tag:blogger.com,1999:blog-330585792024-03-23T20:31:51.441+02:00Εαρινή ΣυμφωνίαΜικρά βιβλία για μεγάλα όνειραΕαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.comBlogger197125tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-9837371322783248442013-12-20T18:04:00.002+02:002013-12-20T18:04:44.793+02:00Τα λογοτεχνικά και άλλα βραβεία της Ακαδημίας Αθηνών<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>
ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΑΤΩΝ & ΤΩΝ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ</b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
1. Βραβείο Γ. Αθάνα, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για την καλύτερη εκδεδομένη ποιητική συλλογή νέου, κατά προτίμηση ποιητού, στην κυρία <b>Βάγια Κάλφα</b> για την ποιητική της συλλογή «Απλά πράγματα» (Εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2012). <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
2. Βραβείο Λάμπρου Πορφύρα, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για τη βράβευση Έλληνα λυρικού ποιητή, στον κ. <b>Κώστα </b><b>Κουτσουρέλη</b> για την ποιητική του συλλογή «Αέρας Αύγουστος» (Εκδόσεις Περισπωμένη, 2012).
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
3. Βραβείο Αικατερίνης Σταθοπούλου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για τη βράβευση μιας εκ των καλυτέρων ποιητικών συλλογών που έχει εκδοθεί την τελευταία τριετία, στον κ.<b> Γιάννη Παπαϊωάννου </b>για την ποιητική του συλλογή «Πέρασμα» (Εκδόσεις Καπόν, 2012).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
4. Βραβείο Ελένης Τιμ. Μυκονίου, εις μνήμην των γονέων της Ανδρομέδας και Τιμολέοντος Μυκονίου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, απονεμόμενο σε αριστούχο διπλωματούχο πιανίστα, στην κυρία <b>Μαρία Στρατηγού</b>. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
5. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για νέο διαπρέποντα Έλληνα ζωγράφο, ηλικίας μέχρι 40 ετών, στον κ. <b>Τζουλιάνο (Ιουλιανό) Καγκλή</b>. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
6. Βραβείο Ελένης και Πάνου Ψημένου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για έργο αναφερόμενο στη Νεοελληνική Ιστορία ή Φιλολογία από το 1669 μέχρι σήμερα, στον κ. <b>Μανόλη Κούμα</b> για το βιβλίο του «Μικρά κράτη, συλλογική ασφάλεια, κοινωνία των Εθνών: η Ελλάδα και το ζήτημα του αφοπλισμού 1919 – 1934» (Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κύπρου, 2012). <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
7. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για την καλύτερη ερμηνευτική μονογραφία ή κριτική έκδοση έργου κλασσικής φιλολογίας, οίκοθεν, στον κ. <b>Κυριάκο Τσαντσάνογλου</b>, για το βιβλίο «Of Golden Manes and Silvery Faces: The Partheneion 1 of Alcman (de Gruyter, Βερολίνο, 2013)». <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
8. Βραβείο εις μνήμην Αλέκου Δράκου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για ιστορική μελέτη ή δοκίμιο επί θεμάτων της ελληνικής ιστορίας, στον π. <b>Μάρκο Φώσκολο</b> για το βιβλίο «Η Οξωμεριά της Τήνου κατά τον ύστερο Μεσαίωνα» (Αδελφότης των Τηνίων εν Αθήναις, Αθήνα 2012). <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
9. Βραβείο Γεωργίου Π. Οικονόμου, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για εργασία επί αρχαιολογικών ή ιστορικών θεμάτων από την περιοχή της Μακεδονίας, στον κ. <b>Γιώργο Καλπαδάκη</b> για το βιβλίο του «Το Μακεδονικό ζήτημα 1962 -1995. Από τη σιωπή στη λαϊκή διπλωματία» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012). <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
10. Λυκούργειο βραβείο, από τα έσοδα της δωρεάς Παναγιώτη Γραμματικάκη, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για μελέτη με θέμα από την ιστορία του ελληνικού έθνους από αρχαιοτάτων χρόνων, στον κ. <b>Θεόδωρο Γ. Γιαννόπουλο </b>για το βιβλίο του «Πόθεν και πότε οι Έλληνες;». Οι υπεύθυνες απαντήσεις της επιστήμης και η παρούσα κατάσταση της έρευνας για την πρώτη αρχή του ελληνικού πολιτισμού (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 2013). <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
11. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στον κ. <b>Γεώργιο Τόλια</b> για τον τόμο «Ιστορία της Χαρτογραφίας του ελληνικού χώρου, 1420-1800. Χάρτες της συλλογής Μαργαρίτας Σαμούρκα» [Ινστιτούτο Νεοελληνικών Ερευνών, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, σελ. 540, Αθήνα, 2008], αποτέλεσμα σοβαρής έρευνας και ιστορικής τεκμηρίωσης, βασισμένης πάνω σε εξαίρετους όσο και σπάνιους χάρτες που με πάθος και γνώση, επί μακρόν συνέλεξε η κυρία Μαργαρίτα Σαμούρκα. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
12. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στο ζεύγος <b>Γιώργου και Εύης Μπεληγιάννη</b> για το λεύκωμά τους «Πέτρινα τοξωτά γεφύρια της Ελλάδας» (Αθήνα, 2011). <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
13. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στην εικαστικό κυρία <b>Μερόπη Στεφανάτου –Πρέκα</b>, σε αναγνώριση του πλούσιου καλλιτεχνικού της έργου. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
14. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στο Σωματείο<b> «Σύλλογος οι Φίλοι της Μουσικής»</b> (1953) για την πολυετή και εξέχουσα προσφορά του στο χώρο του πολιτισμού, των τεχνών, της παιδείας και ιδίως της μουσικής.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
15. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στον αλεξανδρινό αρχιτέκτονα <b>Mohamed Fouad Awad</b>, για τις εξαιρετικές υπηρεσίες του υπέρ της διατηρήσεως και αναδείξεως της ιστορικής και αρχιτεκτονικής παρακαταθήκης του Ελληνισμού και της Ορθοδοξίας στην Αίγυπτο. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
16. Βραβείο της Ακαδημίας, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στο <b>Βιβλιολογικό Εργαστήρι «Φίλιππος Ηλιού»</b> για το εθνικής σημασίας επιτελεσθέν έργο της συντάξεως της ελληνικής βιβλιογραφίας του 19ου αι. (46.500 εγγραφές) που βρίσκεται αναρτημένο στο διαδικτυακό τόπο του Μουσείου Μπενάκη. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
17. Έπαινος, οίκοθεν, στην κυρία<b> Καλλιόπη Πρωτοπαπά </b>για τις λαογραφικές της έρευνες και τις μελέτες της «Έθιμα του παραδοσιακού γάμου στην Κύπρο, τόμος Α΄: από τα προξενιά ως το γάμο, Τόμος Β΄: από το γάμο στον αντίγαμο» (2005). «Έθιμα της γέννησης στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου» (2009). «Έθιμα του θανάτου στην παραδοσιακή κοινωνία της Κύπρου» (2012) (Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών, Λευκωσία, Κύπρος). <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
18. Έπαινος, οίκοθεν, στον κ. <b>Αριστοφάνη Χουρδάκη </b>για το συγγραφικό και λαογραφικό του έργο με το οποίο συμβάλλει στη διάσωση της Κρητικής παράδοσης. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>ΙΔΡΥΜΑ ΚΩΣΤΑ & ΕΛΕΝΗΣ ΟΥΡΑΝΗ</b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
1. Βραβείο Ποιήσεως, με χρηματικό έπαθλο 10.000 ευρώ, στον κ. <b>Μάνο Ελευθερίου</b> για το σύνολο του έργου του.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
2. Βραβείο Διηγήματος, με χρηματικό έπαθλο 6.000 ευρώ, στον κ. <b>Σωτήρη Δημητρίου</b> για τη συλλογή του «Το κουμπί και το φόρεμα» (Εκδόσεις Πατάκη, 2012).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
3. Βραβείο Δοκιμίου, με χρηματικό έπαθλο 10.000 ευρώ, στον κ. <b>Νάσο Βαγενά</b> για το σύνολο του έργου του. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>ΙΔΡΥΜΑ ΠΕΤΡΟΥ ΧΑΡΗ</b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
1. Βραβείο Ποιήσεως, με χρηματικό έπαθλο 10.000 ευρώ, στον κ. <b>Θανάση Χατζόπουλο</b> για το σύνολο του έργου του.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
2. Βραβείο Διηγήματος, με χρηματικό έπαθλο 6.000 ευρώ, στην κυρία<b> Αμάντα Μιχαλοπούλου </b>για τη συλλογή της «Λαμπερή ημέρα» (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2012).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
3. Βραβείο Δοκιμίου , με χρηματικό έπαθλο 6.000 ευρώ, στην κυρία<b> Μαρία Δεληβοριά</b> για το βιβλίο της «Διονυσίου Σολωμού, Η γυναίκα της Ζάκυθος, έχθρισσα θανάσιμη του Έθνους» (Εκδόσεις Άγρα, 2012). <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>ΤΑΞΗ ΤΩΝ ΗΘΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ </b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
1. Βραβείο εις μνήμην Φωτεινής Κουνάδη –Κατσαρέλη, με χρηματικό έπαθλο 5.000 ευρώ, για τη βράβευση ορθόδοξων ελληνικών ιεραποστολών που δραστηριοποιούνται στην Αφρική, στην <b>Ιεραποστολή Kolwezi της Επισκοπής Κατάγκα του Κονγκό</b> για την μακροχρόνια φιλανθρωπική και κοινωνική της δράση που επιτελείται κάτω από αντίξοες συνθήκες. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
2. <b>Βραβείο της Ακαδημίας μετά θάνατον στον 15χρονο Τηλέμαχο Τσιμηρίκα ο οποίος κάηκε στην προσπάθειά του να διασώσει από πυρκαγιά τα δύο μικρότερα αδέλφια του</b>. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
3. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στη <b>Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Κέρκυρας</b>, την αρχαιότερη δημόσια βιβλιοθήκη της Ελλάδος, για τη μακρόχρονη, πολυδιάστατη και πολύτιμη προσφορά της ως εστία πολιτισμού που προάγει την επιστημονική έρευνα και την πνευματική δημιουργία στην Κέρκυρα, τα Επτάνησα και την Ελλάδα. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
4. Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, άνευ αντιστοίχου προκηρύξεως, στο <b>Πελοποννησιακό Λαογραφικό Ίδρυμα «Β. Παπαντωνίου»</b> (1974) για τις συλλεκτικές, ερευνητικές και εκδοτικές δραστηριότητές του. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
5. Έπαινος, οίκοθεν, στην <b>Φιλάρχαιο Εταιρεία Αλμυρού «ΟΘΡΥΣ»</b> (1896) για τη μακρόχρονη προσφορά της στους τομείς της αρχαιολογίας, ιστορίας και λαογραφίας της περιοχής του Αλμυρού και όλης της Θεσσαλίας.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
6. Έπαινος, οίκοθεν, στον <b>Πολιτιστικό Σύλλογο Νέας Μεσημβρίας Θεσσαλονίκης </b>για την πολυσχιδή κοινωνική και πολιτιστική του δραστηριότητα. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
7. Έπαινος, οίκοθεν, στο <b>Δημοτικό Διαμέρισμα Κέλλης της Περιφερειακής Ενότητας Φλώρινας </b>για την κάτω από αντίξοες συνθήκες συμβολή του στην αντιμετώπιση του δημογραφικού προβλήματος της χώρας.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
8. <b>Έπαινος, οίκοθεν, στους μαθητές της Γ΄ Τάξεως Λυκείου Δεμενίκων Πατρών, οι οποίοι πρώτοι διέθεσαν το χρηματικό ποσό που προοριζόταν για την πενθήμερη εκδρομή τους, στη νοσηλεία και εγχείρηση του μαθητή του 11ου Γυμνασίου Πατρών που πραγματοποιήθηκε στο εξωτερικό. </b>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-9447357891997152082013-10-27T16:27:00.000+02:002013-10-27T16:27:13.879+02:00«Μόνες περγαμηνές μας: τρεις λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος» <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjuEVOtr5_LK9m55PpAcVZ1mtwjjqh5LUJLElCpPsO8JZ496eEPscuEqkQ4ex0NBAD3w_zXKOF9OkneWCuIdiUvI8mUT_BcU2915ghi1yvU8SLjXsGLoYvxpM6XyqN-dAG6uQjVjQ/s1600/avgi-ritsos.png" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjuEVOtr5_LK9m55PpAcVZ1mtwjjqh5LUJLElCpPsO8JZ496eEPscuEqkQ4ex0NBAD3w_zXKOF9OkneWCuIdiUvI8mUT_BcU2915ghi1yvU8SLjXsGLoYvxpM6XyqN-dAG6uQjVjQ/s400/avgi-ritsos.png" /></a></div>
<i>«Δεν ζω εν αντεπιθέσει, ζω εν θέσει»</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>Γιάννης Ρίτσος</b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο ποιητής είναι πάντοτε ο δημιουργός ενός Σύμπαντος, ενός Κόσμου. Των δικών του. Η έμπνευση τον οδηγεί στα βάθη τους. «Do I dare / Disturb the universe?» αναρωτιέται και ρωτά ο Τ.Σ. Ελιοτ. Από την απάντηση εξαρτώνται πολλά. Τολμώ; Και πόσο; Οσο έχω και κατέχω, αφού ό,τι έχει ο καθείς, βγάζει στην επιφάνεια. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Χάρης Βλαβιανός έχει ενστάσεις περί ενός τμήματος της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, τις οποίες περιφέρει από το 2009. Εσχάτως, τις παρουσίασε διανθισμένες με άσχετες γνώμες τρίτων στο τεύχος Σεπτεμβρίου της έκδοσης The Athens Review of books, υπό τον τίτλο «Σκέψεις σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης / Ρίτσος: ασυμβίβαστος ποιητής ή δειλός κομφορμιστής;»
Οι «σκέψεις σε καθεστώς έκτακτης ανάγκης», προϋποθέτουν κάτι νέο, που εσωτερκά σού ασκεί αφόρητη πίεση. Αλλά, την εξέφρασε χρησιμοποιώντας τα ίδια πάνω- κάτω επιχειρήματα, στην ουσία το εξής ένα:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>«Παρ’ όλο που αφιέρωσε ποιήματά του στον Στάλιν και το αιμοσταγές Κόμμα του, συνεχίζει και σήμερα να διαβάζεται σαν να μη συνέβη απολύτως τίποτα.»</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δίνω μια ακόμη «βοήθεια». Αλλού, γράφει:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>«Ο Πάουντ επομένως έχασε (ευτυχώς) στην πολιτική, αλλά κέρδισε στην ποίηση, κι αυτό που εκείνος ονόμασε «αποτυχία» δεν είναι παρά νίκη πάνω στις δυνάμεις εκείνες που απειλούν διαρκώς την εύθραυστη επικράτεια της ζωής. Ο Ρίτσος, από την άλλη, δεν θεώρησε αναγκαίο να προβεί σε παρόμοια ομολογία. Απολάμβανε ως το τέλος τις κομματικές δάφνες, ήσυχος ότι το (κομμουνιστικό) μέλλον θα είναι στο πλευρό του.»</i> (προσοχή: ο Πάουντ, πολύ μεγάλος ποιητής στ’ αλήθεια, είχε συνταχθεί με τον φασισμό. Πώς εξομοιώνεται η περίπτωσή του με του κομμουνιστή Ρίτσου; Ανιστόρητο τουλάχιστον και οπωσδήποτε απαράδεκτο).
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Επιπλέον, το αντιθετικό δίδυμο «Πάουντ»- «Ρίτσος» χρησιμοποιείται σε συνδυασμό με όσα διαδραματίζονται εδώ και καιρό στην Ευρωπαϊκή Ενωση, («καταδίκη» φασισμού- κομμουνισμού). Όπως θα έκανε κάθε καλός συστημικός διανοούμενος, ο Βλαβιανός έντυσε, απλώς, με παραδείγματα το ιδεολόγημα.. Η δημοσίευση του κειμένου του –όλως τυχαίως…- συμπίπτει απολύτως με την εμφατικά επαναλαμβανόμενη, καταδικαστέα κι επικίνδυνη θεωρία των «δύο άκρων». Για όποιον είχε αμφιβολίες.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η κομματική ένταξη του Ρίτσου, κάποια από τα ποιήματα που έγραψε για πρόσωπα όπως ο Στάλιν (τρομακτική προσωπικότητα κατά τη γνώμη μου) οδηγούν ώστε το «επαναστατικό» έργο του ποιητή να… τι; Να καταδικαστεί; Να κριτικαριστεί- μηδενιστεί; Να σταλεί στο πυρ το εξώτερον; Να μη διαβάζεται; ποια ποινή και για ποιο ακριβώς «αμάρτημα» θα πρέπει να «φορτωθεί» ο Ρίτσος 23 χρόνια μετά τον θάνατό του, χρόνια, κατά τα οποία ο ποιητής συνεχίζει να διαβάζεται; Ο κατά Λειβαδίτη «Δίκαιος Χρόνος» ίσως ψιθυρίζει κάτι…
Στο άρθρο του Βλαβιανού παρατίθενται αποφθέγματα, γεγονότα ζωής, στίχοι, ιδίως κάποιων μεγάλων ποιητών αντίθετων με τη σοβιετική εξουσία, σαν τον Παστερνάκ και την Αχμάτοβα, που διώχθηκαν απηνώς για τα «πιστεύω» τους. Η μανιχαϊστική εξέταση δεδομένων του Ρίτσου, σε αντιπαράθεση με τα δικά τους, δίνει συμπεράσματα ανάλογα με αυτά που θα έβγαζε ο «Ριζοσπάστης» από την ανάποδη, εφόσον θα έγραφε για τα ίδια πρόσωπα. Δυσάρεστο, οπωσδήποτε…<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ας σοβαρευτούμε: ο Γιάννης Ρίτσος ουδέποτε επιχείρησε να κερδίσει από την ιδεολογία του. Δεν προσήλθε στην Αριστερά με νεανική ελαφράδα. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του '30. Διώχθηκε για τις ιδέες του, φυλακίστηκε, εξορίστηκε στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στον Αη Στράτη, στη Λέρο, στη Γυάρο, έζησε σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σάμο, πέρασε από τμήματα μεταγωγών, πολεμήθηκε κι εκείνος και η ποίησή του. Πολλά έργα του χάθηκαν ή καταστράφηκαν από φόβο εκείνων στους οποίους τα είχε εμπιστευτεί κατά τη διάρκεια περιόδων πολιτικής ανωμαλίας. Τα βιβλία του απαγορεύθηκαν. Οι δικτάτορες έβαλαν τα τανκς τους μπροστά από τους στίχους του για να μη φύγουν στο εξωτερικό. «Πέταξαν» όμως πάνω από τις κάνες των όπλων και έδωσαν τον δικό τους τόνο στον αγώνα κατά της τυραννίας. Δεν υποχώρησε ποτέ. Κομφορμιστής; Δειλός; Ε, όχι!<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η δήλωση του <b>Οδυσσέα Ελύτη</b> για τον θάνατο του Ρίτσου ήταν χαρακτηριστική: <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>«Εκτιμούσα βαθύτατα και την ποίηση και τον άνθρωπο. Η αφοσίωσή του στην ποίηση και στα ιδανικά που πίστεψε αποτελούν ένα μοναδικό και αξιοθαύμαστο παράδειγμα.»</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ριζοσπάστης 13/11/1990 σελ 19<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Όταν ένας Ελύτης λέει αυτά, οι άλλοι μπορούν να λένε ότι θέλουν.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ΥΓ1. Ο Χ.Β. σημειώνει: «Αν ισχύουν όσα μου έχει εκμυστηρευθεί στενή του φίλη, ο Ρίτσος συνήθιζε να παίρνει τον Ριζοσπάστη και να διαβάζει τις αποφάσεις των διαφόρων Κεντρικών Επιτροπών σαν φρέσκα, υπέροχα πορνογραφήματα, αντικαθιστώντας ονόματα, ιδιότητες κ.λπ. με διάφορα όργανα της ανθρώπινης ανατομίας! Στον δημόσιο χώρο όμως ήταν ως γνωστόν δειλός. Δεν τολμούσε ν’ αμφισβητήσει δημοσίως τις αποφάσεις του ΚΚΕ ακόμα κι όταν ιδιωτικά τις χλεύαζε. Είχε, όπως είπαμε, τους λόγους του.»
