωτών, επιβάλλοντάς τους, με το παράδειγμά του, να είναι προσεκτικά ντυμένοι και ορθόφρονες, δεν είναι δυνατόν να φοβήθηκε. Αν και σε παρόμοιες περιπτώσεις, οπότε η ανθρώπινη ψυχή έχει τον πρώτο λόγο, δεν πρέπει να είναι κανείς απόλυτος, εν τούτοις θεωρώ ότι το έκανε περισσότερο για να παρηγορήσει τους συντρόφους του, που είχαν υπογράψει, και να τους πει ότι κι ο ίδιος θα μπορούσε να ήταν στη θέση του. Δεν ήταν, όμως. Οποια και να είναι η εξήγηση, αυτό έχει σημασία. Σε δύσκολους καιρούς, που τους περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια για όποιον θα ήθελε να τον ακούσει. Γράφει στο ημερολόγιο εξορίας:
Ποιήματα γραμμένα με αίμα και πόνο, «κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας» («Ο Ηρακλής κ’ εμείς» από τις «Επαναλήψεις»). Ο ποιητής σεμνύνεται για τη συμμετοχή του στα κοινά, όπως και για τις εξορίες του: Κοντοπούλι Λήμνου, Μακρόνησος, Αη- Στράτης στον εμφύλιο. Γυάρος και Παρθένι Λέρου κατά τη διάρκεια της απριλιανής χούντας: «Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση, μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου/ δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες/ περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.» («Ο Ηρακλής κ’ εμείς»).
Οι στίχοι του συχνά παρουσιάζουν την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του: «Δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο,/ μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο./ Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.» («Ρωμιοσύνη»). Σταθείτε λίγο σ’ αυτή τη διατύπωση: φέρναν τη ζωή σαν ποτάμι, στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά, γιατί, όπως εξηγούσε ο ποιητής, τα έδιναν όλα. Δεν κρατούσαν για τον εαυτό τους. Ηταν οι πρώτες λέξεις που άκουγα από τα χείλη του, και με σημάδεψαν. Ετσι ανιδιοτελής ήταν κι εκείνος. Ετσι ωραίος. Ετσι, ποιητής. Ετσι, άνθρωπος. Με το άλφα κεφαλαίο.
Ο Αισχύλος, που υπήρξε μαραθωνομάχος, έλυσε με τη στάση ζωής του το πρόβλημα αν οι ποιητές πρέπει να συμμετέχουν στις περιπέτειες των λαών τους- ακόμα και στις πιο τραγικές. Πολλούς αιώνες μετά, ο Γιάννης Ρίτσος θα ακολουθούσε το διπλό του παράδειγμα: να πέφτεις στη φωτιά της μάχης, και κατόπιν να γράφεις τα όσα έζησες. Με τους όρους των ποιητών, πάντοτε. Αλλά, αν ο Τυρταίος μπορούσε να εμψυχώνει τους απογοητευμένους Σπαρτιάτες, που δεν είχαν και πολύ καλή σχέση με τα Γράμματα, πώς ο Γιάννης Ρίτσος δεν θα εμψύχωνε, και δεν θα συνεχίζει να εμψυχώνει, έναν λαό «ζυμωμένο» θα έλεγε κανείς με την ποίηση;
Ιανουάριος του 1949 ή του 1950. Ο ποιητής, δεσμώτης στο φοβερό στρατόπεδο της Μακρονήσου- ένα κολαστήριο. Οσο και αν σε αφηγήσεις του αφήνεται να διαφανεί πως μπορεί και να λύγιζε, να υπέγραφε δήλωση αποκήρυξης των ιδέων του, όσοι τον γνωρίσαμε, πιστεύουμε το αντίθετο: ο άνθρωπος που πήγε στο τρομακτικό νησί, του οποίου και μόνο το όνομα προξενούσε παραλήρημα φρίκης και κατάφερε να ξεσηκώσει την ψυχή των δεσμωτών, επιβάλλοντάς τους, με το παράδειγμά του, να είναι προσεκτικά ντυμένοι και ορθόφρονες, δεν είναι δυνατόν να φοβήθηκε. Αν και σε παρόμοιες περιπτώσεις, οπότε η ανθρώπινη ψυχή έχει τον πρώτο λόγο, δεν πρέπει να είναι κανείς απόλυτος, εν τούτοις θεωρώ ότι το έκανε περισσότερο για να παρηγορήσει τους συντρόφους του, που είχαν υπογράψει, και να τους πει ότι κι ο ίδιος θα μπορούσε να ήταν στη θέση του. Δεν ήταν, όμως. Οποια και να είναι η εξήγηση, αυτό έχει σημασία. Σε δύσκολους καιρούς, που τους περιγράφει με μεγάλη ακρίβεια για όποιον θα ήθελε να τον ακούσει. Γράφει στο ημερολόγιο εξορίας:
Ποιήματα γραμμένα με αίμα και πόνο, «κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών, και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας» («Ο Ηρακλής κ’ εμείς» από τις «Επαναλήψεις»). Ο ποιητής σεμνύνεται για τη συμμετοχή του στα κοινά, όπως και για τις εξορίες του: Κοντοπούλι Λήμνου, Μακρόνησος, Αη- Στράτης στον εμφύλιο. Γυάρος και Παρθένι Λέρου κατά τη διάρκεια της απριλιανής χούντας: «Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση, μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε. Καθόλου/ δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια. Μόνες/ περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.» («Ο Ηρακλής κ’ εμείς»).
Οι στίχοι του συχνά παρουσιάζουν την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του: «Δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο,/ μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο./ Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.» («Ρωμιοσύνη»). Σταθείτε λίγο σ’ αυτή τη διατύπωση: φέρναν τη ζωή σαν ποτάμι, στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά, γιατί, όπως εξηγούσε ο ποιητής, τα έδιναν όλα. Δεν κρατούσαν για τον εαυτό τους. Ηταν οι πρώτες λέξεις που άκουγα από τα χείλη του, και με σημάδεψαν. Ετσι ανιδιοτελής ήταν κι εκείνος. Ετσι ωραίος. Ετσι, ποιητής. Ετσι, άνθρωπος. Με το άλφα κεφαλαίο.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)