Οι «προστατευόμενοι μάρτυρες» είναι εσχάτως της μόδας και δεν ξενίζουν οι ανώνυμοι φίλοι με τα σκαμπρόζικα κουτσομπολιά. Όμως, σε επόμενη παράθεση του ευφάνταστου ανεκδότου, ας ληφθούν υπόψη τα πραγματολογικά στοιχεία. Μέχρι τον θάνατο του ποιητή, και πολύ μετά, η κεντρική επιτροπή για λόγους περιφρούρησης δεν δημοσίευε ονόματα και ιδιότητες των μελών της. Γενικώς, δεν δημοσίευε <b>ΚΑΘΟΛΟΥ</b> ονόματα και ιδιότητες. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ΥΓ2. Επειδή ο Χ.Β. είναι μετρ στα παραθέματα, (“Indeed” « Hamlet», Act Ι scene 2) παρακαλώ θερμά να πει από ποιο γραπτό του Ρίτσου προέρχεται το: τα «σοβιετικά τανκς χόρευαν βαλς στην Πράγα», (εισαγωγικά δικά του) διότι όσο κι αν διορθώνω τη συκοφαντία, αυτή, δυστυχώς, επιπλέει.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κείμενό μου από την "Αυγή της Κυριακής"
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-7459299623217337922013-09-08T15:05:00.000+03:002013-09-08T15:05:31.802+03:00Ο Υπατος της Σμύρνης από τη Σωτηρία Μαραγκοζάκη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhhCL3_ES3LICZwfzvi9DFRnscD6E3t9q-_3WceDa-38oNLU3Achd5Wv4IXVP1vMlkYb4r4_rZBED41JraqWaShtKA4Ezb-HjyQw1uXMfe2CKXp0KoYF5K2aQzWMdIeHzxCqHkAGA/s1600/ekdhlosi+1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhhCL3_ES3LICZwfzvi9DFRnscD6E3t9q-_3WceDa-38oNLU3Achd5Wv4IXVP1vMlkYb4r4_rZBED41JraqWaShtKA4Ezb-HjyQw1uXMfe2CKXp0KoYF5K2aQzWMdIeHzxCqHkAGA/s400/ekdhlosi+1.jpg" /></a></div>
Το πλέον μισητό πρόσωπο της Σμύρνης μετά τη μικρασιατική καταστροφή, δεν ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ούτε, καν, ο στρατηγός που έχασε τις τελευταίες μάχες του πολέμου. Ακριβώς ενενήντα ένα χρόνια μετά, παραμένει ο Υπατος αρμοστής, Αριστείδης Στεργιάδης. Οι αρετές του, είναι σαν να μην υπήρξαν. Σαν αυτό το μυστηριώδες πρόσωπο, ο άντρας που πέθανε αυτοεξόριστος στη Γαλλία, να είχε μόνο ελαττώματα. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Όχι πως δεν είχε δυσκολίες στον χαρακτήρα του, αδυναμίες, όχι πως δεν έκανε λάθη. Ο Στεργιάδης υπήρξε, όμως, ο αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο φορτώθηκαν όλες οι αβλεψίες, οι αβελτηρίες, οι παραλείψεις, οι εγκληματικές αποφάσεις του ελληνικού κράτους. Εκείνες που, τελικά, απέβησαν εναντίον της ελληνικής παρουσίας στην Ιωνία και του μικρασιατικού ελληνισμού.
Ο Στεργιάδης αντιμετωπίζεται σχεδόν πάντοτε με καχυποψία και αρνητισμό. Ενα βιβλίο, λογοτεχνικό κι όχι ιστορικό, «Ο Υπατος της Σμύρνης» της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη («Κέδρος») κάνει προσπάθεια μέσα από πολλούς αφηγητές, με διαφορετικά «πιστεύω» και οπτικές γωνίες να περιγράψει τον άνθρωπο, τον αξιωματούχο, τον πατριώτη, τον δυνάστη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καλογραμμένο, πρωτότυπο, εξαιρετικό.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η αλήθεια που δημιουργεί ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν πρέπει να συγχέεται με την αλήθεια του ιστορικού ή του χρονικογράφου. Πρόθεση της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως δεν ήταν να αποκαταστήσει τον Στεργιάδη, ούτε να αποσείσει το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του. Όμως, υπήρξε συνειδητή επιλογή «να μην μείνει αδιάφορος ή αμέτοχος ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως να προβληματισθεί, να στοχαστεί, να συγκινηθεί, να παιδευτεί, να κινητοποιηθεί, ακόμη και να ερευνήσει ο ίδιος.»
Γράφοντας για ένα πρόσωπο που- τουλάχιστον- διχάζει, δεν φοβήθηκε τις αντιδράσεις;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Πράγματι ο Αριστείδης Στεργιάδης εξακολουθεί μέχρι στις μέρες μας να θεωρείται αμφιλεγόμενο πρόσωπο και τρόπον τινά να διχάζει αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση επανεξέτασης προσώπων και γεγονότων της πολυτάραχης εκείνης εποχής, που ως γνωστόν κατέληξε στη μικρασιατική τραγωδία» απαντά η Σωτηρία Μαραγκοζάκη. Όταν ξεκινάς να γράφεις δεν κάνεις υπολογισμούς, ούτε ζυγίζεις τα πράγματα, πολύ δε μάλλον όταν η έρευνά σου καταδεικνύει πως δεν είναι έτσι όπως τα παρουσιάζει η κυρίαρχη αντίληψη, η οποία αντανακλάται στην επίσημη ιστορία. Ζήτημα φόβου δεν τίθεται γιατί αλίμονο αν φοβόμασταν να εκφράσουμε διαφορετική άποψη και διαρκώς συμμορφωνόμασταν «προς τας υποδείξεις», αν δεν αμφισβητούσαμε και αρκούμασταν σε όσα από καθέδρας μας παραδόθηκαν. Κάνουμε τόσους συμβιβασμούς στην καθημερινότητά μας που αρκούν, δε χρειάζεται και δεν αντέχεται να τους επεκτείνουμε περαιτέρω. Δεν σας κρύβω, βέβαια, πως ανέμενα κάποιες αντιδράσεις από ακραίους κύκλους και είχα φροντίσει να ενισχύσω τη φαρέτρα των επιχειρημάτων μου. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να απαντήσω διότι πέρα από κάποια απαξιωτικά σχόλια στο Διαδίκτυο δεν σημειώθηκε κάτι άλλο. Και αυτό το αποδίδω εν μέρει και στον τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο, επειδή είναι πολυφωνικό και παρουσιάζει τα πρόσωπα και τα γεγονότα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;"><a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjQIRHRber_wujkmEnYLp90TmAUFFcmLfuakvkedmjKVx46yu8vbVSvNFSoLUVN1sQHUvZFlara8HSQwEMAKQq3ELc8c1k63TpsK8mSG8uYe-hJVF-urzw9ntX2yZ0d5QKUDnAxNg/s1600/sterg.jpg" imageanchor="1" style="margin-left: 1em; margin-right: 1em;"><img border="0" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjQIRHRber_wujkmEnYLp90TmAUFFcmLfuakvkedmjKVx46yu8vbVSvNFSoLUVN1sQHUvZFlara8HSQwEMAKQq3ELc8c1k63TpsK8mSG8uYe-hJVF-urzw9ntX2yZ0d5QKUDnAxNg/s400/sterg.jpg" /></a></div>
<br /></div>
<i>-Η έρευνά σας απέφερε στοιχεία που δεν γνωρίζουμε ή δεν τους δίνουμε σημασία. Ποιο ήταν το πλέον εντυπωσιακό; Ποια είναι η σημαντικότερη «αποκάλυψη» για τον Στεργιάδη και την εποχή, που αγνοούμε;</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η σχετική βιβλιογραφία για εκείνη την περίοδο είναι πλούσια το ζήτημα είναι όμως ότι γινόταν ως επί το πλείστον επιλεκτική χρήση των πληροφοριών. Και το λέω αυτό γιατί στο πλαίσιο της έρευνας διαπίστωσα πως σε ότι αφορά τον ρόλο του Στεργιάδη ως ύπατου αρμοστή Σμύρνης τα περισσότερα που έχουν γραφτεί διακρίνονται από μονομέρεια, προκατάληψη, έντονο συναισθηματισμό, αποσιωπήσεις, παραποιήσεις, ακόμη και νοθεύσεις. Για παράδειγμα ενώ πολλοί επικαλούνται το πασίγνωστο βιβλίο του Χόρτον «Η μάστιγα της Ασίας» ουδείς αναφέρεται στα όσα θετικά λέει για τον Στεργιάδη ο τότε πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη. Ή ενώ είχαν γίνει δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας κατά του Στεργιάδη από τους Τούρκους ουδείς λέει λέξη περί αυτού, ούτε για το τιτάνιο έργο που συντελέστηκε στα τρία χρόνια της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης. Πάντως υπήρξε από τους ελάχιστους αν όχι ο μόνος που είχε πλήρη επίγνωση των δυσκολιών και της πολυπλοκότητας του μικρασιατικού εγχειρήματος. Και τέλος η περίφημη φράση που του αποδίδουν («καλύτερα να μείνουν εδώ να σφαγούν από τον Κεμάλ παρά να πάνε στην Ελλάδα και να δημιουργήσουν προβλήματα» εννοώντας τους ελληνοχριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας) είχε πρωτοειπωθεί από τον Γούναρη μέσα στη Βουλή των Ελλήνων! Μέχρι πρότινος έβρισκες να αποδίδεται η φράση αυτή στον Στεργιάδη ακόμη και στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας! </i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>-Ο Στεργιάδης είναι ένα μισητό πρόσωπο, χωρίς ελαφρυντικά, κατά τους εχθρούς του. Έπαιξε αυτό ρόλο στην επιλογή του ως κεντρικού σας πρωταγωνιστή;</i></i> <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ναι, γιατί το όνομά του τράβηξε την προσοχή μου πολλά χρόνια πριν εξαιτίας των όσων του αποδίδανε, που φαντάζανε αδιανόητα. Τα μυθιστορήματα της Διδώς Σωτηρίου, του Ηλία Βενέζη, του Τάσου Αθανασιάδη για την τραγωδία της Μικράς Ασίας με είχαν συγκλονίσει από τα χρόνια ακόμη του δημοτικού σχολείου. Αργότερα άρχισα να διαβάζω και ιστορικά βιβλία για εκείνη την περίοδο. Τα δε τελευταία επτά χρόνια άρχισα να συγκεντρώνω συστηματικά υλικό για αυτόν τον διαβόητο ύπατο αρμοστή Σμύρνης στο πλαίσιο μιας κανονικής έρευνας, που επεκτάθηκε και σε ιστορικά αρχεία. Και παρά το γεγονός ότι το βιβλίο εντάσσεται στη σφαίρα της λογοτεχνικής μυθοπλασίας η έρευνα που απαιτούνταν και διεξήγαγα ήταν πολύχρονη, επίμονη και σχολαστική.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>-Θεωρείτε πως ο Ύπατος Αρμοστής ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος αντί άλλων; Ποιων;</i> <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σίγουρα ήταν αποδιοπομπαίος τράγος, διότι εκτός από τους έξι που εκτελέστηκαν ως πρωταίτιοι της καταστροφής, ο Στεργιάδης βόλευε και προσφερόταν για τον ρόλο αυτό, επειδή δεν δικάστηκε, δεν του αποδόθηκαν επίσημα ποτέ κατηγορίες, έφυγε στο εξωτερικό και δεν ξαναπάτησε ποτέ σε ελληνικό ή τουρκικό έδαφος, δεν μίλησε, εκτός από δύο συνεντεύξεις που έδωσε, δεν άφησε απομνημονεύματα. Και αυτά παρότι γνώριζε πως εκκρεμούσε σε βάρος του ένα είδος ερημοδικίας και ότι το αμείλικτο δικαστήριο της κοινής γνώμης τον είχε ήδη καταδικάσει. Για αυτό και θέλησα στο βιβλίο να του δώσω φωνή. Έτσι το φαντάστηκα και έτσι έγραψα τον παραληρηματικό μονόλογό του λίγο πριν εκπνεύσει. Εκείνο που θέλω, λοιπόν, να πω, χωρίς να επιθυμώ σε καμία περίπτωση να επιβάλλω τη δική μου οπτική – άλλωστε με τον τρόπο που γράφτηκε το βιβλίο αυτό ακριβώς θέλησα να αποφύγω- είναι πως υπήρξε θύμα των γενικότερων συγκυριών και πως το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του προβληματίζει και εγείρει πολλά ερωτήματα μέχρι τις μέρες μας. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>
-Σαφώς και υπήρξε έχθρα ανάμεσα στον Στεργιάδη και τον Χρυσόστομο. Ωστόσο, ο τελευταίος καθαγιάζεται διότι έμεινε με το ποίμνιό του και υπέστη μαρτυρικό θάνατο, ενώ ο πρώτος έφυγε. Ποια είναι η γνώμη σας;</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Στεργιάδης έφυγε λίγες ώρες πριν την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη και όχι από τους πρώτους, όπως ειπώθηκε αργότερα . Ωστόσο, ναι, έφυγε. Εάν έμενε – μιλώντας πάντα υποθετικά - το λιγότερο που θα πάθαινε θα ήταν να αιχμαλωτιζόταν. Ως γνήσιος γραφειοκράτης θεωρούσε πως οι κύριες υποχρεώσεις του, τότε που διαλυόταν το σύμπαν, ήταν να διαπεραιωθεί ο στρατός και να αποσοβήσει τον πανικό τηρώντας τον νόμο Ν. 2870/16-7-22 και ακολουθώντας πιστά συγκεκριμένες οδηγίες της «βασιλικής» κυβέρνησης του Γούναρη, η οποία δεν ήθελε επουδενί να δημιουργηθεί «προσφυγικό» ζήτημα στην παλιά Ελλάδα. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>-Είχατε αποφασίσει εξαρχής πως ήταν «αθώος» ή αυτό προέκυψε καθώς γράφατε το μυθιστόρημα;</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αν και - τονίζω – η αλήθεια που δημιουργεί ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με την αλήθεια του ιστορικού ή του χρονικογράφου οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο μυθιστοριογράφος είναι πολλές. Για παράδειγμα κάποιες από αυτές συνίστανται στο να καταφέρει να αναδείξει αθέατες πτυχές και υπόγειες δυνάμεις που – κατά την σαφώς υποκειμενική άποψή του- κινούν την ιστορική διαδικασία. Αλλά και να συνεισφέρει κάτι νέο, να ανακαινίσει τρόπον τινά τη σημασία αυτής της διαδικασίας. Πρόθεσή μου, λοιπόν, δεν ήταν να αποκαταστήσω τον Στεργιάδη, ούτε να αποσείσω το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του. Απλώς να πω ότι υπήρξε συνειδητή επιλογή μου να μην μείνει αδιάφορος ή αμέτοχος ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως να προβληματισθεί, να στοχαστεί, να συγκινηθεί, να παιδευτεί, να κινητοποιηθεί, ακόμη και να ερευνήσει ο ίδιος. Να δει – επαναλαμβάνω- πολυδιάστατα, από διαφορετικές οπτικές γωνίες τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκείνη την εποχή, να τα προσεγγίσει πολύπλευρα.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>-Σκέφτεστε να ασχοληθείτε και σε επόμενο βιβλίο σας με το λεγόμενο ιστορικό μυθιστόρημα ή ετοιμάζετε κάτι άλλο;</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Επειδή η έρευνα σε παλαιότερες εποχές είναι συναρπαστική, ναι, σκέφτομαι να συνεχίσω και ήδη έχω ξεκινήσει . Ο 19ος αιώνας μα και η σκοτεινή και τραγική περίοδος του ελληνικού εμφυλίου είναι τα δύο «μέτωπα» που έχω ανοίξει. Ίδωμεν....<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>Ποιος –ή τι- ήταν ο Στεργιάδης</b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Τι ήτο επιτέλους ο άνθρωπος Αριστείδης Στεργιάδης; Ήτο μεγαλοφυής, ανισόρροπος, δίκαιος, άδικος, ηθικός, ανήθικος, εργατικός, νωθρός, αυστηρός, ήρεμος, φιλοχρήματος, φιλελεύθερος, δημοκρατικός, μοναρχικός, σατράπης, μεσαιωνικός, περιφρονητής της εξουσίας, δούλος της αρχής, ανεξάρτητος ή αυλοκόλαξ, φιλάνθρωπος ή μισάνθρωπος, αλτρουιστής ή σαϋλοκ, γενναίος ή δειλός; Απεδείχθη εκ των υστέρων ότι ήτο απ' όλα αυτά.»
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Ροδάς, διευθυντής του γραφείου Τύπου και Λογοκρισίας της Αρμοστείας στη Σμύρνη, γράφει όλα τα ανωτέρω και πολλά ακόμη. Τον έζησε από κοντά. Τον είχε ζήσει όμως κι ένα κορυφαίος πολιτικός, ο οποίος μάλιστα τον εμπιστεύθηκε. Κι όταν του ζητήθηκε να τον αποσύρει, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απήντησε:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Εν µέσω της διανοητικής παρακρούσεως όλων των εν Σµύρνη ηµετέρων στρατιωτικών και πολιτικών, µόνον ο Στεργιάδης παραµένει έχων διαυγή την αντίληψιν της καταστάσεως, προσπαθών να σώση αυτήν από του ναυαγίου εις το οποίον φέρεται… Η θέσις µας εν Σµύρνη από ηµέρας εις ηµέραν καθίσταται πολιτικώς επισφαλεστέρα, ουχί εξ ανικανότητος του Στεργιάδου αλλ’ εκ των παρεκτροπών του στρατού µας… (…) Αφ’ ετέρου οι αξιωµατικοί µας πρέπει να µάθουν να θωρακίζωνται µε δυσπιστίαν κατά των εισηγήσεων των εντοπίων αυτού οµογενών. Τα πάθη των τελευταίων είναι φαίνεται τόσον άγρια… Η ευθύνη και εδώ εννοείται ότι βαρύνει τους εκεί (Έλληνας) προκρίτους, όχι τον απλούν λαόν.» Πάθη, διαφωνίες, άλλη άποψη για τη στρατηγική. Αντίθεση από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο κι όχι μόνο. Εν ολίγοις, κόλαση.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης από εύπορη οικογένεια. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι και ιδιώτευσε ως δικηγόρος στην γενέτειρά του από το 1889. Η αντιτουρκική δράση που ανέπτυξε η οικογένειά του είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν τα δυο του αδέλφια, Ιωάννης και Θρασύβουλος. Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του Θέρισου, με αποτέλεσμα να φυλακισθεί από τους Άγγλους για δώδεκα μήνες.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ασχολήθηκε με την πολιτική διατελώντας πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου μέχρι το 1910. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο συνεργάστηκε στη σύνταξη διαφόρων νόμων για την τοπική αυτοδιοίκηση και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Κρήτης. Το 1914 συμμετείχε στη σύνταξη της συνθήκης των Αθηνών. Στη συνέχεια διορίστηκε Γενικός διοικητής Ηπείρου (1917- 1919)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Δρανδακη, ο «σκοτεινός» εκείνος άνθρωπος εξακολουθεί και σήμερα να είναι «σημείον αμφιλεγόμενον» γιατί απέφυγε να απολογηθεί. Ανέλαβε έτσι την συγκάλυψη της ιστορικής ευθύνης άλλων παραγόντων και σε τελευταία ανάλυση την ευθύνη της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας, όπως την οραματιζόταν ο Ελ. Βενιζέλος.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Παρ' ότι ο Στεργιάδης είχε να παρουσιάσει στην διάρκεια της παρουσίας του στην Σμύρνη, ένα σχετικά πλούσιο κοινωνικό έργο, στην κοινή γνώμη το όνομά του έγινε συνώνυμο της προδοσίας, αν και ουδεμία σχέση είχε με τα του ελληνικού στρατού και συνεπώς με την κατάρρευση του μετώπου. Κατόπιν, εκτέλεσε εντολές της κυβέρνησης η οποία δεν ήθελε πρόσφυγες. Γι αυτόν τον λόγο δεν στάλθηκαν ελληνικά πλοία να παραλάβουν τον πληθυσμό, εγκαταλείποντάς τον στην τύχη του.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Φυγαδεύτηκε στη Ρουμανία, στην συνέχεια πήγε στο Μόντε Κάρλο και κατέληξε στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου και έζησε μέχρι και τον θάνατό του, τον Ιούλιο του 1949, μισθοδοτούμενος, λένε αρκετοί ιστορικοί, από τις βρετανικές υπηρεσίες, (κάτι που δεν έχει αποδειχθεί από την έρευνα των αρχείων). Εζησε καλά, μέχρι τις παραμονές του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Τότε καταστράφηκαν οι εταιρείες στις οποίες είχε μετοχές με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να πουλήσει ακόμη και τις οικοσκευές του για να επιζήσει. Τον συνέδραμε οικονομικά ο Νικόλαος Πλαστήρας. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-10034315054703981022013-01-30T11:23:00.000+02:002013-01-30T11:23:22.925+02:00Γιάννης Ρίτσος: ένας μεγάλος Ελληνας. Μη χάσετε απόψε την εκπομπή στον ΣΚΑΙ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgZOCuotrZOqxIArVdCQek6l8Bja5kI9sq_zFLJtw8TIpngB01jth0PvGFDmLNk923FnvsaDNh7swu8s6ZdQnanYZZ-cqP5rdjDnvpNGTC6J73jjG09cMMfs_y2JcdXUnTIFsdf4w/s1600/ritsos-skai.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="148" width="341" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgZOCuotrZOqxIArVdCQek6l8Bja5kI9sq_zFLJtw8TIpngB01jth0PvGFDmLNk923FnvsaDNh7swu8s6ZdQnanYZZ-cqP5rdjDnvpNGTC6J73jjG09cMMfs_y2JcdXUnTIFsdf4w/s400/ritsos-skai.jpg" /></a></div>
Η ζωή και το έργο του ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσου παρουσιάζεται από το Θάνο Μικρούτσικο. «Θαυμάζω απεριόριστα την ποίησή του, τη στάση του και το ήθος του. Απ’ όλους τους σπουδαίους ανθρώπους της τέχνης που γνώρισα, Δάσκαλό μου θεωρώ τον Γιάννη Ρίτσο», λέει ο συνθέτης Θάνος Μικρούτσικος, αφηγητής του ντοκιμαντέρ για τον ποιητή της Ρωμιοσύνης. Η ζωή του Γιάννη Ρίτσου είναι σαν ένα μεγάλο μυθιστόρημα, μια μεγάλη περιπέτεια, που περικλείει ολόκληρη την ιστορία της Ελλάδας του 20ουαιώνα. Η βιωματική σχέση του ποιητή με την ιστορία καθόρισε το έργο του. Σήμερα, 20 και πλέον χρόνια μετά το θάνατό του, οι εκατοντάδες μεταφράσεις του έργου του σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως επίσης, τα δεκάδες ανεβάσματα των μεγάλων του ποιητικών μονολόγων στο θέατρο μαρτυρούν ότι ο Ρίτσος είναι μια από τις μεγάλες ποιητικές φωνές για την παγκόσμια ποίηση στον 20ο αιώνα. Για το έργο του Γιάννη Ρίτσου και τη γνωριμία μαζί του μιλούν: η ποιήτρια Καίτη Δρόσου, η συγγραφέας Άλκη Ζέη, ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος, οι πανεπιστημιακοί και συγγραφείς Γιώργης Γιατρομανωλάκης και Σόνια Ιλίνσκαγια, ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Βασίλης Παπαβασιλείου, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Μαυρίκιος και η κόρη του Έρη Ρίτσου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Έλληνες του πνεύματος και της τέχνης... ο Γιάννης Ρίτσος, την Τετάρτη 30/01, στην τηλεόραση του ΣΚΑΪ!<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Συντελεστές<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Υπεύθυνη-Παραγωγός: Λία Παρασκευά Σκηνοθεσία- Σενάριο: Κώστας Μαχαίρας Διεύθυνση φωτογραφίας: Βαγγέλης Κουλίνος Δημοσιογραφική έρευνα: Λία Παρασκευά – Ηλίας Μαγκλίνης Βοηθός οπερατέρ: Ηλίας Κουλαμάς Ηχοληψία: Άρης Καφεντζής Μοντάζ - Μιξάζ: Κώστας Ασπιώτης Art Director: Νίκος Τσιμούρης<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Υ.Γ. Σύντροφοι εκεί στον Περισσό, κουβέντα δεν έχετε γράψει για τη σημερινή προβολή της εκπομπής. Προφανώς, περιμένετε να δείτε... αν θα την εγκρίνετε. Αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα. Ο ασφυκτικός έλεγχος των πάντων. Και ο σφιχτός εναγκαλισμός προς τον ποιητή, που ναι, ήταν μέλος σας, και μάλιστα πιστό, ουδείς το αρνείται. Αισθανόταν ελεύθερος να γράφει όσα έγραφε. Οσο κι αν εσείς πάντοτε εστιάζατε σε ένα μέρος του έργου του, αφήνοντας ένα ποτάμι στίχων να κυλά στο πλάι. Ετσι ξεραίνονται όμως οι ιδεολογίες...Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-38186688906651883872013-01-28T13:19:00.000+02:002013-01-28T13:22:10.316+02:00Ο Ρίτσος και τα κόκκινα τανκς<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Χρόνια μετά τον θάνατό του, υπάρχει ακόμα ο αστικός μύθος ότι ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα και τη Βουδαπέστη. Κι όμως. Στα Άπαντα του ποιητή και στα αρχεία του κανένας τέτοιος στίχος δεν υπάρχει<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyjJLyqeFCIX0FYPNzpexSQJlsgsGOQhCCPWoVMcUebQg07A38OyomtFP2VE2SEhG2iImjTCY6pA9gzlUSHC_NjpVIodqcRwE8fgumXL0RKuqLmfTMtLhrFbh92Pbus3_rDcdJyg/s1600/ritsos-ekebi2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="337" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiyjJLyqeFCIX0FYPNzpexSQJlsgsGOQhCCPWoVMcUebQg07A38OyomtFP2VE2SEhG2iImjTCY6pA9gzlUSHC_NjpVIodqcRwE8fgumXL0RKuqLmfTMtLhrFbh92Pbus3_rDcdJyg/s400/ritsos-ekebi2.jpg" /></a></div>
«Οι ποιητές δοξάζονται για τα χειρότερα ποιήματά τους» έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος. Δεν μπορούσε όμως να φανταστεί ότι ενίοτε επικρίνονται για στίχους ανύπαρκτους. Ο τιμημένος με το βραβείο «Λένιν» δημιουργός κατηγορείται συχνά πως δήθεν ύμνησε διά στίχων του την εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968. Ένας νέος κύκλος αυτού του παλιού σίριαλ έκανε την εμφάνισή του πρόσφατα στο Διαδίκτυο.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πριν από λίγες μέρες, ο Στέφανος Κασιμάτης στην εφημερίδα <a href="http://www.kathimerini.gr/4dcgi/_w_articles_kathpolitics_1_15/01/2013_478472">«Καθημερινή»</a>, αναφέρθηκε στον Τζον Κίτμερ, που έρχεται ως πρεσβευτής της Βρετανίας, γράφοντας ανάμεσα σε άλλα: «Ελληνιστής, όπως και ο προκάτοχός του, ο Τζ. Κίτμερ θα τολμούσα να επισημάνω ότι διαφέρει ως προς την εκκεντρικότητα των γούστων του – των φιλολογικών, για να μην παρεξηγηθώ. Λάτρης της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, έχει δημοσιεύσει τη μελέτη “Χρήσεις της Ελληνικής Ορθοδοξίας στην πρώιμη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου” και επί του παρόντος εργάζεται για την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής του για τον ποιητή, ο οποίος εκτός των άλλων ύμνησε τον δικτάτορα Στάλιν (“Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Οταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει» κ.λπ.), καθώς και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968. […]».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>
«Φωτιά» στο Διαδίκτυο</b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Την επομένη, ο Νίκος Σαραντάκος, στο ιστολόγιό του «Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία», γράφει <a href="http://sarantakos.wordpress.com/2013/01/16/kasimatia/#more-8087">κείμενο</a> με τίτλο «Η χτεσινή κασιματιά για τον Γιάννη Ρίτσο», (σ.σ.: η λέξη «κασιματιά», παραγωγή του ιστολογίου, σημαίνει «το ψέμα, και ειδικότερα το ψέμα που σερβίρεται με το μανδύα ιστορικού ανεκδότου και που έχει στόχο έναν πολιτικό αντίπαλο και επαναλαμβάνεται συχνά (ώστε να μείνει)».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Νίκος Σαραντάκος τονίζει: «[…] Λοιπόν, αυτό που γράφει ο κ. Κασιμάτης είναι ψέμα. Ο Γιάννης Ρίτσος ποτέ δεν έγραψε ποίημα υπέρ της σοβιετικής επέμβασης στην Πράγα το 1968. Για να είμαι δίκαιος, δεν είναι μόνο ο κ. Κασιμάτης που διαδίδει το ψέμα αυτό. Άλλοι λένε ότι ο Ρίτσος το 1956 ή το 1968 έγραψε ποίημα (ή δήλωσε σε συνέντευξη) πως τα σοβιετικά τανκς χόρευαν ταγκό (ή βαλς) στους δρόμους ή τις πλατείες της Πράγας ή της Βουδαπέστης: κοινός τόπος όλων των παραλλαγών είναι ότι ο Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή. Όπως είπα, είναι ψέμα. Τα Άπαντα του Ρίτσου έχουν εκδοθεί, τα αρχεία του υπάρχουν στο μουσείο Μπενάκη, όποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει τέτοιος στίχος του Ρίτσου δεν έχει παρά να το αποδείξει σκανάροντας τη σχετική σελίδα ή έστω αναφέροντας τόμο και αριθμό σελίδας. Δεν θα βρεθεί τίποτα, γιατί τίποτα δεν υπάρχει».
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>Μια συνέντευξη που έγινε η πέτρα του σκανδάλου</b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Ο κόκκος αλήθειας στον οποίο στηρίζεται ο μύθος με όλες τις παραλλαγές του» συνεχίζει ο Σαραντάκος «είναι ότι σε μια συνέντευξή του στα Νέα το 1977, ο Ρίτσος, που μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν, δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. […]”. Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά πώς έγινε τάχα και αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει κι αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια…) μετατράπηκε σε ποίημα που “υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα”;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η συνέντευξη Ρίτσου προκάλεσε αντιδράσεις, ιδίως στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Έτσι, λίγο αργότερα στα Νέα, τρεις επιφανείς αριστεροί διανοούμενοι, οι Ν. Πουλαντζάς, Κ. Βεργόπουλος και Κ. Τσουκαλάς, δημοσίευσαν μια επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο, αρκετά επιθετική, στην οποία περιλαμβανόταν και το εξής ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>
Παρεξηγημένα λόγια</b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στη διαμάχη μπήκαν το left.gr, το tvxs και άλλα σάιτ, επισημαίνοντας την «κασιματιά», ενώ η βιογράφος του Ρίτσου Αγγελική Κώττη με σχόλιο στην «Καθημερινή» λέει ότι, αν ο κ. Κασιμάτης έβρισκε τους συγκεκριμένους στίχους και τους υποδείκνυε, θα υποχρέωνε τους μελετητές του, «οι οποίοι ματαίως ψάχνουμε τόσα χρόνια τι ακριβώς εννοούν όσοι αναπαράγουν αυτό τον βολικό (;) μύθο καθώς στίχοι, δηλώσεις, σημειώσεις ή ό,τι άλλο γραπτό του ποιητή, ακόμα και τα ανέκδοτα, εξετάστηκαν ενδελεχώς, πλην εις μάτην. Προσφεύγουμε λοιπόν και στη δική σας βοήθεια μήπως και επιτέλους φωτιστούμε». Το σχόλιο δημοσιεύθηκε αφού ήδη είχε επισημανθεί στο left.gr καθυστέρηση 20 ωρών. Απάντηση, όμως, δεν υπήρξε…<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το πλέον ενδιαφέρον στην υπόθεση είναι ότι ίσως τα λόγια του Ρίτσου στη συνέντευξη καν να μην ειπώθηκαν έτσι, αφού μετά τον θόρυβο που είχε ξεσηκωθεί το 1977-78, ο Γιώργος Λιάνης σημείωνε ότι οι απαντήσεις του ποιητή δεν ήταν λέξη προς λέξη αυτές που γράφτηκαν. «Προσπάθησα να μεταφέρω το πνεύμα των λεγομένων και φυσικό είναι σε κάποια σημεία να ξαστόχησα» έγραψε. Ίσως, σήμερα, μπορεί να παρουσιάσει αναλυτικά και με ακρίβεια το γεγονός.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Της Δάφνης Πασχάλη, από το <a href="http://topontiki.gr/article/47866/O-Ritsos-kai-ta-kokkina-tanks">Ποντίκι</a>Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-14438618501072276972013-01-22T22:10:00.001+02:002013-01-22T22:10:54.242+02:00Ο «ξεχασμένος» Λουντέμης<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhg8hpd4EnPVlZeELlOQJ8dLFr4lncqujojV_8KlX592i_Dd-dOy3Bb8B9Rjk_avlaDlfFTRpzZp1t0hWURfvbda03xNewPqr7Wr3TQaR93IBeUzd8wvJN0LuEbcVIdsQWsvHswOg/s1600/loyntemis001.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="336" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhg8hpd4EnPVlZeELlOQJ8dLFr4lncqujojV_8KlX592i_Dd-dOy3Bb8B9Rjk_avlaDlfFTRpzZp1t0hWURfvbda03xNewPqr7Wr3TQaR93IBeUzd8wvJN0LuEbcVIdsQWsvHswOg/s400/loyntemis001.jpg" /></a></div>
Ο συγγραφέας που όλοι διαβάσαμε στα νιάτα μας και διδάσκεται ακόμα στα σχολεία λησμονήθηκε παντελώς το 2012, χρονιά που συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από τη γέννησή του. Ίσως γιατί θεωρήθηκε ξεπερασμένος και γλυκερός;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Οι άνθρωποι των Γραμμάτων παράγουν Αξίες και δεν θα έπρεπε να είναι ποτέ χαμένοι. Η σημασία του έργου τους θα έπρεπε να αναγνωρίζεται και να μεταφέρεται στον κοινωνικό ιστό από οργανωμένους φορείς της πολιτείας. Πάντοτε κάτι έχουν να πουν, ειδικά στους νεότερους. Ας πούμε: «Ζωντανός θα πει περήφανος!».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τα λόγια αυτά ανήκουν στον μεγάλο «χαμένο» του 2012, τον Μενέλαο Λουντέμη. Έναν συγγραφέα που όλοι διαβάσαμε με πάθος στα νιάτα μας και ας τον ξεπεράσαμε μετά. Η σημερινή νέα γενιά τον διαβάζει επίσης με αγάπη. Τον διδάσκεται, μάλιστα, στα σχολικά βιβλία της. Αλλά το κράτος, διά των αρμοδίων υπουργείων του Παιδείας και Πολιτισμού – που πλέον είναι ένα –, λησμόνησε εντελώς, ή φρόντισε να λησμονήσει, ότι το 2012 έκλεισαν 100 χρόνια από τη γέννησή του.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο μεγαλόθυμος Νικηφόρος Βρεττάκος, στον οποίο ήταν αφιερωμένη η χρονιά, δεν θα έχανε σε τίποτα αν κάποια υπηρεσία ή κρατικός φορέας αποφάσιζε να διοργανώσει μερικές εκδηλώσεις εις μνήμην και του Λουντέμη.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τι έφταιξε λοιπόν και όλοι ξέχασαν φέτος τον «Μέλιο» – όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του, δανειζόμενοι το όνομα του πιο αγαπημένου του ήρωα; Ίσως υποτιμήθηκε το χνάρι που έχει αφήσει ο ίδιος στην πεζογραφία. Ίσως συνέτεινε το γεγονός πως ο εκδοτικός οίκος που τον εκδίδει, τα Ελληνικά Γράμματα, έχει κλείσει και δεν υπάρχει εκδότης να κινήσει εκδηλώσεις και εορτασμούς. Πιθανότατα αγνοήθηκε η αγάπη των νέων για το έργο του. Τέλος, ήταν η αριστερή πολιτική του τοποθέτηση, η συμμετοχή του στην Εθνική Αντίσταση, η πολιτική προσφυγιά.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Μπορεί, λέτε, εύκολα να ξεχαστεί η υπέροχη ρήση του όταν του ζήτησαν να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να μη του αφαιρεθεί η ιθαγένεια; «Χρειάστηκαν εκατομμύρια χρόνια για να γίνουν τα τέσσερα πόδια δύο. Δεν θα τα κάμω πάλι τέσσερα εγώ!».
Η επέτειος πέρασε μέσα σε μια παγερή σιωπή από το κράτος (μια «αναζήτηση» στο site του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου θα δώσει μηδενικό αποτέλεσμα), απουσία σχολικών εκδηλώσεων και εκδηλώσεων από πνευματικά σωματεία. Οι ελάχιστες εξαιρέσεις είναι απλώς για να επιβεβαιώνουν τον κανόνα.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Μία από αυτές, αφορά το ΚΘΒΕ, που ανέβασε σε παράσταση το πιο αγαπημένο μυθιστόρημα του Λουντέμη, το «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα», στη νεανική του σκηνή. Η πρεμιέρα δόθηκε την 1η Νοεμβρίου του ’11 σε θεατρική διασκευή Λάκη Λαζόπουλου και σκηνοθεσία Γιάννη Ρήγα. Μέχρι τον Μάρτη του ’12 δόθηκαν 103 παραστάσεις – με 31.026 θεατές. Ξεπερασμένος είπατε ο Λουντέμης; Γλυκερός; Μελοδραματικός;
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η φιλία του με τον Βάρναλη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Την ακεραιότητά του και την πένα του παραδεχόταν και ένας σπουδαίος ποιητής, που γνώριζε τον Λουντέμη από την εφηβεία του: ο Κώστας Βάρναλης. Εντελώς τυχαία, ο Βάρναλης ήταν ο κερδισμένος του 2012, αλλά κι εδώ το κράτος δεν έχει συμμετοχή. Ένα εξαιρετικό βιβλίο, του Ηρακλή Κακαβάνη, με τίτλο «Ο άγνωστος Βάρναλης – Και 19 αδημοσίευτα ποιήματά του» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Εντός». Αποτελεί προϊόν μόχθου και πολύχρονων ερευνών και ζωντανεύει θαυμάσια τον σκιαγραφούμενο.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Λουντέμης αναγνώριζε ως δάσκαλο και φίλο τον ποιητή, είχε, μάλιστα, γράψει για εκείνον το βιβλίο «Ο κονταρομάχος», το 1974. Ο Ηρακλής Κακαβάνης θυμίζει ένα περιστατικό από δίκη εναντίον του συγγραφέα, για το βιβλίο του «Βουρκωμένες μέρες», το 1956. Εκείνες τις πικρές και δύσκολες εποχές ήταν δυνατόν να συρθεί στα δικαστήρια κάποιος για τη λογοτεχνική του παραγωγή, σύμφωνα με τον νόμο 509, για «κατασκοπεία», με βάση τον οποίο εκτελέστηκε ο Μπελογιάννης.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Οι τρεις σωστές απαντήσεις<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Για να ’ναι ένοχος ένας συγγραφέας», είπε ο Βάρναλης καταθέτοντας ως μάρτυρας υπεράσπισης, «πρέπει να δίνει αρνητικές απαντήσεις στις τρεις παρακάτω ερωτήσεις: Πρώτον: Ζώντας σε μια κοινωνία αδικίας, με ποιους θα πάει; Με τους αδικητές ή με τους αδικημένους; Δεύτερον: Αν ο λαός πέσει στα δεσμά της τυραννίας, με ποιους θα συνταχθεί; Με τον τυραγνισμένο ή με τον τύραννο; Και τρίτον και τελευταίο: Αν η πατρίδα πέσει σε εθνική σκλαβιά, ποιους θα βοηθήσει; Τους κατακτητές ή τους κατακτημένους; Δηλαδή με τους κιοτήδες θα πάει ή με τα παλληκάρια;».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αυτά και άλλα πολλά στοιχεία και κείμενα που δεν είναι γνωστά στο ευρύτερο κοινό παραθέτει ο Κακαβάνης. Άλλα αλίευσε από το αρχείο Βάρναλη, άλλα από εξαντλημένα περιοδικά ή δυσεύρετες εφημερίδες. Μέσα από την εξιστόρηση της ζωής και του έργου του, από ένα διευρυμένο και ζωντανό χρονολόγιο, βρίσκουμε και ενδιαφέροντα στοιχεία και αυτοβιογραφικά αποσπάσματα ή ποιήματα. Τα «Μαρασλειακά», οι φιλολογικοί «καυγάδες» του Βάρναλη με τον Παλαμά, τον Δελμούζο, τον Ξενόπουλο και άλλα πολλά, δίνουν το στίγμα της εποχής. Μαζί και ξαναδουλεμένα και τα άγνωστα ποιήματα από το αρχείο του ποιητή.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Θα χτυπήσουμε από τώρα συναγερμό και ελπίζουμε όχι εις μάτην. Το 2014 θα είναι τα 40 χρόνια από τον θάνατο του Βάρναλη. Θα κάνει κάτι η μητριά - πατρίδα; Ή θα γίνει κάτι σοβαρό και αντάξιο του Δημήτρη Χατζή, που το 2013 έχουμε τα 100 χρόνια από τη γέννησή του;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αναδημοσίευση από το "Ποντίκι" με την ευκαιρία της σημερινής επετείου θανάτου του Μενέλαου Λουντέμη (22/1/1977)<a href="http://topontiki.gr/article/46700/O-ksexasmenos-Lountemis"></a>Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com7tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-27054843325601853292013-01-16T16:12:00.000+02:002013-01-16T21:40:06.405+02:00Τα(ν)κσικά θέματα μέχρι γελοιότητας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Νίκος Σαραντάκος για <a href="http://sarantakos.wordpress.com/2013/01/16/kasimatia/#more-8087 ">δημοσίευμα</a> της Καθημερινής περί Ρίτσου και Στάλιν<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiSN54D17EHb9wwI0V-DkxVBq3KoNMD4wdEmGdxqqP6HziLRgM_GqRqZZK2gpE1JIpV8XAeETp6LK3KgmMyL29KV_nCr1RM3_wkVLlKt6fR27HeMDfgsG3-ih1oBBhbvi3Yr9aAUw/s1600/ritsos2.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="216" width="191" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiSN54D17EHb9wwI0V-DkxVBq3KoNMD4wdEmGdxqqP6HziLRgM_GqRqZZK2gpE1JIpV8XAeETp6LK3KgmMyL29KV_nCr1RM3_wkVLlKt6fR27HeMDfgsG3-ih1oBBhbvi3Yr9aAUw/s400/ritsos2.jpg" /></a></div>
Τη λέξη κασιματιά δεν την έχουν τα λεξικά, και δικαίως, αφού την έχουμε φτιάξει εδώ στο ιστολόγιο, αν και βλέπω με καμάρι ότι και άλλοι την έχουν υιοθετήσει . Κασιματιά είναι το ψέμα, και ειδικότερα το ψέμα που σερβίρεται με το μανδύα ιστορικού ανεκδότου και που έχει στόχο έναν πολιτικό αντίπαλο και επαναλαμβάνεται συχνά (ώστε να μείνει). Φυσικά, πήρε το όνομά του από τον δημοσιογράφο κ. Στέφανο Κασιμάτη, που του αρέσει να διανθίζει τη στήλη του με ιστορικά ανέκδοτα (μερικά υπαρκτά) και που ειδικεύεται στις κασιματιές εναντίον των αριστερών. Για παράδειγμα, κασιματιά είναι ότι ο Λένιν είχε κάνει λόγο για “χρήσιμους ηλίθιους” (μια άλλη κασιματιά, πάλι για τον Λένιν, εδώ ).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η κασιματιά που δημοσιεύτηκε στη χτεσινή Καθημερινή δεν είχε στόχο τον Λένιν, αλλά τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Αντιγράφω ολόκληρο το σχόλιο ώστε να μη χάσετε σταγόνα απ’ τη χολή: Από την ιστοσελίδα του King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου πληροφορούμαι ότι ο Τζον Κίτμερ διαδέχεται τον ιδιαιτέρως αγαπητό Ντέιβιντ Λάντσμαν ως πρεσβευτής της Βρετανίας στην Αθήνα. Ελληνιστής, όπως και ο προκάτοχός του, ο Ντ. Κίτμερ θα τολμούσα να επισημάνω ότι διαφέρει ως προς την εκκεντρικότητα των γούστων του – των φιλολογικών, για να μην παρεξηγηθώ. Λάτρης της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, έχει δημοσιεύσει τη μελέτη «Χρήσεις της Ελληνικής Ορθοδοξίας στην πρώιμη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου» και επί του παρόντος εργάζεται για την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής του για τον ποιητή, ο οποίος εκτός των άλλων ύμνησε τον δικτάτορα Στάλιν («Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Οταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει» κ.λπ.), καθώς και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Αντιλαμβάνομαι, ωστόσο, ότι τα ενδιαφέροντα του Τζ. Κίτμερ επικεντρώνονται μάλλον στην ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους ο Ρίτσος αφομοίωσε στην ποίησή του την επιρροή άλλων ποιητικών φωνών της νεοελληνικής γραμματείας. Εν πάση περιπτώσει, παραδέχομαι ότι μου είναι δύσκολο να καταλάβω πώς μπορεί να γοητεύεται κάποιος με τον Ρίτσο, όταν υπάρχουν ο Σολωμός και ο Καβάφης· από την άλλη πλευρά όμως, όταν θυμάμαι ότι έχω περάσει μία εποχή κατά την οποία λάτρευα την ποίηση του Τέννυσον, τότε τα αποθέματά μου ανεκτικότητας και κατανόησης ξαφνικά ανανεώνονται ως διά μαγείας..<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δεν θα σταθώ στις ποιητικές προτιμήσεις, είτε του Βρετανού πρεσβευτή είτε του κ. Κασιμάτη, αλλά στο απόσπασμα που έχω σημειώσει με έντονους χαρακτήρες, δηλαδή την κασιματιά, εννοώ το ψέμα, ότι ο Ρίτσος ύμνησε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Κατά σύμπτωση το ιστολόγιό μας έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα πριν από πεντέξι μήνες και γι’ αυτό η πρώτη μου σκέψη, όταν με ειδοποίησε ένας φίλος με ηλεμήνυμα για την τελευταία κασιματιά, ήταν να αφιερώσω μόνο ένα σαββατιάτικο μεζεδάκι. Ύστερα όμως συνειδητοποίησα ότι το παλιό άρθρο του ιστολογίου είχε δημοσιευτεί κατακαλόκαιρο, Κυριακή 12 Αυγούστου, επομένως πολλοί φίλοι δεν θα το έχουν διαβάσει (αν και είχε γίνει αρκετά μεγάλη συζήτηση), οπότε ίσως θα είναι συγγνωστή η ανακύκλωση. Τώρα, αν έχετε διαβάσει το παλιό άρθρο, συγνώμη, ελπίζω το αυριανό (που θα είναι καινούργιο) να σας αποζημιώσει.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Επειδή το παλιό μου άρθρο είναι πολύ μεγάλο, δημοσιεύω πρώτα μια περίληψη, χωρίς τεκμηρίωση. Όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερα, διαβάζει παρακάτω. Λοιπόν, αυτό που γράφει ο κ. Κασιμάτης είναι ψέμα. Ο Γιάννης Ρίτσος ποτέ δεν έγραψε ποίημα υπέρ της σοβιετικής επέμβασης στην Πράγα το 1968. Για να είμαι δίκαιος, δεν είναι μόνο ο κ. Κασιμάτης που διαδίδει το ψέμα αυτό. Άλλοι λένε ότι ο Ρίτσος το 1956 ή το 1968 έγραψε ποίημα (ή δήλωσε σε συνέντευξη) πως τα σοβιετικά τανκς χόρευαν ταγκό (ή βαλς) στους δρόμους ή τις πλατείες της Πράγας ή της Βουδαπέστης: κοινός τόπος όλων των παραλλαγών είναι ότι ο Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή. Όπως είπα, είναι ψέμα. Τα Τα Άπαντα του Ρίτσου έχουν εκδοθεί, τα αρχεία του υπάρχουν στο μουσείο Μπενάκη, όποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει τέτοιος στίχος του Ρίτσου δεν έχει παρά να το αποδείξει σκανάροντας τη σχετική σελίδα ή έστω αναφέροντας τόμο και αριθμό σελίδας. Δεν θα βρεθεί τίποτα, γιατί τίποτα δεν υπάρχει.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο κόκκος αλήθειας στον οποίο στηρίζεται ο μύθος με όλες τις παραλλαγές του, είναι ότι σε μια συνέντευξή του στα Νέα το 1977, ο Ρίτσος, που μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν, δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. Καθώς οι στρατιώτες ήταν λευκοί και με το κρύο είχαν κοκκινίσει έμοιαζαν παιδιά που είχαν βγει μόλις απόνα σχολείο κάνοντας παρέλαση χαμογελαστοί μπροστά στους δασκάλους τους”. Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά πώς έγινε τάχα και αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει και αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια) μετατράπηκε σε ποίημα που “υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα”;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η συνέντευξη Ρίτσου προκάλεσε αντιδράσεις, ιδίως στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Έτσι, λίγο αργότερα στα Νέα, τρεις επιφανείς αριστεροί διανοούμενοι, οι Ν. Πουλαντζάς, Κ. Βεργόπουλος και Κ. Τσουκαλάς, δημοσίευσαν στα Νέα μια επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο, αρκετά επιθετική, στην οποία περιλαμβανόταν και το εξής ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Νομίζω ότι αυτός είναι ο σπόρος πάνω στον οποίο βλάστησε ο μύθος, ότι τάχα ο Γιάννης Ρίτσος ύμνησε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 (ή στην Ουγγαρία το 1956). Αν η αρχική γέννηση του μύθου έγινε με σπασμένο τηλέφωνο ή αν ήταν συνειδητή κατασκευή δεν το έχω εξακριβώσει και δεν έχει μεγάλη σημασία. Σήμερα όμως είναι λάθος να επαναλαμβάνεται το ψέμα αυτό.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Βέβαια, ο Ρίτσος είχε γράψει στρατευμένα ποιήματα (και δεν ντρεπόταν γι’ αυτό) και είναι αλήθεια ότι έγραψε και ποίημα για τον Στάλιν όπως και για τον Ζαχαριάδη -που πάντως πρέπει να κριθούν με τα μέτρα της εποχής του. Αλήθεια επίσης είναι ότι έγραφε ποιήματα επικαιρικά, για να τιμήσει κάποιο γεγονός ή κάποιον νεκρό του αγώνα, που πολλά από αυτά δεν στέκονται στο ύψος των άλλων έργων του -άλλωστε δεν ήταν ολιγογράφος, το εκτενέστατο έργο του ήταν άνισο και είναι ζήτημα πόσο θα μείνει (κάτι που ισχύει και για άλλους ποιητές που έγραψαν πολύ, π.χ. τον Παλαμά). Όλα αυτά όμως δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου μου, το άρθρο μου θέλει απλώς να ανασκευάσει τον επίμονο μύθο ότι τάχα ο Ρίτσος έγραψε ποίημα για τα σοβιετικά τανκς που χόρευαν όπως έμπαιναν στην Πράγα το 1968.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τέτοιο ποίημα δεν έγραψε, και τον αδικεί ο μύθος τον Ρίτσο, όχι μόνο επειδή δεν έγραψε τίποτα τέτοιο, αλλά και επειδή, όπως μας θύμισε προ καιρού ο Γ. Ρούσης , ένα χρόνο μετά την εισβολή στην Πράγα έγραψε την Χαμένη υπερβόρειο: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς , προσεχτικά τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος συνεχίζει : «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα /αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο, και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,/πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,/μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.» Υπαινικτικό, αλλά εύγλωττο θαρρώ.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αυτή ήταν η περίληψη του παλιού μου άρθρου, αλλά αν θέλετε την τεκμηρίωση (έχει πιστεύω ενδιαφέρον, αν βέβαια έχετε χρόνο) αναδημοσιεύω ολόκληρο το παλιό μου άρθρο:
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ίσως δεν είναι και πολύ κατάλληλη η συγκυρία για το σημερινό άρθρο, κατακαλόκαιρο παραμονές δεκαπενταύγουστου, αλλά δεν το είχα έτοιμο το θέμα, εκείνο ήρθε και με βρήκε. Κι έπειτα, είναι θέμα που με ενδιαφέρει διπλά, μια και το ιστολόγιο αρέσκεται να σκαλίζει μικροφιλολογικά μυστήρια, ιδίως τις Κυριακές, αλλά και έχει ειδικευτεί στην ανασκευή μύθων, και το σημερινό θέμα μας έχει και από τα δύο. Ο λόγος είναι για τον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος, αν πιστέψουμε όσα γράφονται κατά καιρούς, έχει πει ή έχει γράψει κάτι για σοβιετικά τανκς που χορεύουν. Ως εκεί υπάρχει ομοφωνία στις διάφορες εκδοχές, αλλά ως προς τις υπόλοιπες λεπτομέρειες οι διάφορες εκδοχές διίστανται.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Για παράδειγμα, σε χρονογράφημά του στην εφημ. Μακεδονία, ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης γράφει: Πώς να ξεχάσεις τον πράγματι σπουδαίο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που έγραφε ότι τα σοβιετικά άρματα χόρευαν ταγκό κατά την εισβολή στην πλατεία της Πράγας; Πώς να το ξεχάσεις ή πώς να το θυμηθείς, θα το δούμε παρακάτω. Αλλά αν η εκδοχή του Σκαμπαρδώνη είναι απλώς μία από τις πολλές, έχει ωστόσο ένα μοναδικό στοιχείο.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εννοώ ότι, απ’ όσο ξέρω, ο Σκαμπαρδώνης είναι ο μοναδικός που θέλει τον Ρίτσο να γράφει για τα τανκς που χορεύουν ταγκό. Η Κωνσταντίνα Ζάνου, σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε και στην κυπριακή Καθημερινή, δίνει την επικρατούσα εκδοχή: “Τα τανκς χορεύουν βαλς στις πλατείες της Πράγας”, που υποτίθεται ότι το έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για την εισβολή των σοβιετικών στην Πράγα το 1968. Και πράγματι, οι περισσότερες εκδοχές θέλουν τον Γιάννη Ρίτσο να έγραψε ένα ποίημα για να υμνήσει τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα, στο οποίο έβλεπε τα τανκς να χορεύουν βαλς. Εδώ που τα λέμε, το βαλς, σαν χορός, ταιριάζει στα τανκς περισσότερο από το ταγκό, δεν βρίσκετε; Με τα βαλς συμφωνεί και το sansimera.gr, που βρίσκει ότι ο Ρίτσος ήταν σπουδαίος ποιητής “όταν δεν υπονόμευε ο ίδιος την αξία του με τη στρατευμένη ποίησή του για τα «σοβιετικά τανκς που χορεύουν βαλς στην Πράγα» και άλλα τέτοια”. Σε άλλες πάλι πηγές, δεν προσδιορίζεται ο χορός. Έτσι, σε άρθρο του Δ. Παλαιολογόπουλου, αρχικά στην Αυγή , τα τανκς απλώς χορεύουν στους δρόμους της Πράγας, αλλά δεν ξέρουμε τι είδους χορό.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πάντως, αν και οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στην Πράγα, ούτε εδώ υπάρχει ομοφωνία. Σε σχόλιο στην Καλύβα του Πάνου Ζέρβα , ο φίλος Αριστεροπόντιος (γνωστός και ως Μ-π), παραθέτει τον στίχο: “τα τανκς να χορεύουν βαλς στους δρόμους της Βουδαπέστης”, Γιάννης Ρίτσος, 1956. Ενώ ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στα Νέα έγραψε: Ας θυμηθούμε την ωδή του Ρίτσου στα σοβιετικά τανκς που χορεύουν στην Κόκκινη Πλατεία. Επομένως, τρεις πόλεις ερίζουν για το θέατρο του χορού, Μόσχα, Βουδαπέστη και Πράγα, με την Πράγα να παίρνει περισσότερες ψήφους.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Και τι ακριβώς έγραψε ή είπε ο Γιάννης Ρίτσος για τα τανκς που χορεύουν; Κατά τον Κούρτοβικ ήταν ωδή, για άλλους πολλούς ήταν στίχος ποιήματος, ο Παλαιολογόπουλος όμως μιλάει για συνέντευξη, ενώ κάποιος αρθρογράφος του ακροδεξιού Ελεύθερου Κόσμου λέει ότι ο Ρίτσος, όταν τα σοβιετικά άρματα εισέβαλαν στην πρωτεύουσα της τότε Τσεχοσλοβακίας, δήλωσε ότι “τα τάνκς χορεύουν βάλς, στις πλατείες της Πράγας”! Δήλωση, συνέντευξη, ποίημα ή ωδή; (Εντάξει, η ωδή θεωρείται είδος ποιήματος, οπότε στην πραγματικότητα έχουμε τρεις κατηγορίες).
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Και πότε το είπε ή το έγραψε; Κατά τον Αριστεροπόντιο το 1956, κατ’ άλλους το 1968, ενώ σύμφωνα με την Μαργαρίτα Γιαραλή στην Εποχή , “Σε κάποια επέτειο της εισβολής στην Πράγα του ΄68, ο ποιητής Ρίτσος διάβασε θριαμβευτικά προς την ΚΝΕ το ποίημα που εμπνεύστηκε στις 21 Αυγούστου ΄68, όντας ο ίδιος εξόριστος, ο στίχος που επαναλαμβανόταν έλεγε: “τα τανκς μπαίνανε χορεύοντας στην Πράγα”.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Λοιπόν; Τι έγινε με τα σοβιετικα τανκς; Χόρευαν βαλς, ταγκό ή κάτι απροσδιόριστο; Στη Βουδαπέστη, στη Μόσχα ή στην Πράγα; Ο Ρίτσος τα ύμνησε σε ποίημα ή σε δηλώσεις ή σε συνέντευξη; Το 1956, το 1968 ή μετά τη μεταπολίτευση; Στην πραγματικότητα, όλες οι παραπάνω πηγές κάνουν λάθος (ή λένε ψέματα) στον ένα ή στον άλλο βαθμό.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν έχει γράψει κανένα ποίημα όπου να υμνεί ή έστω να περιγράφει τις χορευτικές κινήσεις των τανκς, σοβιετικών ή άλλων. Όσο κι αν ψάξετε το έργο του δεν θα βρείτε κανένα τέτοιο ποίημα, και αυτό δεν το λέω μόνο εγώ, το διασταύρωσα και με την παλιά φίλη Αγγελική Κώττη, βιογράφο του Ρίτσου, η οποία είναι απολύτως κατηγορηματική ότι τέτοιος στίχος δεν υπάρχει (και η οποία βοήθησε πολύ να βρεθούν τα στοιχεία του παρόντος). Ο Ρίτσος όμως έχει πει κάτι σε συνέντευξη για σοβιετικά τανκς. Όχι στην Πράγα ή στη Βουδαπέστη, αλλά στη Μόσχα, όχι σε εισβολή αλλά σε παρέλαση. Αυτό έγινε το 1977.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τον Νοέμβριο του 1977, ο Γιάννης Ρίτσος κλήθηκε στη Μόσχα για να τιμηθεί με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη (με το ίδιο βραβείο είχαν τιμηθεί ο Βάρναλης το 1959 και ο Γλέζος το 1962, ενώ αργότερα βραβεύτηκαν ο Θεοδωράκης και ο Χαρ. Φλωράκης -ευχαριστώ τον φίλο που έκανε την επισήμανση). Η βράβευση συνέπεσε με τους εορτασμούς των εξήντα χρόνων της Οκτωβριανής επανάστασης (η οποία, όπως ξέρουμε, με το νέο ημερολόγιο πέφτει Νοέμβριο). Σαν ένας από τους τιμώμενους, ο Ρίτσος παρακολούθησε και τους εορτασμούς και ιδίως τη μεγάλη παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη, στα Νέα, σε δυο συνέχειες (είπαμε, ήταν μεγάλη), όπου μίλησε πολύ επαινετικά για την Σοβιετική Ένωση και περιέγραψε τις εντυπώσεις του. Μπορείτε να δείτε τη συνέντευξη εδώ, καταρχάς το πρώτο μέρος (6.12.1977) και στη συνέχεια το δεύτερο μέρος (7.12.1977) εδώ . Πάντως είναι μεγάλα αρχεία και ίσως αργήσουν να εμφανιστούν. Το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει υπάρχει στο β’ μέρος της συνέντευξης.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Συγκεκριμένα, ο Ρίτσος σε ένα σημείο αναφέρεται στην παρέλαση που έγινε στην Κόκκινη Πλατεία, και λέει: “Ακόμα και η παρέλαση είχε κάτι το χορευτικό. Ήταν μια πάνδημη συμμετοχή”. Και μετά, όταν ο Λιάνης τον ρωτάει αν όντως γέμισε η πλατεία με τεράστιες φωτογραφίες του Μπρέζνιεφ, ο Ρίτσος απαντάει πως όχι και συνεχίζει: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. Καθώς οι στρατιώτες ήταν λευκοί και με το κρύο είχαν κοκκινίσει έμοιαζαν παιδιά που είχαν βγει μόλις απόνα σχολείο κάνοντας παρέλαση χαμογελαστοί μπροστά στους δασκάλους τους”.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει και αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια) πώς έγινε τάχα και μετατράπηκε σε ποίημα που υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα;
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Νομίζω ότι έχω την απάντηση. Η συνέντευξη του Ρίτσου σε μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας έκανε αίσθηση και σχολιάστηκε πολύ, ιδίως επειδή ήταν η πρώτη φορά (αν θυμάμαι καλά) μετά τη μεταπολίτευση που ο Ρίτσος είχε μιλήσει με τόσο θερμά λόγια για τη Σοβιετική Ένωση. Στους κύκλους της ανανεωτικής αριστεράς, του τότε ΚΚΕ εσ. και της Αυγής, που ακολουθούσαν περισσότερο κριτική στάση προς το σοβιετικό μοντέλο, η συνέντευξη έγινε δεκτή με αμηχανία, και λίγο με ενόχληση.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Λίγες μέρες μετά, τρεις επιφανείς καθηγητές που ανήκαν στην ανανεωτική αριστερά, ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Κώστας Βεργόπουλος και ο Κων. Τσουκαλάς, έστειλαν επιστολή στα Νέα, στην οποία διαφωνούσαν σε οξύ ύφος με τις εντυπώσεις και τις διαπιστώσεις του Ρίτσου. Το κείμενό τους, με τίτλο “Απάντηση στον Γιάννη Ρίτσο”, δημοσιεύτηκε στα Νέα στις 17.12.1977.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Την απάντηση των τριών καθηγητών την έχω επίσης ανεβάσει και μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ (και πάλι, το αρχείο είναι μεγαλούτσικο). Όπως θα δείτε, οι τρεις καθηγητές δίνουν απάντηση στον Ρίτσο εφόλης της ύλης, αλλά το σημείο που μας ενδιαφέρει είναι ο σχολιασμός που κάνουν στον χορευτικό ρυθμό των τανκς.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αφού τον κατηγορούν για δουλοπρεπή στάση απέναντι στους ισχυρούς, του απευθύνουν (με έναν ελαφρό γαλλισμό) το ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Νομίζω ή πιο σωστά είμαι πεπεισμένος ότι εδώ βρίσκεται ο σπόρος από τον οποίο φύτρωσε ο μύθος για το ποίημα ή την ωδή ή τις δηλώσεις του Ρίτσου που τάχα ύμνησαν την εισβολή στην Πράγα ή στη Βουδαπέστη. Από μια ρητορική, ας πούμε, ερώτηση του κειμένου των Πουλαντζά-Βεργόπουλου και Τσουκαλά! Αν κάποιος αναδιφήσει τις εφημερίδες της εποχής (και ιδίως την Αυγή) ίσως βρει τους καναδυό ελλείποντες κρίκους, αλλά για μένα δεν χωράει αμφιβολία ότι από εδώ γεννήθηκε ο μύθος, είτε από σπασμένο τηλέφωνο είτε με συνειδητή κατασκευή.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Βέβαια, ο Ρίτσος είχε γράψει στρατευμένα ποιήματα (και δεν ντρεπόταν γι’ αυτό) και είναι αλήθεια ότι έγραψε και ποίημα για τον Στάλιν όπως και για τον Ζαχαριάδη -που πάντως πρέπει να κριθούν με τα μέτρα της εποχής του. Αλήθεια επίσης είναι ότι έγραφε ποιήματα επικαιρικά, για να τιμήσει κάποιο γεγονός ή κάποιον νεκρό του αγώνα, που πολλά από αυτά δεν στέκονται στο ύψος των άλλων έργων του -άλλωστε δεν ήταν ολιγογράφος, το εκτενέστατο έργο του ήταν άνισο και είναι ζήτημα πόσο θα μείνει (αυτό βέβαια ισχύει και για άλλους ποιητές που έγραψαν πολύ, π.χ. τον Παλαμά). Όλα αυτά όμως δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου μου, το άρθρο μου θέλει απλώς να ανασκευάσει τον επίμονο μύθο ότι τάχα ο Ρίτσος έγραψε ποίημα για τα σοβιετικά τανκς που χόρευαν όπως έμπαιναν στην Πράγα το 1968. Τέτοιο ποίημα δεν έγραψε, και τον αδικεί ο μύθος τον Ρίτσο, όχι μόνο επειδή δεν έγραψε τίποτα τέτοιο, αλλά και επειδή, όπως μας θύμισε προ καιρού ο Γ. Ρούσης, ένα χρόνο μετά την εισβολή στην Πράγα έγραψε την Χαμένη υπερβόρειο: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς , προσεχτικά τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος συνεχίζει : «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα /αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο, και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,/πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,/μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.»
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Υπαινικτικό, αλλά εύγλωττο θαρρώ.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο <a href="http://www.left.gr/article.php?id=21040">Left.gr</a>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εστειλα κι εγώ ένα σχόλιο, που δημοσιεύθηκε <a href="http://www.left.gr/article.php?id=21074">εδώ</a>: <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αγαπητοί φίλοι,<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
η ¨Καθημερινή" έκανε και άλλη "κασιματιά". Εστειλα από χθες το βράδυ σχόλιο για το άρθρο του εν λόγω κυρίου, το οποίο δεν έχει δημοσιευθεί. Δεν ξέρω αν και πόσο πρέπει να περιμένω, αλλά μάλλον μπορώ να δηλώνω πλέον ότι με λογόκριναν. Το σχόλιό μου:
"Αγαπητέ κύριε Κασιμάτη, αν βρίσκατε πουθενά τους στίχους με τους οποίους ο Ρίτσος ύμνησε την εισβολή του 1968 στην Τσεχοσλοβακία, και μας τους υποδεικνύατε, θα υποχρεώνατε εμένα και τους απανταχού μελετητές του, οι οποίοι ματαίως ψαχνουμε τοσα χρόνια τι ακριβώς εννοούν όσοι αναπαράγουν αυτό τον βολικό (;) μύθο καθώς στίχοι, δηλώσεις, σημειώσεις ή ό,τι άλλο γραπτό του ποιητή, ακόμα και τα ανέκδοτα, εξετάστηκαν ενδελεχώς, πλην εις μάτην. Προσφεύγουμε λοιπόν και στη δική σας βοήθεια μήπως και επιτέλους φωτιστούμε."<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η πραγματικότητα: είναι όπως τα λέει ο Νίκος Σαραντάκος. Εν ολίγοις, η δήλωση στον Λιάνη επισύρει την μήνιν των τριών διανοητών κλπ κλπ. Στίχος ΔΕΝ υπάρχει. Ως βιογράφος του Ρίτσου και ως επιμελήτρια του αρχείου αυτογράφων έργων του που έχει κατατεθεί άπό την οικογένεια στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, το δηλώνω κατηγορηματικά. Οποιος βρει και μας παραθέσει αυτό ή οτιδήποτε ανάλογο, θα λάβει το βραβείο Λαμπρής Φούσκας- Κασιμάτη. 'Η,όπως λένε και εις την αλλοδαπήν: όποιος έχει να πει κάτι, ας το πει τώρα, ή ας σωπάσει για πάντα.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
update: η καθημερινή, μετά τις δημόσιες διαμαρτυρίες μου, έβαλε τελικά το σχόλιο 24 ώρες μετά. Απάντηση; μα τι ρωτάτε τώρα...Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-8197516937757563602013-01-14T19:01:00.000+02:002013-01-14T19:01:20.661+02:00Στάθης Μάρας: ένας σεμνός αλλά σπουδαίος συγγραφέας χάθηκε στην άσφαλτο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Με δυσκολία θα βρει κάποιος πληροφορίες για τον Στάθη Μάρα. Με δυσκολία και θα τις αναζητήσει, άλλωστε. Αν δεν ήταν το θανατηφόρο τροχαίο με τον εκδότη Δημήτρη Ρίζο στο Π. Φάληρο, λίγοι θα έψαχναν σήμερα το διαδίκτυο. Κι ωστόσο, ο ποιητής, πεζογράφος, μελετητής, κριτικός αποτελούσε ένα άκρως ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Μονάχα που ήταν σεμνός. Πολύ σεμνός. Όπως πρέπει να είναι κάθε πνευματικός άνθρωπος.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Γεννήθηκε στην Aθήνα και σπούδασε νομικά. Aπό δεκατριών χρόνων πήρε μέρος στην Eθνική Aντίσταση. Δεκαπέντε χρόνων εκτοπίστηκε στη M. Aνατολή. Aπό την ίδια ηλικία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τύπωσε τρία ποιητικά βιβλία (1950, 1957, 1959).
Έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις Iσπανών ποιητών, ενώ δικά του ποιήματα μεταφράστηκαν στα ιταλικά. Έκτοτε, παρά την καλή υποδοχή που του έγινε, εξαιτίας της άποψής του ότι Tέχνη σημαίνει πρώτα και κύρια επικοινωνία και βλέποντας πως στην Eλλάδα η Ποίηση δεν έχει κοινό, έψαξε για άλλες μορφές έκφρασης, που θα μπορούσαν να φέρουν ανθρώπους κοντά της. Έτσι, έπαψε να δημοσιεύει και, για πολλά χρόνια, ρίχτηκε από την αρχή στη μελέτη (Φιλοσοφία, Kοινωνιολογία, Oικονομία, Ψυχολογία).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Aποτέλεσμα της πιο πάνω δουλειάς υπήρξε ένα σύνολο μεγάλων στην έκταση, αυτοτελών, μα και συνδεόμενων μεταξύ τους μελετών, που καλύπτουν ολόκληρη τη Λογοτεχνία μας, σε συνδυασμό προς τη γενικότερη κοινωνικο-οικονομική ζωή, την ατομική και την ομαδική ψυχολογία. Πέντε από αυτές τις μελέτες κυκλοφορούν από τις «Eκδόσεις Kαστανιώτη». Aκόμα, από μια σειρά κριτικών έργων, έχει εκδοθεί ένα σχετικό με τη γνησιότητα ή το περιστασιακό των λογοτεχνών και με το έργο του Γιώργου Σιδέρη («Σύγχρονη Eποχή» 1995). Tέλος, στο χώρο της πεζογραφίας, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Γιάννης ο 46ος» (Eκδόσεις «Σοκόλη» 1996). <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
O Στάθης Mάρας ουδέποτε πήρε κάποιο βραβείο ή άλλη διάκριση, διότι πιστεύοντας (όπως εξηγεί σε μια του μελέτη), ότι αυτές οι απονομές, άμεσα μα και μακροπρόθεσμα, βλάπτουν τόσο τα Γράμματα όσο και τους ίδιους τους συγγραφείς, βραβευόμενους και μη, ουδέποτε έδωσε έργο του σε κάποιο διαγωνισμό. Mολαταύτα, τούτο δεν τον εμποδίζει να δέχεται το διορισμό του σε Kριτικές Eπιτροπές Διαγωνισμών, επειδή πιστεύει πως με την παρουσία του βοηθάει στο θέμα της αμεροληψίας.
Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η εφτανησιώτικη σχολή, 1998<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η Γυναίκα Β´ - Ελληνίδες ποιήτριες, 1990<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η Γυναίκα Α´ - Κοινωνική ανισότητα και ερωτικό τραγούδι, 1990<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εχει προφανώς εξαντληθεί και δεν κυκλοφορεί η εξαιρετική μελέτη του «Κώστας Βάρναλης • Ιδεολογία και ποίηση» που είχε εκδοθεί το 1986. Ανάμεσα σε άλλες παλαιότερες εκδόσεις του, είναι και μία για τη γενιά του '30, την οποία αντιμετωπίζει με εντελώς αντισυμβατική ματιά
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-16607656925577849152012-11-30T14:43:00.000+02:002012-11-30T14:44:24.722+02:00Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ: μια ύπαρξη με όρεξη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgmEcwvqY5rnk9jcPBrFp6YVqfg9xPvdOhhpStB149qy6axQKaElaR-UfQNiVrx5UbuIBdCqLgWNxXT474JiywR4xxgswYR_2WFcT9wJOXknOcIHUmQKhAq4GNymS3XXmzHm3_pHA/s1600/rouk.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="400" width="269" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgmEcwvqY5rnk9jcPBrFp6YVqfg9xPvdOhhpStB149qy6axQKaElaR-UfQNiVrx5UbuIBdCqLgWNxXT474JiywR4xxgswYR_2WFcT9wJOXknOcIHUmQKhAq4GNymS3XXmzHm3_pHA/s400/rouk.jpg" /></a></div>
Η μέρα ξεκίνησε με μια χαρμόσυνη είδηση: η Κατερίνα Αγγελάκη- Ρουκ, αυτή η σπουδαία ελληνίδα ποιήτρια, παίρνει το κρατικό βραβείο ποίησης για τη συλλογή της «Η ανορεξία της ύπαρξης», (Καστανιώτης). Ηταν καιρός η υπέροχη, υπέροχη, υπέροχη φωνή της να βγει και πάλι στο προσκήνιο από κάποιο εξωτερικό γεγονός. Επειδή η Κατερίνα, δεν εμφανίζεται στις «αγορές». Οι αναγνώστες της, που και πολλοί είναι και πιστοί, την ανακαλύπτουν μέσα από το έργο της και σπανίως από κάποια εκδήλωση, κάποια δήλωση, κάποια συνέντευξη. Αυτονόητο για έναν ποιητή, και μάλιστα μια ποιήτρια του μεγέθους της. Δυστυχώς, όμως, ό,τι θα έπρεπε να κατακρίνεται, η διαρκής έκθεση και φθορά, οι δημόσιες σχέσεις, οι πολιτικές και άλλες συγγένειες (μέσα των οποίων η Κατερίνα ποτέ δεν μετήλθε) κανονίζουν τα πράγματα ακόμη. Φελλοί επιπλέουν. Όμως αυτό, δεν την ένοιαξε ποτέ. Μονάχα η τέχνη της τη νοιάζει. Θεωρεί, άλλωστε ως την πιο υπερεκτιμημένη αρετή, τη δημοσιότητα και τη σημασία της τη χαρακτηρίζει μύθο. Ιδού μερικοί εξαιρετικοί στίχοι της, για ξεκίνημα:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<br /></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>«Χρωστάω τη σοφία μου στο φόβο∙<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
πέταλα, αναστεναγμούς, αποχρώσεις<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
τα πετάω.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Χώμα, αέρα, ρίζες κρατάω∙<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
να φεύγουν τα περιττά λέω<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
να μπω στον ουρανό τού τίποτα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
με ελάχιστα.»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div></i>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Γεννήθηκε το 1939 στην Αθήνα, αλλά τα ποιήματά της γεννήθηκαν κατ’ αρχήν και μάλλον εξακολουθούν, στην Αίγινα. Γεννήθηκε νωρίς. Αυτό της στοίχισε καταρχήν ένα μόνιμο πολύ μεγάλο πρόβλημα υγείας, καθώς η πενικιλίνη δεν είχε ανακαλυφθεί, αλλά και της έφερε τη λυτρωτική δημιουργία- έτσι έχει εξομολογηθεί σε μια από τις λιγοστές συνεντεύξεις της. Παρότι βρίσκεται στο μεταίχμιο δύο γενεών, το έργο της την κατέταξε στη γενιά του ’70, της οποίας αποτελεί τη κορυφαία γυναικεία φωνή. Μέχρι τώρα, είχε τιμηθεί με το Β΄ Κρατικό Βραβείο ποίησης (1985) και με το Βραβείο ποίησης του Ιδρύματος Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών.(2000).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Και τα ποιήματά της γεννήθηκαν νωρίς. Η Ελένη Γκίκα σε μια συνέντευξη που της είχε πάρει,(μπορείτε να τη δείτε <a href="http://diastixo.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=429%3Akaterina-aggelaki-rouk&catid=36%3Aellines&Itemid=101">εδώ</a>) αφηγείται: «’Νεαρό κλωσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις’, έγραφε κάποτε ο νονός Νίκος Καζαντζάκης στη μικρή του αναδεξιμιά. Κι η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ τον δικαίωσε.» Ο Καζαντζάκης, συνέβαλε αποφασιστικά στην πνευματική της συγκρότηση. Αν και ανατράφηκε με τη γαλλική, αγγλική και ρωσική ποίηση, οι συγγραφείς που καθόρισαν την ποιητική της φυσιογνωμία υπήρξαν εκείνος και ο Καβάφης. Όπως η ίδια σημειώνει, «και οι δύο τους, εκκινώντας από διαφορετική εντελώς αφετηρία, προσπάθησαν να παντρέψουν την ποίηση με τη φιλοσοφία και να γράψουν ποιήματα βαθύτατα στοχαστικά. Δύσκολος γάμος, γιατί ενώ η ποίηση προσπαθεί να πιάσει- το συναίσθημα της στιγμής, η σκέψη, ζητάει να ορίσει τους κανόνες κίνησης του είναι. Οι συγκεκριμένοι ποιητές όμως το πέτυχαν».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το μεταφραστικό της έργο είναι πλούσιο και πολυσχιδές και περιλαμβάνει ανάμεσα σε άλλα κλασικούς και σύγχρονους Ρώσους ποιητές, νομπελίστες, Σαίξπηρ, κ.α. Πενήντα χρόνια τώρα διακονεί τα Γράμματα. Διαθέτει μια από τις ισχυρότερες λυρικές φωνές της μεταπολεμικής μας ποίησης, και έχει γράψει ανυπέρβλητα ερωτικά ποιήματα.
Τα ποιήματα της περιόδου 1963-1996 κυκλοφορούν σε τρεις τόμους από τον Καστανιώτη. Στις ίδιες εκδόσεις ακολούθησαν άλλες οι: Η ύλη μόνο (2001), Μεταφράζοντας σε έρωτα της ζωής το τέλος (2003), Στον ουρανό του τίποτα με ελάχιστα (2005) και «Η ανορεξία της ύπαρξης» (2011) που βραβεύθηκε.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πολλά μπορεί να πει κανείς για το ανεξάντλητο και θαυμαστό έργο της, το καλύτερο όμως είναι να μεταλάβει ο αναγνώστης απευθείας από αυτό. Βάζω το ποίημα «Λέει η Πηνελόπη» από τη συλλογή της «Τα σκόρπια χαρτιά της Πηνελόπης» με την οποία τη γνώρισα και με σφράγισε δια παντός: <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>ΛΕΕΙ Η ΠΗΝΕΛΟΠΗ</b>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
And your absence teaches<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
me what art could not<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Daniel Weissbort<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>Δεν ύφαινα, δεν έπλεκα,<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ένα γραφτό άρχιζα, κι έσβηνα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κάτω απ’ το βάρος της λέξης<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
γιατί εμποδίζεται η τέλεια έκφραση<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
όταν πιέζετ’ από πόνο το μέσα.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κι ενώ η απουσία είναι το θέμα της ζωής μου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
–απουσία από τη ζωή –<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κλάματα βγαίνουν στο χαρτί<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κι η φυσική οδύνη του σώματος<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
που στερείται.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σβήνω, σχίζω, πνίγω<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
τις ζωντανές κραυγές<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«πού είσαι έλα σε περιμένω<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ετούτη η άνοιξη δεν είναι σαν τις άλλες»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
και ξαναρχίζω το πρωί<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
με νέα πουλιά και λευκά σεντόνια<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
να στεγνώνουν στον ήλιο.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δε θα ’σαι ποτέ εδώ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
με το λάστιχο να ποτίζεις τα λουλούδια<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
να στάζουν τα παλιά ταβάνια<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
φορτωμένα βροχή<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
και να ’χει διαλυθεί η δική μου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
μες στη δική σου προσωπικότητα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ήσυχα, φθινοπωρινά...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η εκλεκτή καρδιά σου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
– εκλεκτή γιατί τη διάλεξα –<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
θα ’ναι πάντα αλλού<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κι εγώ με λέξεις θα κόβω<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
τις κλωστές που με δένουν<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
με τον συγκεκριμένο άντρα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
που νοσταλγώ
όσο να γίνει σύμβολο Νοσταλγίας ο Οδυσσέας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
και ν’ αρμενίζει τις θάλασσες<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
στου καθενός το νου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σε λησμονώ με πάθος<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κάθε μέρα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
για να πλυθείς από τις αμαρτίες<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
της γλύκας και της μυρουδιάς<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κι ολοκάθαρος πια<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
να μπεις στην αθανασία.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Είναι σκληρή δουλειά κι άχαρη.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Μόνη μου πληρωμή αν καταλάβω<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
στο τέλος τι ανθρώπινη παρουσία<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
τι απουσία
ή πώς λειτουργεί το εγώ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
στην τόσην ερημιά, στον τόσο χρόνο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
πώς δεν σταματάει με τίποτα το αύριο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
το σώμα όλο ξαναφτιάχνει τον εαυτό του<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
σηκώνεται και πέφτει στο κρεβάτι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
σαν να το πελεκάνε<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
πότε άρρωστο και πότε ερωτευμένο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ελπίζοντας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
πως ό,τι χάνει σε αφή<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κερδίζει σε ουσία.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div></i>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αναλυτικά τα βραβεία, στο αποκλειστικό δημοσίευμα του <a href="http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=486313">Βήματος</a>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-86631160302835222752012-11-29T10:08:00.000+02:002012-11-29T10:09:22.741+02:00Για ένα πουκάμισο αδειανό, για έναν σεφέρη...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhVA_VhEyb-ZNh1x1G-E5GyW-Q4KJz2t_lj_Ecr5rLr1oMVYpDHGQvTYmKfFy7XB1HrevbNQb-m16VlvzHhrLmlq7L6u7rBUZ4fKXm3x4ZSgrMTMFjYmx-hNxRh2pLqH0kharcHew/s1600/Seferis-young.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="210" width="143" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhVA_VhEyb-ZNh1x1G-E5GyW-Q4KJz2t_lj_Ecr5rLr1oMVYpDHGQvTYmKfFy7XB1HrevbNQb-m16VlvzHhrLmlq7L6u7rBUZ4fKXm3x4ZSgrMTMFjYmx-hNxRh2pLqH0kharcHew/s400/Seferis-young.jpg" /></a></div>
Ο Γιώργος Σεφέρης υπήρξε για την Ελλάδα κάτι πολύ περισσότερο από το- ήδη σημαντικό- πρώτο Νόμπελ της στη λογοτεχνία. Υπήρξε, έστω και με κάποια υπερβολή μιλώντας, «Η» γενιά του ’30 της. Η ισχυρή φιγούρα που οδήγησε τη συγκεκριμένη γενιά στην ωρίμανσή της, στην απόκτηση και ανάπτυξη κύριων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων της, σε επιλογές οι οποίες στηρίζουν την αστική ιδεολογία της.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Γιάννης Ρίτσος και ο Νικηφόρος Βρεττάκος, αν και είχαν όλα τα γνωρίσματα της περίφημης αυτής γενιάς στο έργο τους, με πρώτο την ανανέωση των ποιητικών μέσων, εντάχθηκαν, στην πραγματικότητα, σε αυτήν μετά τον θάνατο του Σεφέρη. Και θα πρέπει κανείς να μελετήσει το «Ενας διάλογος για την ποίηση», το έργο που συγκροτήθηκε από θέσεις και αντιθέσεις του ίδιου και του Κωνσταντίνου Τσάτσου για να διαπιστώσει πόσο διαβασμένος, μεθοδικός και προπαντός αυστηρός ήταν ο ποιητής. Δεν συγχωρούσε, δε, την επιφανειακότητα (δείτε όσα λέει για τον Θεοτοκά, επί παραδείγματι, τον θέλει πιο μελετημένο, με σταθερά, δυνατά επιχειρήματα, να προασπίζεται αξίες, να χαράσσει πνευματική πολιτική).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τα γράφω όλα αυτά επειδή με όση προσοχή και καλή διάθεση και αν αντιμετώπισα τη χθεσινοβραδυνή εκπομπή του ΣΚΑΙ για τον Γιώργο Σεφέρη, δεν διαπίστωσα να υπάρχει μια νύξη, μια αναφορά στην τεράστια σημασία του Σεφέρη ως ποιητή και παραλλήλως ως ηγέτη της γενιάς του ’30. Κάποια νύξη, κάποια αναφορά στο τι έφερε στην ποίηση- μαζί και την επαφή της επαρχιώτικης Ελλάδας με τα σπουδαία ρεύματα εκείνων των καιρών- στο γιατί πήρε το Νόμπελ και στο γιατί υπήρξε αληθινά μεγάλος ποιητής.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στίχοι σκορπισμένοι εδώ κι εκεί, ακόμα και αν απαγγέλλονται από τον Γιώργο Κιμούλη, δεν αρκούν. Σε μια εκπομπή που απευθύνεται σε ευρύ κοινό, είναι απαραίτητη η παρουσία ενός διαμεσολαβητή που θα εξηγήσει σύντομα και εύληπτα γιατί ο «τιμώμενος» είναι παράδειγμα προς μίμηση. Γιατί αξίζει να τον διαβάζουμε. Γιατί του αξίζει μια θέση στο πάνθεον των πνευματικών μας ανθρώπων. Ο Νάσος Βαγενάς είναι ένας πανεπιστημιακός καθηγητής που μου έρχεται πρόχειρα στο μυαλό. Δεν είναι ο μόνος.
Ο Εντμουντ Κήλυ, ο Ρόντερικ Μπήτον και, ιδίως, ο Νάνος Βαλαωρίτης που επελέγησαν να μιλήσουν, παρουσίασαν πολύ σημαντικές μαρτυρίες και κρίσεις για τον Σεφέρη. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>Προφανώς όμως δεν τους υποδείχθηκε πως έπρεπε να σταθούν στο «γιατί». Γιατί παρουσιάζεται αυτός ο συγκεκριμένος ποιητής και πολίτης και όχι κάποιος άλλος. Οι γοητευτικές τους αφηγήσεις, όπως και της Αννας Λόντου, έδωσαν στον θεατή στιγμές από την ανθρώπινη υπόσταση ενός νομπελίστα, ενός ανθρώπου διχασμένου, ενίοτε φοβισμένου, πληγωμένου. Αλλά έπρεπε να τους ζητηθεί να βαδίσουν σε άλλους δρόμους. Είναι εμφανές ότι η ομάδα που έκανε την έρευνα θεώρησε αρκετή την παράθεση περιστατικών. Κάτι τέτοιο όμως, υπάρχει κίνδυνος να καταλήξει σε μια απλή ανεκδοτολογική παρουσίαση.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δυστυχώς, δεν είναι μονάχα αυτή η ένστασή μου. Υπάρχει ένα δεύτερο αυτονόητο, που παραλείφθηκε. Ο Σεφέρης υπήρξε πρόσφυγας. Ο Σεφέρης έχασε τη πατρίδα του. Και ποτέ δεν γιατρεύτηκε ο πόνος αυτής της απώλειας. <i>«Όπως, αν τύχει/ και μπεις μια νύχτα/ στην πολιτεία που σ’ ανάθρεψε/ κι έπειτα συθέμελη τη χάλασαν και την ξαναχτίσαν/ και παλεύεις να μετακινήσεις άλλους καιρούς/ για να ξαναβρεθείς» γράφει.</i> Και:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>«Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια- <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.» <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on"></i>
<br /></div>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b><blockquote>Η υστερικιά, ψεύτρα Ελλάδα<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
</blockquote></b><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhXO6ECmuntB4WsKoNL1U5Tr_QRunx6mTHYrJxnO-l6ER4a-119yxEPdAc9CFIYWuE5coptfvgWa_Q9nvo5K5KtK5nT6K9kNwA-xt61TmZofb0U73NcVJfkahLo21zF4txkGQOXHw/s1600/niobe.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="400" width="265" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhXO6ECmuntB4WsKoNL1U5Tr_QRunx6mTHYrJxnO-l6ER4a-119yxEPdAc9CFIYWuE5coptfvgWa_Q9nvo5K5KtK5nT6K9kNwA-xt61TmZofb0U73NcVJfkahLo21zF4txkGQOXHw/s400/niobe.jpg" /></a></div>
«Γράψε μού τα όλα και την κατάσταση στην Ελλάδα στην υστερικιά Ελλάδα την ψεύτρα που μπόρεσε χωρίς τον παραμικρό ηρωισμό, χωρίς την παραμικρή αυταπάρνηση, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία να θυσιάση εκατό εκατό χιλιάδες τα παιδιά της». Δεκαεπτά Σεπτεμβρίου 1922. Σε ποιον ανήκει αυτή η κραυγή; Ποιος είναι εκείνος που με πόνο ψυχής, και χωρίς καν να έχει ακούσει με τα αυτιά του τον βόγγο της θνήσκουσας Ιωνίας των Ελλήνων κατηγορεί τόσο δραματικά, τόσο αυστηρά τη μάνα- Ελλάδα που μόλις αποδείχθηκε μητριά;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Είναι ένας οργισμένος, βαθύτατα θλιμμένος , συγκλονισμένος νεαρός, που μόλις πληροφορήθηκε ότι έχασε την πατρίδα του. Απώλεια που έμελλε να είναι από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη της ζωής του. Ο Γιώργος Σεφέρης, φοιτητής στο Παρίσι, έχει μόλις παρηγορηθεί για την τύχη της μητέρας και της αδερφής του. Τις νόμιζε στη φλεγόμενη Σμύρνη αλλά εκείνες ήταν, ευτυχώς, στην Αθήνα. Θα παραμείνει, ωστόσο, απαρηγόρητος εφ’ όρου ζωής για την τραγική απώλεια, των ιερών και ματωμένων χωμάτων. Θα είναι πάντοτε ένας άπατρις- ακόμη και όταν θα συμβιβαστεί με τη μοίρα του και θα υιοθετήσει την Ελλάδα ως πατρίδα, εμφρόνως.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Παρόλη τη λύπη που τον κατέχει, ο Σεφέρης, γέννημα της Σμύρνης, δεν την είχε αγαπήσει. Η πόλη ήταν για εκείνον «το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογεύματα πίσω απ’ το τζάμι∙ η φυλακή. Ενας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα.» Οπου Σκάλα, η Σκάλα Βουρλών (σημερινή Urla iskelesi) με το σπίτι της αρχοντικής γιαγιάς από τους Τενεκίδηδες (σόι τη μητέρας του ποιητή) όπου ο ίδιος, η Ιωάννα και ο Αγγελος, τα μικρότερα αλλά πολύ κοντινά του σε ηλικία αδέρφια, περνούσαν τα καλοκαίρια μέχρι το 1914. Μόλις δηλαδή ο Σεφέρης, γεννημένος με την ανατολή του αιώνα, το 1900, έμπαινε στην εφηβεία του. Τότε αναγκάστηκαν να φύγουν για την Αθήνα∙ το πολιτικό κλίμα δεν τους σήκωνε, ο πατέρας του Στυλιανός Σεφεριάδης είχε πατριωτική δράση. Επιπλέον, ήταν βενιζελικός.
«Όταν κοιτάζω καμιά φορά τα χρόνια εκείνα, δεν υπάρχει, νομίζω, στη Σμύρνη ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια γωνιά που να μπορώ να θυμηθώ με στοργή. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση» συνεχίζει ο Σεφέρης. «μια περιοχή περιχαρακωμένη, κλειστή, όπου έμπαινα σαν μέσα σ’ ένα περιβόλι της Χαλιμάς, όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι. Οι δρόμοι, τα δέντρα, τ’ ακρογιάλια, ήταν οι δρόμοι τα δέντρα τ’ ακρογιάλια μιας δικής μου χώρας.» (Γιώργος Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπτεμβρίου 41).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η Σμύρνη «φυλακή», η Σκάλα ο παιδικός παράδεισος όπου κυλούσαν οι χυμοί μιας πλούσιας, λαϊκής γλώσσας. Κι ωστόσο, η Σμύρνη είναι το πυρωμένο καρφί στην καρδιά του. Όταν, περίπου 15 χρόνια μετά, ο Γιώργος Κατσίμπαλης του γράφει κάποια κακά διεθνή οικονομικά νέα, ο Σεφέρης απαντά πως το πιο κακό νέο που τον είχε βρει ήταν η πτώση της Σμύρνης και ότι μετά απ’ αυτό τίποτα πια δεν του έκανε εντύπωση και δεν είχε σημασία. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο υπέροχος Νάνος Βαλαωρίτης τόνισε τη μικρασιάτικη καταγωγή του Σεφέρη. Ο Μπήτον το ίδιο. Φαίνεται όμως πως οι υπεύθυνοι για το σενάριο δεν έλαβαν το μήνυμα. Στάθηκαν μόνο στον «διχασμό» του ποιητή ανάμεσα στη Σμύρνη και στα Βουρλά. Δεν αρκεί. Η τραγωδία που όριζε τη ζωή του και την ποίησή του σαν κόκκινη κλωστή, η καταστροφή της Σμύρνης και η σφαγή του μικρασιατικού ελληνισμού τον οποίο η Ελλάδα άφησε απροστάτευτο, τον ακολουθούσε παντού. Ηταν απείρως σημαντικότερη από πολλά άλλα γεγονότα στη ζωή του. Γιατί δεν έγινε καμιά αναφορά άξια λόγου; Γιατί δεν φωτίστηκε αυτό το γεγονός- τομή για τον ποιητή- όπως και για την Ελλάδα; Έτσι επιτάσσει άραγε η politically (in)correct ερμηνεία των ημερών; Ή οι υπεύθυνοι δεν εκτίμησαν ως σημαντική τη μεγαλύτερη και δραματικότερη απώλεια σε ολόκληρη τη ζωή του ποιητή;
Τα «ασιατικά μάτια του» όπως έλεγε ο ξένος ομότεχνός του, δεν σταματούσαν χθες να κοιτάζουν διερευνητικά, αναζητώντας την αιτία. Πώς είναι δυνατόν μια τεράστια αλήθεια της ζωής του να αποσιωπηθεί; Οποιος έχει απάντηση, ας την εφαρμόσει, τουλάχιστον, στις υπόλοιπες εκπομπές της σειράς. Όταν ένα κανάλι αναλαμβάνει μια τόσο σημαντική πρωτοβουλία, είναι κρίμα να καταλήγει ο παρουσιαζόμενος σαν μια άνευρη φιγούρα που απλώς ταξιδεύει στον Κόσμο…
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-10405124605368927482012-11-20T20:59:00.000+02:002012-11-20T20:59:05.065+02:00Χρόνης Μίσσιος: έγραψε τη ζωή<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjWTzq9cN7hHi4zh0XW8CUQshInpBaKN7y0wJQXIbCnzOkLeQdga0eCB0ZWD6TVK4z0cudvhzAxX3KQOfmsPRVjS0n8SsMRzpciL6fo5ml0KyUon5pLG-cNqQKfuc3xONKMnY8mRQ/s1600/missios1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="215" width="374" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjWTzq9cN7hHi4zh0XW8CUQshInpBaKN7y0wJQXIbCnzOkLeQdga0eCB0ZWD6TVK4z0cudvhzAxX3KQOfmsPRVjS0n8SsMRzpciL6fo5ml0KyUon5pLG-cNqQKfuc3xONKMnY8mRQ/s400/missios1.jpg" /></a></div>
Περπατούσαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν, αλλά αυτό ίσως και να μην ήταν το πιο δύσκολο. Ούτε κι ήττα, ακόμα. Οι διώξεις, οι συλλήψεις, η τρομοκρατία. Η πίκρα των μανάδων, που πήγαιναν κάθε μέρα καθαρά- πλυμένα με δάκρυα, σιδερωμένα με χάδια- ρούχα στα παιδιά τους μόνο και μόνο για να ξέρουν, απ’ τα ματωμένα που έπαιρναν πίσω, πότε τα είχαν βασανίσει. Το να μην μπορείς να μιλήσεις ελεύθερα, να σκεφτείς καν. Τα στρατοδικεία και οι συνήθεις τόποι των εκτελέσεων. Οι μνήμες.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αν όμως είχες επιζήσει, άρχιζαν τα δύσκολα. Ιδίως εκεί, στις φυλακές και στις εξορίες, δίπλα στους συντρόφους σου. Εκεί, που ο άνθρωπος εμφανίζεται γυμνός από συμβάσεις. Όπως ακριβώς είναι. Το αληθινό μπόι πρέπει να μετρηθεί και εκεί.
Τι γίνεται όμως όταν ένας άνθρωπος μετριέται, ζυγίζεται και βρίσκεται ελλιπής; Αυτό κανείς από όσους έζησαν χρόνια και χρόνια σε εξορίες και φυλακές δεν το είχε μαρτυρήσει. Η εικόνα έφτανε μέχρι τις δυσκολίες της διαβίωσης- όχι της συμβίωσης- και μετά σκοτείνιαζε. Σαν να μην ήταν ανθρώπινες υπάρξεις όσοι είχαν μοιραστεί τον ίδιο θάλαμο, την ίδια σκηνή, αλλά «σύννεφα με παντελόνια».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο «σοσιαλιστικός άνθρωπος» είχε, θαρρείς, δημιουργηθεί στην Ελλάδα χωρίς να έχει υπάρξει σοσιαλισμός. Οι αγωνιστές ήταν, περίπου, άγγελοι στον παράδεισο, χωρίς προβλήματα μεταξύ τους, καυγάδες, χωρίς φόβους, χωρίς αντιθέσεις, χωρίς σκεπτικισμούς για τούτο ή για κείνο, για τις αποφάσεις που αφορούσαν στο κίνημα και για την τακτική της καθοδήγησης σε κάθε χώρο εγκλεισμού. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Μάριος Χάκκας, αυτός ο τόσο σπουδαίος ψυχογράφος της μεταπολεμικής Ελλάδας με την αντιπαροχή και τις τσακισμένες φιγούρες όσων επέστρεφαν στις λαϊκές συνοικίες έχοντας απολυθεί επειδή πέρασαν τα χρόνια ή επειδή υπέκυψαν, είχε δώσει ήδη μιαν άλλη διάσταση από την ‘ηρωική’ που απαιτούσε ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός. Από άλλη σκοπιά, καθώς δεν είχε εξοριστεί. Ξαφνικά, μέσα στη δεκαετία του ’80 (1985 συγκεκριμένα) ο Χρόνης Μίσσιος έρχεται και τινάζει το οικοδόμημα στον αέρα.
Η πένα του, αντισυμβατική, ζωηρή, ζωντανή, λέει μιαν αλήθεια που μέχρι τότε κανείς δεν είχε πει. Σαν τον «Λαυρέντη» του Μανόλη Αναγνωστάκη, υπήρχαν κάποιοι που κάθε άλλο παρά αντιπροσώπευαν το πρότυπο που είχε ο κόσμος της Αριστεράς για τον αγωνιστή. Και άλλοι, που παρά το ότι το πλήρωναν με κάθε τρόπο, αντιδρούσαν στη συμπεριφορά τους. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο κόσμος των φυλακών και των εξοριών όπως κάθε μικρόκοσμος έχει και ωραίες στιγμές, αλλά έχει και φάλτσα. Και όσο πιο πολύ ξεδιπλωνόταν η αφήγηση στο «Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» τόσο περισσότερο φαινόταν ότι το περιβάλλον φαλτσάριζε. Ότι οι ηρωισμοί βρίσκονταν στον αγώνα που έδινε ο καθένας γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας την ήττα. Η οποία, για την καθοδήγηση, απλώς δεν υπήρχε.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το ζήτημα δεν είναι ποιος είχε δίκιο και ποιος άδικο, ούτε να μετρήσουμε με τη μεζούρα τις συμπεριφορές. Σημασία έχει πως ο Μίσσιος με τα βιβλία του τάραξε τα στεκούμενα νερά της «κομματικής» αφήγησης απεικονίζοντας ζωντανούς ανθρώπους. Που, ναι, πότε «βάσταγαν» και πότε όχι. Πότε είχαν γενναιόδωρη συμπεριφορά και πότε μικρότητες. Αλλά που ζούσαν με βάση τη συνείδησή τους και έκριναν ακόμα και τους «ιερούς και όσιους». Ισως μάλιστα κυρίως αυτούς. Δεν ήταν οι εχθροί, ήταν οι εκπρόσωποι μιας αντίληψης που ο Μίσσιος δεν συναίνεσε ποτέ στο να συγχωρεθεί. Αυτά ήταν τα καινούργια στοιχεία που έφερε, και γι’ αυτό αγαπήθηκαν τα βιβλία του, τα γεμάτα αμφισβήτηση και χυμούς.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η ειλικρίνειά του, συνοδευόταν με μια άδολη αγάπη και κατανόηση, ακόμη και για όσους «καταχέριζε». Αναγνώριζε την ανάγκη του ανθρώπου να δικαιολογεί τη ζωή του. Γι’ αυτό και δεν ήθελε να είναι άδικος. Προσπαθούσε τουλάχιστον. Οσο δεν προσπάθησαν εκείνοι που κάποτε διαφώνησαν μαζί του (όπως και η υποφαινόμενη. Η ευγένειά του, με συντάραξε).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πριν κλείσω, δύο φράσεις του, που τα λένε, νομίζω όλα:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Αλίμονο, αν χάσουμε και τη μνήμη μας, πώς θα μπορέσουμε να ξαναονειρευτούμε;»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Και: «ΔΕΝ ΚΑΤΑΦΕΡΑ ΝΑ ΑΛΛΑΞΩ ΤΟ ΣΥΣΤΗΜΑ, ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΘΑ ΕΠΙΤΡΕΨΩ ΟΥΤΕ ΣΕ ΑΥΤΟ ΝΑ ΜΕ ΑΛΛΑΞΕΙ»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
(Αυτό το είχε και προμετωπίδα στο <a href="http://chronismissios.wordpress.com/">μπλογκ</a> του)
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-69595882069325129592012-11-11T19:17:00.001+02:002012-11-11T19:17:32.347+02:00Γιάννης Ρίτσος: Είμαι κ’ εγώ απ’ την ίδια ράτσα∙ επιμένω∙ δεν το βάζω κάτω<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ηταν αληθινά; Ήταν ψεύτικα; Γεννήματα της φαντασίας του; Αλληγορίες για να πει την αλήθεια; Σύμβολα; Επιθυμίες; Από τι ήταν φτιαγμένα, τέλος πάντων, τα φτερά του Γιάννη Ρίτσου; <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Από λέξεις θα έλεγε κανείς. Όπως κι οι χάρτινες ασπίδες του, οι χαρταετοί του, τα ποιήματά του. Αλλά, και θα φανεί περίεργο αυτό που θα πω, όμως δεν είναι, τα φτερά δεν τον βοήθησαν να πετάξει. Εκείνος πετούσε χάρη στην Ποίηση. Τα φτερά υπήρξαν άλλοτε μικρά, εξωτικά στοιχεία της, <i>(«σύναξα ένα σωρό φτερά στρουθοκαμήλου απ’ τα καπέλα της υπόγειας Κόρης")</i> συμπαθητικά, άλλοτε ένδειξη ναρκισσισμού και ματαιότητας. Κι ο ίδιος, πατούσε πολύ σταθερά στη Γη για να ονειρεύεται ουράνιες πτήσεις. Τον ουρανό, τον είχε μέσα του (<i>«όλοι εδώ πέρα έχουμε τον ίδιο ουρανό και το ίδιο χαμόγελο∙/ αύριο μπορεί να μας σκοτώσουν. Αυτό το χαμόγελο κι αυτό τον ουρανό/ δεν μπορούν να μας τα πάρουν.»</i>)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="344" src="http://www.youtube.com/embed/r-WHPzb95Wc?fs=1" width="459"></iframe><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Θα πείτε, πάλι επαναστάτη παρουσιάζεις τον Ρίτσο. Όχι μονάχα εγώ. Πέρασα πρωινά και πρωινά επί τρία χρόνια μιλώντας σε σχολεία για τον ποιητή και διαπίστωσα πως ό,τι και αν τους έλεγα για τα υπέροχα εσωτερικά ποιήματά του- ανάμεσα στα οποία και η νεανική του «Εαρινή Συμφωνία» τα παιδιά τον ήθελαν επαναστατημένο. Αυτά τα ποιήματα θεωρούσαν τα πλέον αντιπροσωπευτικά του και γι’ αυτά μιλούσαν, αν και δεν έπαυαν να ξεχωρίζουν και να αγαπούν και τη «Σονάτα του σεληνόφωτος».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Οπωσδήποτε, ο Ρίτσος υπήρξε μέγας επαναστάτης. Και ως πολίτης, και ως ποιητής. Δεν θα σταθώ σε αναλύσεις του αυτονόητου, γιατί αλλού θέλω να φτάσω σήμερα, 22 χρόνια από τον θάνατό του (ήταν και τότε Κυριακή). Εδώ και πολύ καιρό σκέφτομαι τους παρακάτω στίχους από τη «Γκραγκάντα» μια ποιητική σύνθεση που έγραψε μέσα στη χούντα;
<i>«Εχουν ακόμη πόδια τα όνειρα- λέει- τ’ ακούς στο πάνω πάτωμα/ με τον μεγάλο καναπέ παρατημένο σαν καράβι στη μέση της νύχτας,/ αναποδογυρίζεις το σιδερένιο κουτί, πέφτουν τα κουμπιά, κυλάνε,/ όλα γίνονται κατά λάθος, αναγνωρίζονται κατά λάθος, μένουν μισοφτιαγμένα κατά λάθος/ ξένοι χτυπούν τα ρόπτρα σ’ όλες τις πόρτες, νύχτα, μεθυσμένοι,/ ξυπνούν οι ένοικοι∙ σκύβουν απ’ τα παράθυρα∙ κανείς δεν είναι∙ / κανείς δεν είταν ποτέ∙/ -τι φοβάσαι; τι έχεις; τι θα χάσεις;»</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η απάντηση που υποκρύπτει το ποιητικό ερώτημα, πάντοτε επίκαιρη και σωστή, είναι «τις αλυσίδες μας». Για να οδηγήσει εκεί, και επομένως στην απελευθέρωση, ο Γιάννης Ρίτσος ρωτά επιτακτικά: «τι έχεις;» Αν το καλοσκεφτούμε, τίποτα. Επομένως, το «τι θα χάσεις;» μπορεί να αναγνωσθεί και ως «δεν έχεις να χάσεις, άρα και να φοβάσαι, τίποτα».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κάθε άλλο παρά εύκολο είναι, ωστόσο, να φτάσει ο άνθρωπος στην αντιπαράθεση με ό,τι τον πονά, τον καταπιέζει, του κλέβει τα δικαιώματα, τη ζωή, την ελπίδα. Ο ποιητής θυμάται τους καιρούς που ο ίδιος, εκεί γύρω στα 25- 26, δούλευε στο θέατρο και βάδιζε στον δρόμο της συνειδητοποίησης. Είχε διδαχθεί μαρξισμό από τους συντρόφους στη Σωτηρία. Είχε γίνει και μέλος του ΚΚΕ. Μα όλα αυτά δεν έφταναν:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEigYWaAT3LgkD7yOKCLMHVyQ3xiVCJBbSDHhBB_bbDcy7YTcTtLG1a-g4mURxZyHh-vk73K7PW0TMWlGrKNIHZMVAFwgAS5wv6mUe7WrHUFH3tEbIwjpaU0z4BksKaB-eCMQDGbZg/s1600/ritsos4.jpg" imageanchor="1" style="clear:left; float:left;margin-right:1em; margin-bottom:1em"><img border="0" height="212" width="160" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEigYWaAT3LgkD7yOKCLMHVyQ3xiVCJBbSDHhBB_bbDcy7YTcTtLG1a-g4mURxZyHh-vk73K7PW0TMWlGrKNIHZMVAFwgAS5wv6mUe7WrHUFH3tEbIwjpaU0z4BksKaB-eCMQDGbZg/s320/ritsos4.jpg" /></a></div>
<i>«μάζεψα πούπουλα απ’ τις κόττες, απ’ τις χήνες, απ’ τους αητούς, απ’ τα σπουργίτια,/ έφτιαξα φτερά, τα δοκίμασα γυμνός μπροστά στον καθρέφτη του υπνοδωματίου,/ τα φόρεσα τις αποκριές, τα φόρεσα στο θέατρο,/ έπαιξα τν αγγελιαφόρο, τον άγγελο, τον αρχάγγελο,/ κατέβηκα, ανέβηκα πραγματικά, δεμένος με γερό σκοινί απ’ τη μέση-,/ ο θόρυβος απ’ τις τροχαλίες σχεδόν δεν ακουγόταν/ τις κινήσεις των φτερών καλά τις μιμήθηκα,/ ολόκληρη την πτήση τη μιμήθηκα πλάι σ’ ένα χάρτινο φεγγάρι/ με χειροκρότησαν αρκετά- δεν τ’ αρνιέμαι- παράπονο δεν έχω-»</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ωραία, πολύχρωμα ή πάλλευκα, λαμπερά φτερά, που σε ανεβάζουν ή μαζί τους ανεβαίνεις, όπως και σε κατεβάζουν. Σύντομα θα το αντιληφθείς:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>«Δεν κάνεις τίποτα με τις αιτήσεις, με τις παρακλήσεις, -είπε-/ μήτε με το κλεισμένο στόμα∙ τίποτα, τίποτα∙/ να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου/ είναι σα να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους/ είναι σαν να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη∙/ τ’ άλλα- σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες- κουραφέξαλα∙»</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κάθετος ο χαρακτηρισμός. «Κουραφέξαλα». Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς; Αφού ο ποιητής ήξερε, το είχε ενστερνιστεί:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>«Λοιπόν σ’ το λέω ο κόσμος είναι πιο πλούσιος απ’ τους εκμεταλλευτές του/ πιο πλούσιος απ’ τους απελπισμένους του και μαζί τους».</i><div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgv2tHQS4U7Xem9GjVFJyWM5WGIdSrYgg4FWKVqJH1tti4GfzTPmTS9GFRbDGqQ5BXiySd-qzEUrLw3Sil_N8stNDWYi5jceYeBUnfrMGQYo9zSJpmMcltPezD-Wz4McPUEFx9Kew/s1600/ritsos3.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="400" width="239" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgv2tHQS4U7Xem9GjVFJyWM5WGIdSrYgg4FWKVqJH1tti4GfzTPmTS9GFRbDGqQ5BXiySd-qzEUrLw3Sil_N8stNDWYi5jceYeBUnfrMGQYo9zSJpmMcltPezD-Wz4McPUEFx9Kew/s400/ritsos3.jpg" /></a></div>
Θυμάμαι τον Γιάννη Ρίτσο γιατί ήταν αυτός που ήταν. Γιατί σκεφτόταν και έγραφε και δρούσε έτσι. Τον θυμάμαι και για στίχους του, που μένουν μέσα μου σαν αναμμένα κεριά σε ολόφωτα ή ημισκότεινα δωμάτια. Ανάμεσα στους στίχους αυτούς, η όμορφη παρακαταθήκη, πάντοτε από τη «Γκραγκάντα»:
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<i>«Είμαι κ’ εγώ απ’ την ίδια ράτσα∙ επιμένω∙ δεν το βάζω κάτω∙/ είπα: ο κάμπος με τις μαργαρίτες ανοιξιάτικο πρωινό με τις καμπάνες στους λόφους/ είπα: η ανάποδη ρόδινη ομπρέλα ανοιχτή γεμάτη φως μέσα στα στάχυα/ είπα: φιλί, ψωμί, σταφύλι, στήθος, άγκυρα, γυναίκα, ελευθερία/ είπα στους νεκρούς: περιμένετε∙ τίποτα δεν τελειώνει∙»</i>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-82970734707469962072012-11-06T16:13:00.003+02:002012-11-06T16:13:30.351+02:00Τι είχαμε, τι χάσαμε και τι μας μένει ακόμα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο τίτλος και το άρθρο που ακολουθεί αποτελούν αυτούσια αντιγραφή από το περιοδικό <a href="http://eyploia.gr/">Εύπλοια</a> . Πρόκειται για ένα σπουδαίο άρθρο, ενός σπουδαίου ποιητή, του Νάνου Βαλαωρίτη, που περιλαμβάνεται στο νέο τεύχος, αριθμός 30, του εξαιρετικού αυτού ηλεκτρονικού περιοδικού. Απολαύστε τον υπέροχο λόγο του ποιητή και ξεφυλλίστε με τον browser το υπόλοιπο τεύχος, με τις πολύ ενδιφέρουσες δημοσιεύσεις:
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
"Χάσαμε τ' αυτοκίνητα, τα κινητά μας, τα ακίνητά μας, τα επιδόματα του Πάσχα και των Χριστουγέννων. Χάσαμε τον ύπνο μας τη δουλειά μας, το μαγαζάκι, το καφενείο, την επιχείρηση, ρούχων, παπουτσιών, την ιστορία μας, το 1821, τη Σμύρνη, τη Μικρά Ασία. Χάσαμε τα καπέλα μας, την αξιοπρέπειά μας, την μπέσα μας (Μπέσαμε μούτσος...), τις πνευματικές μας αξίες, τις αξίες στο Χρηματιστήριο, τις καρέκλες μας εποχής, στο Δημοπρατήριο, τις ντουλάπες, τους καθρέφτες.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Χάσαμε τη βυζαντινή μας ταυτότητα, ως γνήσιοι Έλληνες απόγονοι εκείνων των άλλων Ελλήνων που θαυματούργησαν χωρίς δάνεια, χωρίς θέσεις στο δημόσιο, αργομισθίες στα Δέκο, στη Λυρική σκηνή, στη Δημόσια Τηλεόραση. Χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια μας, τα βρακιά μας τα εισοδήματα απ' τους τεράστιους φόρους, τα ξενοδοχεία μας, τα πλοία τα εμπορικά, τα πλοία της γραμμής, τη φήμη μας στο εξωτερικό, τους φίλους μας, που μας άφησαν χωρίς να το αντιληφθούμε... μια νύχτα βροχερή, συννεφιασμένη.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τι μας έμεινε;
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Ήλιος ο Πρώτος, ο Δεύτερος, ο Τρίτος, ο Δήμιος μιας Πράσινης σκέψης, ο Ηλιάτορας, ο νοητός, ο αυτονόητος, μας έμειναν τα νησιά με τα καφετιά τους βράχια, που ήταν ωραία κάποτε, τα νησιά, εδώ που τα γυρεύαμε, που ψάχναμε να τα βρούμε, η θάλασσα με τα γαλάζια κύματα, με τα καράβια, τα φέρι μποτ, τα ιστιοφόρα. Μας έμεινε το φεγγάρι, αφερέγγυο και αυτό, μας έμειναν τα βουνά, τα φαράγγια, οι λίμνες, τα δάση αν δεν είχαν καεί ακόμα, οι ακρογιαλιές, οι αμμουδιές για μπάνιο, το χαρτί και το στυλό να γράφουμε τα ποίηματά μας και να τα πετάμε στο κάλαθο των αχρήστων, ποιος θα πληρώνει το χαρτί και το μελάνι, να τα δημοσιέψει.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Μας έμειναν τα ωραία κορίτσια με τα μακριά μαλλιά, και τα νέα παλικάρια, με τ' αξούριστα γένια, άνεργοι οι περισσότεροι, μας έμειναν οι επιγραφές στις πόρτες, Ανοιχτό, Κλειστό, Σύρατε, Σπρώξτε, οι παράξενες φήμες, οι φακές, τα μακαρόνια, τα καλαμαράκια, τα σουβλάκια, τα κρασιά, για να ξεχάσουμε αυτά που χάσαμε, τις φιλενάδες μας στις ξένες χώρες, τις σπουδές μας στο εξωτερικό, και τα ηχηρά παρόμοια. Μας έμεινε ο Όμηρος, αν έχουμε καιρό να τον διαβάσουμε, ο Καβάφης, ο Εμπειρίκος, ο Σεφέρης, ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Καρυωτάκης, ο Καββαδίας, σας έμεινα κι εγώ, αν κάνετε έναν κόπο να με διαβάσετε."
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-55879101276083179172012-10-26T21:54:00.001+03:002012-10-26T21:54:53.569+03:00Μη μου τον Ρίτσο τάραττε, πρωθυπουργέ μου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
"Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι"
έγραφε ο Γιάννης Ρίτσος, πρωθυπουργέ μου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Φέρναν τη ζωή, όχι τον θάνατο, όχι τη φτωχεια, την πείνα, την εξαθλίωση, την εκχώρηση της εθνικής κυριαρχίας. Πρωθυπουργέ μου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σαν ποτάμι, ορμητικά, με αγάπη, με χαρές, με πόθους, με πάθος με αγώνες. Πρωθυπουργέ μου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στα δυο στεγνά τους χέρια. Που ήταν στεγνά γιατί "τα έδωσαν όλα, δεν κράτησαν τιποτα για τον εαυτό τους" κατά δήλωση του ποιητή. Οπως κι εκείνος. Οπως κι οι σύντροφοι. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κοίτα ένα γύρο και πέσμου, πόσους με στεγνά χέρια βλέπεις γύρω σου; Νομίζω κανέναν. Πρωθυπουργέ μου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ασε τον Ρίτσο σε μας, που τον ξέρουμε, τον αγαπάμε και τον τιμάμε. Αν σε ρωτήσω ένα στίχο του, δεν θα ξέρεις να πεις, πρωθυπουργέ μου. Δεν ξέρεις το «άξιζε να υπάρξουμε για να συναντηθούμε».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δεν ξέρεις το «Βασίλεψες αστέρι μου βασίλεψε όλη η πλάση.»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το «ετούτα τ’ άρβυλα τα ματωμένα περπάτησαν το θάνατο δίχως να σκοντάψουν»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το «Καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα/ μονάχος στη δόξα και στο θάνατο».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το «αν είναι ο θάνατος πάντοτε- δεύτερος είναι. Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το «Κανείς, λοιπόν, δεν είναι που να μην είναι μόνος;»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το «Ζωή- ένα τραύμα στην ανυπαρξία».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το «Να λες: ουρανός∙ κι ας μην είναι».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Και το (μέρες που είναι) «εκεί γονάτισα κι εγώ και προσευχήθηκα κι έβαλα τάμα τη ζωή μου/ να τους κρατήσω ολόρθους μες στην ιστορία και στο τραγούδι πάνω στ’ άλογά τους / στεφανωμένους με το μέγα φωτοστέφανο της πλέον ανέλπιδης αντρείας/ ωραίους ερωτικούς και σκυθρωπούς με δυο φτερούγες πορφυρές στις ωμοπλάτες/ κι έναν κατάμαυρο σταυρό ανάμεσα στα φρύδια»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δεν ερωτεύθηκες, δεν συγκινήθηκες, δεν αγωνίστηκες, δεν ευφράνθηκες, δεν διασκέδασες με τους στίχους του. Δεν δίστασες, λοιπόν, να τους χρησιμοποιήσεις για ένα επετειακό λογύδριο. Ούτε και τα «18 λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας» σε εμπνέουν. Ο ποιητής όταν έλεγε «Τη Ρωμιοσύνη μη την κλαις» εννοούσε πως πετιέται «από ‘ξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει/ και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου» κάθε φορά που κάτι κυβερνήτες (καλή ώρα) νομίζουν ότι την κρατούν «με το σουγιά στο κόκκαλο με το λουρί στο σβέρκο». <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σε προειδοποίησα. Μην πεις ότι δεν ήξερες. «Σε τούτα εδώ τα μάρμαρα/ κακιά σκουριά δεν πιάνει/ μηδέ αλυσίδα στου ρωμιού και στ’ αγεριού το πόδι». Λίγο πριν το έγραφε. Αν το είχες διαβάσει και το είχες καταλάβει, θα άφηνες ήσυχο τον ποιητή. Δεν είναι δικός σου. Η εξουσία τον φοβόταν πάντοτε, και τον δίωκε. Και ήταν αυτό, όσο και αν του στοίχισε, απείρως πιο ειλικρινές…
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com6tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-84159154746077474802012-09-23T22:22:00.000+03:002012-09-23T22:22:45.825+03:00Διδώ Σωτηρίου: στο σφυρί η Ελλάδα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η Διδώ Σωτηρίου είχε εξαιρετική πένα ως συγγραφέας, ως μελετήτρια πολιτικών φαινομένων και ως δημοσιογράφος. Ποιήματα, δεν έγραψε. Στην πραγματικότητα όμως, υπάρχουν κάποιοι στίχοι της, επινοημένοι για την ανάγκη του μυθιστορήματος «Κατεδαφιζόμεθα».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhMlQzooAMHZq4EK_Mr9XhrnGEIT4FWPOrgLNKi-iCpyevNkNnUt8mpb6Mo9FqVsWDSTmRpamHv3o_QLUV5LYAyeK1txxDtm3iC0TAQNDDA4yH8EoeD_ErSAtfxwQWx550n3HrjzA/s1600/didw.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="104" width="160" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhMlQzooAMHZq4EK_Mr9XhrnGEIT4FWPOrgLNKi-iCpyevNkNnUt8mpb6Mo9FqVsWDSTmRpamHv3o_QLUV5LYAyeK1txxDtm3iC0TAQNDDA4yH8EoeD_ErSAtfxwQWx550n3HrjzA/s400/didw.jpg" /></a></div>
Είναι οι στίχοι που υποτίθεται πως γράφει ο νεαρός, ανήσυχος ήρωάς της, ο Αρης. Από αυτούς, διάλεξα λιγοστούς, που όποιος τους διαβάσει νομίζει ότι είναι γραμμένοι σήμερα, για το «σήμερα». Αλλά έχουν γραφτεί το 1982 και απηχούν την κατάσταση στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’50. Αλλωστε, και η Διδώ δεν βρίσκεται εδώ και οκτώ χρόνια (ακριβώς, σαν σήμερα) ανάμεσά μας. Το ποίημα, χωρίς άλλα λόγια:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Φτηνά πουλούμε τη ζωή μας<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Όπου φύγει φύγει τα νιάτα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αυτοκτονούν τα όνειρα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εκπαραθυρώνονται οι ελπίδες <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στο σφυρί η Ελλάδα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Και το φως της το έκπαγλο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Προδομένη πατρίδα μου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σκοτεινών αρχόντων Ιφιγένεια…»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σκέφτομαι πως ή η ζωή μας κάνει κύκλους, ή οι πνευματικοί άνθρωποι- κάποιοι από αυτούς τουλάχιστον- συλλαμβάνουν τις καταστάσεις πολύ βαθιά, τόσο που να είναι διαρκώς επίκαιροι και συχνά προφητικοί. Ή και τα δυό….<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-30517538252129314132012-09-22T14:40:00.000+03:002012-09-22T21:29:35.629+03:00Γιώργος Σεφέρης: "Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει"<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ανήκω σε όσους υποστηρίζουν πως η χούντα «δεν τελείωσε το ‘73» αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους από εκείνους που φωνάζουν το σύνθημα. Η χούντα τελείωσε, φυσικά το ’74. Το ’73 είχαμε μια σειρά από γεγονότα, με κορυφαία τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, αλλά η χούντα δεν έπεσε. Αλλαξε ο Μανωλιός και έβαλε τα ρούχα του αλλιώς. Εκδιώχθηκε ο Παπαδόπουλος, ανέβηκε ο στυγερότερος Ιωαννίδης. Επρεπε να έρθει το καλοκαίρι του 1974, με την τραγική προδοσία της Κύπρου, η οποία παραμένει έκτοτε διαμελισμένη, για να σαρωθεί η χούντα υπό το βάρος των αντεθνικών της πράξεων.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Επιμένω πως τελείωσε το 1974. Εκτοτε, όσα ελλείμματα δημοκρατίας και να εμφανίστηκαν, σε όσο δύσκολους και σκοτεινούς καιρούς και αν ζήσαμε- και δυστυχώς, ζούμε- χούντα, ευτυχώς, δεν εμφανίστηκε ξανά. Μη μπερδευόμαστε με τις ρητορείες ότι και σήμερα τέτοια ή ανάλογη περίοδο διανύουμε. Διότι, ναι, αντιλαϊκά και αντιδημοκρατικά μέτρα και διακυβερνήσεις υπάρχουν. Και ολοένα πολλαπλασιάζονται. Αλλά, δικτατορία σημαίνει μια χώρα του παραλόγου, στην οποία έχει ακυρωθεί ΟΛΟ το Σύνταγμα και στην οποία βασιλεύουν ο τρόμος, η βία, ο φασισμός, οι καθολικές διώξεις. Στην οποία δεν λειτουργούν θεσμοί και ο στρατός κάνει ό,τι νομίζει. Ο στρατός όμως, έχει άλλη αποστολή, παγκοσμίως: να προστατεύει τα σύνορα κάθε χώρας. Και μόνο αυτά. Αντε, και να βοηθά σε καμιά μεγάλη φυσική καταστροφή: φωτιά, πλημμύρα, τέτοια.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhlSWRqTAy_jPhUR1x9TgFwn73KqVNc-Rr6-UhT_P7Qjj7Jsi_4B-uS5xcJrrOBiWbJVYqquVtuc0z0yfm5VothdslOX0NmsKykMESMF6ktiQLdogX-sTC1qUdvxxtJ9pB6vdQ6Xw/s1600/seferis-bbc300.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="218" width="300" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhlSWRqTAy_jPhUR1x9TgFwn73KqVNc-Rr6-UhT_P7Qjj7Jsi_4B-uS5xcJrrOBiWbJVYqquVtuc0z0yfm5VothdslOX0NmsKykMESMF6ktiQLdogX-sTC1qUdvxxtJ9pB6vdQ6Xw/s400/seferis-bbc300.jpg" /></a></div>
Δεν κάνω μάθημα διάκρισης δικτατορίας- δημοκρατίας. Στον Γιώργο Σεφέρη και πάλι θέλω να αναφερθώ, με αφορμή την επέτειο του θανάτου του (προχθές, 20 Σεπτεμβρίου). Σαν σήμερα έγινε η κηδεία του. Πριν φτάσω εκεί, θα ήθελα να πάμε λίγο πιο πίσω. Στην 21η Απριλίου 1967, ημέρα του πραξικοπήματος, και στα όσα ακολούθησαν.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Γιώργος Σεφέρης, όπως όλοι γνωρίζουμε, ήταν αστός, και ως προς την καταγωγή και ως προς την ιδεολογία του. Καμία σχέση δεν είχε με την Αριστερά, με τον κομμουνισμό- το λέει μάλιστα και ο ίδιος στο «Χειρόγραφο Οκτ[ωβρίου] ‘68». Αστός όμως, σήμαινε πως εμφορούνταν από αισθήματα δημοκρατικά. Όπως εννοεί η αστική τάξη τη Δημοκρατία, τέλος πάντων. Δεν είναι αυτό το ζητούμενο τώρα. Τη δικτατορία δεν τη δεχόταν η δημοκρατική του συνείδηση. Ξεκίνησε με μια ειρωνική- καυστική θα μπορούσαμε να την πούμε- καταγραφή στο ημερολόγιό του την πρώτη κιόλας μέρα: «Προκόβουμε καταπληκτικά!» (έτσι, με θαυμαστικό).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πολλές φορές γράφεται πως άργησε να εκδηλώσει δημόσια τη διαφωνία του, πως ακόμα και η περίφημη «Δήλωσή» του άργησε, πως δεν αντέδρασε όπως ίσως περίμενε ο κόσμος από έναν πνευματικό άνθρωπο. Δεν μπήκα στο μυαλό του και δεν γνωρίζω τι σκεπτόταν. Ωστόσο, βρίσκω ενδιαφέρον να παρακολουθήσουμε τις δημόσιες αντιδράσεις του, πριν βγάλουμε τα συμπεράσματά μας.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Με την επιβολή της δικτατορίας, επιβάλλεται και άγρια λογοκρισία. Απαγορεύονται βιβλία, τραγούδια (όλη η μουσική του Μίκη Θεοδωράκη ανάμεσά τους) ταινίες, τα πάντα. Ολα τα κείμενα που βλέπουν το φως της δημοσιότητας περνούν από τον λογοκριτή, και επίσης οι στίχοι των τραγουδιών, τα θεατρικά έργα, φυσικά οι εφημερίδες, τα περιοδικά. Οι πνευματικοί άνθρωποι, δεν έχουν σκοπό να νομιμοποιήσουν το καθεστώς. Επομένως, σταματούν να δημοσιεύουν έργα τους. Το ίδιο κάνει, ασμένως, και ο Σεφέρης. Γράφει, αλλά δεν εκδίδει, καθώς θεωρεί ότι ένα γραπτό έργο, για να ευδοκιμήσει, χρειάζεται «ελευθερία της έκφρασης». Αποσύρει, μάλιστα, από το τυπογραφείο δύο βιβλία του και αφήνει να συνεχιστεί η έκδοση μονάχα των γραπτών του πεθαμένου από χρόνια αδερφού του Αγγελου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στο τέλος της χρονιάς αυτής, δέχεται πρόταση από το Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ για να διδάξει εκεί επί ένα έτος, στη Σχολή Τεχνών και Επιστημών. Απαντά αρνητικά, σημειώνοντας ανάμεσα σε άλλα σε επιστολή προς τον κοσμήτορα: «Το φημισμένο Πανεπιστήμιό σας, που τη ζωή του με καλείτε να μοιραστώ για ένα χρόνο, απολαμβάνει βέβαια με θαυμάσιο τρόπο τα πλεονεκτήματα της ελευθερίας του λόγου. Όμως, αλίμονο, πιστεύω πως αν δεν υπάρχει ελευθερία της έκφρασης στον ίδιο σου τον τόπο, δεν υπάρχει πουθενά στον κόσμο. Η κατάσταση του αυτοεξόριστου δε με ελκύει∙ θέλω να μείνω με το λαό μου και να μοιραστώ τα γυρίσματα της τύχης του» (Χειρόγραφο Οκτ. ’68) Επιπλέον, η προσφυγιά της Μέσης Ανατολής την οποία είχε ζήσει στον πόλεμο, τον αποθαρρύνει να επαναλάβει ανάλογη δοκιμασία.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το 1968 πηγαίνει, τελικά, στο Πρίνστον για κάποιες διαλέξεις και απαγγελίες επί τρίμηνο. Οι ερωτήσεις των φοιτητών,όπως και άλλων, είναι πολλές: τι έχει να πει για την κατάσταση στην Ελλάδα; Δημοσιεύματα στον ομογενειακό τύπο τον κατηγορούν πως δεν έχει πάρει ξεκάθαρη θέση απέναντι στη δικτατορία. Ως φαίνεται, πιθανότατα θέλει να μιλήσει. Με τον δικό του τρόπο πάντοτε. Αλλά, υπήρξε διπλωμάτης. Γνωρίζει πολύ καλά τις συνέπειες και φοβάται πως θα του αφαιρεθεί η ιθαγένεια και θα πεθάνει στο εξωτερικό, ενώ εκείνος, πεισμωμένα αντιδρά: «Είναι ο τόπος μου και τον αγαπώ και δεν αναγνωρίζω σε κανέναν το δικαίωμα να μ’ εμποδίσει να ζω στον τόπο μου και ν’ ακούω τη γλώσσα μου είτε στρατηγός είναι, είτε συνταγματάρχης. Οσο για τις κατηγορίες είναι εύκολο να γίνονται απ’ αυτούς που στρογγυλοκάθουνται στο εξωτερικό, ή ψιθυρίζουν φθονερά στον τόπο».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Βεβαίως, αγανακτεί και εξεγείρεται. Το 1968, γράφει το δίστιχο ποίημα:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«ΑΠΟ ΒΛΑΚΕΙΑ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ελλάς . πυρ! Ελλήνων . πυρ! Χριστιανών . πυρ!<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αθήνα Καλοκαίρι- Princeton N. J.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Χριστούγεννα 1968<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Επιστρέφει με το τέλος της χρονιάς και προετοιμάζεται για το μεγάλο βήμα. Στις 28 Μαρτίου του ’69 συντάσσει και την επομένη δίνει στη δημοσιότητα τη «Δήλωση», μέσω του ΒΒC:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="344" src="http://www.youtube.com/embed/lUu2yS2B064?fs=1" width="459"></iframe>
«Πάει καιρὸς ποὺ πῆρα τὴν ἀπόφαση νὰ κρατηθῶ ἔξω ἀπὸ τὰ πολιτικὰ τοῦ τόπου. Προσπάθησα ἄλλοτε νὰ τὸ ἐξηγήσω. Αὐτὸ δὲ σημαίνει διόλου πὼς μοῦ εἶναι ἀδιάφορη ἡ πολιτικὴ ζωή μας. Ἔτσι, ἀπὸ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὡς τώρα τελευταῖα, ἔπαψα κατὰ κανόνα νὰ ἀγγίζω τέτοια θέματα· ἐξάλλου τὰ ὅσα δημοσίεψα ὡς τὶς ἀρχὲς τοῦ 1967 καὶ ἡ κατοπινὴ στάση μου - δὲν ἔχω δημοσιέψει τίποτα στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τότε ποὺ φιμώθηκε ἡ ἐλευθερία - ἔδειχναν, μοῦ φαίνεται, ἀρκετὰ καθαρὰ τὴ σκέψη μου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Μολαταῦτα, μῆνες τώρα, αἰσθάνομαι μέσα μου καὶ γύρω μου, ὁλοένα πιὸ ἐπιτακτικά, τὸ χρέος νὰ πῶ ἕνα λόγο γιὰ τὴ σημερινὴ κατάστασή μας. Μὲ ὅλη τὴ δυνατὴ συντομία, νὰ τί θὰ ἔλεγα:
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κλείνουν δυὸ χρόνια ποὺ μᾶς ἔχει ἐπιβληθεῖ ἕνα καθεστὼς ὁλωσδιόλου ἀντίθετο μὲ τὰ ἰδεώδη γιὰ τὰ ὁποῖα πολέμησε ὁ κόσμος μας καὶ τόσο περίλαμπρα ὁ λαός μας στὸν τελευταῖο παγκόσμιο πόλεμο. Εἶναι μία κατάσταση ὑποχρεωτικῆς νάρκης, ὅπου ὅσες πνευματικὲς ἀξίες κατορθώσαμε νὰ κρατήσουμε ζωντανές, μὲ πόνους καὶ μὲ κόπους, πᾶνε κι αὐτὲς νὰ καταποντιστοῦν μέσα στὰ ἑλώδη στεκούμενα νερά. Δὲ θὰ μοῦ ἦταν δύσκολο νὰ καταλάβω πῶς τέτοιες ζημιὲς δὲ λογαριάζουν πάρα πολὺ γιὰ ὁρισμένους ἀνθρώπους.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δυστυχῶς δὲν πρόκειται μόνον γι᾿ αὐτὸ τὸν κίνδυνο. Ὅλοι πιὰ τὸ διδάχτηκαν καὶ τὸ ξέρουν πὼς στὶς δικτατορικὲς καταστάσεις ἡ ἀρχὴ μπορεῖ νὰ μοιάζει εὔκολη, ὅμως ἡ τραγωδία περιμένει ἀναπότρεπτη στὸ τέλος. Τὸ δράμα αὐτοῦ τοῦ τέλους μᾶς βασανίζει, συνειδητὰ ἢ ἀσυνείδητα, ὅπως στοὺς παμπάλαιους χοροὺς τοῦ Αἰσχύλου. Ὅσο μένει ἡ ἀνωμαλία, τόσο προχωρεῖ τὸ κακό.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος χωρὶς κανένα ἀπολύτως πολιτικὸ δεσμὸ καί, μπορῶ νὰ τὸ πῶ, μιλῶ χωρὶς φόβο καὶ χωρὶς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τὸν γκρεμὸ ὅπου μᾶς ὁδηγεῖ ἡ καταπίεση ποὺ κάλυψε τὸν τόπο. Αὐτὴ ἡ ἀνωμαλία πρέπει νὰ σταματήσει. Εἶναι ἐθνικὴ ἐπιταγή.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τώρα ξαναγυρίζω στὴ σιωπή μου. Παρακαλῶ τὸ Θεὸ νὰ μὴ μὲ φέρει ἄλλη φορὰ σὲ παρόμοια ἀνάγκη νὰ ξαναμιλήσω».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η σπουδαία Νόρα Αναγνωστάκη, σε ένα κείμενό της για τον Σεφέρη, στο τμήμα με υπότιτλο «Η ψώρα της χούντας» αναφέρει:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Όταν έκανε τη δήλωση εναντίον της βρισκόμουν στην Αθήνα. Έκοψα μιαν αγκαλιά πασχαλιές από τον κήπο και πήγα να τους δω. ‘Αισθάνθηκα την ανάγκη να σας δω από κοντά’ του λέω, ‘ξέρετε γιατί’. Ήξερε.»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Υποπτευόταν και τα όσα θα επακολουθούσαν. Νομπελίστας ή όχι, πλήρωσε την τόλμη του. Η χούντα του αφαίρεσε τόσο το διπλωματικό διαβατήριο όσο και τον τίτλο του πρέσβη επί τιμή τον οποίο είχε λάβει υπηρετώντας ευσυνείδητα την πατρίδα για δεκαετίες. Εκείνος απτόητος συνέχισε. Ο λόγος και πάλι στη Νόρα Αναγνωστάκη:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Μετά την έκδοση των 18 κειμένων [σ.σ. συλλογική έκδοση με αντιδικτατορικό χαρακτήρα στην οποία ο Σ. μετείχε με το συμβολικό ποίημα ‘Οι γάτες τ’ Αϊ Νικολα’] στο σπίτι του Ρόδη Ρούφου. Παρόντες σχεδόν όλοι οι συνεργοί. Πλησιάζω τον Σεφέρη και τον φιλώ. Μου φιλάει το χέρι που του χαϊδεύει το μάγουλο. Του λέω: ‘Ο κόσμος αγκάλιασε την έκδοση αλλά το σινάφι μας χτύπησε αλύπητα’. Μου λέει με χιούμορ χαμογελαστός: ‘Let the enemies entertain us!’».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Και ένα στιγμιότυπο που τα λέει όλα, από την κηδεία, πάντοτε δια της πένας της Ν.Α.:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Δεν πρόλαβε να χαρεί την πτώση της χούντας. Ο θάνατός του μας κόστισε πολύ. Τον έκλαψα σαν δικό μου άνθρωπο. Βάλαμε στη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου τη φωτογραφία του και όλα του τα βιβλία που τα έφερα από το σπίτι. Έμπαινε κόσμος και γύρευε να τα αγοράσει. Ο Μανόλης πήγε στην κηδεία του και ήταν αυτός που, όταν τέλειωσε η νεκρώσιμη ακολουθία, φώναζε: ‘Αθάνατος’ και όλοι με ένα στόμα επανέλαβαν: ‘Αθάνατος’. Η Μαρώ έκοψε σύρριζα τη χρυσή κοτσίδα της και την έβαλε στο φέρετρό του. Το φέρετρο το κρατούσαν άνθρωποι που τον αγαπούσαν και τον τιμούσαν. Έγινε μεγάλο λαϊκό προσκύνημα. Δικαιοσύνη.»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ενα εξαιρετικό ηλεκτρονικό αφιέρωμα για τον Σεφέρη <a href="http://www.os3.gr/arhive_afieromata/gr_afieromata_giorgos_seferis.html">εδώ</a>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-23368569688865696262012-09-20T10:39:00.000+03:002012-09-20T10:42:49.476+03:00Γιώργος Σεφέρης: "Κύριε βόηθα να θυμόμαστε"<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Φεβρουάριος 1943. Μέσα στο μαύρο σκοτάδι και τη βαριά σκλαβιά της γερμανικής κατοχής. Κι όμως. Η κηδεία του Κωστή Παλαμά, μετατρέπεται σε μια μεγάλη αντιφασιστική εκδήλωση. Μπροστά στους κατάπληκτους κατακτητές, χιλιάδες κόσμου συνοδεύει τον ποιητή στο Α’ νεκροταφείο, τραγουδώντας τον εθνικό μας ύμνο.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
20 Σεπτεμβρίου 1971. Ο Γιώργος Σεφέρης «αναχωρεί». Λίγα χρόνια πριν, το 1963, όλη η Ελλάδα σπαρτάρησε από συγκίνηση, όταν έμαθε ότι πήρε το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Κι ας μην ήξεραν, οι περισσότεροι, τι είναι το Νόμπελ. Η κηδεία του, στις 22 του μηνός, εν μέσω της δικτατορίας και κατόπιν της Δήλωσής του το 1969, προσέλαβε τον χαρακτήρα εκδήλωσης εναντίον του καθεστώτος των συνταγματαρχών.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi2ic0fbN-L6L1hgvW_1mq7p-uDyT7gAPLZxanhogx41RCGefy972Jetn8_Il6k-ZFi_5z8DeUMe-NHyKPVDQQFCnRW3dGWMta4mqBmtlSIhIB4peSduq74FOA1VE6rNTEk9K9Jqw/s1600/seferis3.png" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="245" width="287" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi2ic0fbN-L6L1hgvW_1mq7p-uDyT7gAPLZxanhogx41RCGefy972Jetn8_Il6k-ZFi_5z8DeUMe-NHyKPVDQQFCnRW3dGWMta4mqBmtlSIhIB4peSduq74FOA1VE6rNTEk9K9Jqw/s400/seferis3.png" /></a></div>
«Προκόβουμε καταπληκτικά», είχε γράψει ειρωνικά ο ίδιος στην ατζέντα του την ημέρα του πραξικοπήματος. Η ιστορική δήλωσή του κατά της χούντας έγινε στις 28 Μαρτίου του 1969. «Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι εθνική επιταγή. Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Και νεκρός ακόμα ο Σεφέρης θα «μιλήσει» κατά της δικτατορίας. Εκφραστής του συλλογικού ασυνείδητου, γίνεται τώρα αυτός μέσω του οποίου θα εκφραστεί η λαϊκή οργή κατά του καταπιεστικού καθεστώτος. Η εκκλησία της οδού Κυδαθηναίων θα γεμίσει με κόσμο, νέους και φοιτητές στην πλειονότητά τους. Ταυτοχρόνως, οι μαυροφορεμένες γυναίκες της οικογένειας, θα βγάζουν από την εκκλησία νεαρούς που είχαν μπει να προσκυνήσουν στο φέρετρο, στηριζόμενες, δήθεν, στα μπράτσα τους, όταν αντιλαμβάνονται ότι η αστυνομία κάνει έξω έλεγχο ταυτοτήτων. Θα μπαίνουν για να ξαναβγάλουν και άλλους.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στη νεκρώσιμη πομπή προς το πρώτο νεκροταφείο μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το (απαγορευμένο) τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη- σε στίχους Σεφέρη από το ποίημα του Αρνηση («Στο περιγιάλι το κρυφό») και μαζί το γνωστό κρητικό δημοτικό τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά», ένα τραγούδι που είχε φορτιστεί με αντιχουντικό νόημα. Το ίδιο έλεγαν και οι έγκλειστοι του Πολυτεχνείου, δύο χρόνια μετά, προεξάρχοντος του Νίκου Ξυλούρη.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg8qSfyewQpN9M6VF4R-u3CDuyhyphenhyphenq0EqwGjse0dYXQsb-SrqjHZ-2jELNl_uI8R73Tm7xkr6t2iiZ14-ah29WfSoVnQOapTL9WmXgJtas9bNJgVkIL7ltd7euxV2BsRzQb2iNGrpw/s1600/khdeiasef.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="295" width="310" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEg8qSfyewQpN9M6VF4R-u3CDuyhyphenhyphenq0EqwGjse0dYXQsb-SrqjHZ-2jELNl_uI8R73Tm7xkr6t2iiZ14-ah29WfSoVnQOapTL9WmXgJtas9bNJgVkIL7ltd7euxV2BsRzQb2iNGrpw/s400/khdeiasef.jpg" /></a></div>
Η νεκρική πομπή θα γίνει ένα με το πλήθος που έχει συγκεντρωθεί στο νεκροταφείο. Το ανθρώπινο ποτάμι θα εξελιχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αντιδικτατορικές πορείες. Στην ουσία, είναι μια μαζική αντίδραση κατά του καθεστώτος, από τις ελαχιστότατες που υπήρξαν.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><a href="http://assets.tovima.gr/files/xthesini.pdf">Το δημοσίευμα του "Βήματος" από την κηδεία, εδώ</a> <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Σεφέρης, αστός, συντηρητικός, υπήρξε ωστόσο πολέμιος του ολοκληρωτισμού. Κάτι περισσότερο: προφήτης του Κακού που έρχεται και που δεν εξολοθρεύεται, παρά μονάχα αν έχεις διδαχτεί από το παρελθόν σου, αν έχεις μνήμη.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Φίλοι τοῦ ἄλλου πολέμου,<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
σ᾿ αὐτὴ τὴν ἔρημη συννεφιασμένη ἀκρογιαλιὰ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
σᾶς συλλογίζομαι καθὼς γυρίζει ἡ μέρα -<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ἐκεῖνοι ποὺ ἔπεσαν πολεμώντας κι ἐκεῖνοι ποὺ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ἔπεσαν χρόνια μετὰ τὴ μάχη-<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ἐκεῖνοι ποὺ εἶδαν τὴν αὐγὴ μὲς ἀπ᾿ τὴν πάχνη<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
τοῦ Θανάτου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ἤ, μὲς στὴν ἄγρια μοναξιὰ κάτω ἀπὸ τ᾿ ἄστρα,<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
νιώσανε πάνω τους μαβιὰ μεγάλα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
τὰ μάτια τῆς ὁλόκληρης καταστροφῆς-<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κι ἀκόμη ἐκεῖνοι ποὺ προσεύχουνταν<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
ὅταν τὸ φλογισμένο ἀτσάλι πριόνιζε τὰ καράβια:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Κύριε, βόηθα νὰ θυμόμαστε<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
πῶς ἔγινε τοῦτο τὸ φονικὸ-<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
τὴν ἁρπαγὴ τὸ δόλο τὴν ἰδιοτέλεια,<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
τὸ στέγνωμα τῆς ἀγάπης-<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κύριε, βόηθα νὰ τὰ ξεριζώσουμε... ».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Οσο δεν τα ξεριζώνουμε, το Κακό σηκώνει κεφάλι- και δεν χρειάζεται πολύ καιρό για να θεριέψει. Τότε γίνεται ακόμα πιο δύσκολο να το νικήσεις. Ο ποιητής προειδοποιεί σε ένα από τα πλέον εμβληματικά ποιήματά του:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Δεν αργεί να καρπίσει τ' αστάχυ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
δε χρειάζεται μακρύ καιρό<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
για να φουσκώσει της πίκρας το προζύμι,<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
δε χρειάζεται μακρύ καιρό<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
το κακό για να σηκώσει το κεφάλι,<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
κι ο άρρωστος νους που αδειάζει<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
δε χρειάζεται μακρύ καιρό<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
για να γεμίσει με την τρέλα,<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
νῆσος τις ἔστι...»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αλλά ακόμα και για την αδιαφορία προς τον διπλανό, προς την κοινωνία, προς την αλήθεια εντέλει, ο Σεφέρης έχει μιλήσει με τον αυστηρό τρόπο του. Αυτόν, που σε κάνει να σκέφτεσαι. Που σε θέτει προ των ευθυνών σου. Ακόμη και χωρίς να λέει τίποτα, χωρίς να κουνά το δάχτυλο, χωρίς να κατηγορεί. «Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια για τίποτε», καταλήγει. Τραγικά αντίστοιχη η κατάσταση με το Σήμερα:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Ποιος άκουσε καταμεσήμερα<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
το σύρσιμο του μαχαιριού στην ακονόπετρα;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ποιος καβαλάρης ήρθε<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
με το προσάναμμα και το δαυλό;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Καθένας νίβει τα χέρια του<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
και τα δροσίζει.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Και ποιος ξεκοίλιασε<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
τη γυναίκα το βρέφος και το σπίτι;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ένοχος δεν υπάρχει, καπνός.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ποιος έφυγε<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
χτυπώντας πέταλα στις πλάκες;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κατάργησαν τα μάτια τους• τυφλοί.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Μάρτυρες δεν υπάρχουν πια, για τίποτε.»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com1tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-7480207822862201962012-09-17T15:42:00.000+03:002012-09-17T15:42:26.716+03:00Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πρώτα- πρώτα, η είδηση. Η Εταιρεία Συγγραφέων εξέδωσε την παρακάτω ανακοίνωση:
<i>«Όπως συνέβη και άλλες φορές τους προηγούμενους μήνες η Εταιρεία Συγγραφέων έχει δηλώσει ανοιχτά την αντίθεσή της σε πράξεις βίας, οποιαδήποτε πολιτική κάλυψη και αν έχουν. Το ίδιο δηλώνει και τώρα, έχοντας παρακολουθήσει τις καταφανώς παράνομες ενέργειες των στελεχών της Χρυσής Αυγής εις βάρος μικροπωλητών, με μοναδικό στην ουσία κριτήριο την εθνοτική τους καταγωγή. Οι ενέργειες αυτές είναι ακόμα περισσότερο καταδικαστέες αν λάβουμε υπ' όψη μας ότι έγιναν με την παρουσία και σύμπραξη βουλευτών της ΧΑ. Οχυρωμένοι πίσω από την σχετική ασυλία τους και εκμεταλλευόμενοι την αποδόμηση μεγάλου μέρους της κοινωνίας λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν διστάζουν να αντικαθιστούν την αστυνομία αλλά και τις δικαστικές αρχές, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για την αυτοδικία και το δίκαιο επιβολής του ισχυρότερου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Επισημαίνοντας τις ολέθριες προοπτικές τέτοιων βίαιων ενεργειών, η Εταιρεία Συγγραφέων πιστεύει ότι θα πρέπει πλέον να σταματήσει η έωλη και ουδέτερη τακτική των μέσων μαζικής ενημέρωσης, έντυπων και ηλεκτρονικών, να τις αντιμετωπίζουν ως απλώς βίαιο θέαμα. Να πάρουν θέση και να δείξουν ανοιχτά και τεκμηριωμένα προς τους πολίτες τι πράγματι αποκρουστικό εγκυμονείται για τη δημόσια ζωή στο άμεσο μέλλον.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Παρασκευή 14-9-2012<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εταιρεία Συγγραφέων<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κοδριγκτώνος 8, 112 57 Αθήνα»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div></i>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjRbiFAhwDG7URIYK2WTGMCz07qKV1spCeW-ZCwUnoH1wTj_0_7JwYdtz94e4oUVN-lrkGj82fY82nimmfZIaqjcMVskSUpk6zkV7F8XFzj83EygFR1BElaASvsclP3K-H_dA4jDQ/s1600/%25CE%2595%25CE%25BD%25CE%25B7%25CE%25BC%25CE%25B5%25CF%2581%25CF%258E%25CE%25B8%25CE%25B7%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25BD+%25CF%2580%25CF%2581%25CF%258C%25CF%2583%25CF%2586%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25B1.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="225" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjRbiFAhwDG7URIYK2WTGMCz07qKV1spCeW-ZCwUnoH1wTj_0_7JwYdtz94e4oUVN-lrkGj82fY82nimmfZIaqjcMVskSUpk6zkV7F8XFzj83EygFR1BElaASvsclP3K-H_dA4jDQ/s400/%25CE%2595%25CE%25BD%25CE%25B7%25CE%25BC%25CE%25B5%25CF%2581%25CF%258E%25CE%25B8%25CE%25B7%25CE%25BA%25CE%25B1%25CE%25BD+%25CF%2580%25CF%2581%25CF%258C%25CF%2583%25CF%2586%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25B1.jpg" /></a></div>
Δεν μπορώ να σας πω πόσο μεγάλη είναι η περηφάνια που νιώθω. Ενας σημαντικός φορέας, ο φορέας των καταξιωμένων λογοτεχνών, σηκώνει το ανάστημά του και παίρνει θέση. Δεν σιωπά. Δεν κρύβεται. Δεν σφυρίζει αδιάφορα. Δεν βγάζει κορώνες. Δεν παίρνει «φραστικά» τα όπλα χωρίς στην πραγματικότητα να κάνει κάτι. Παίρνει το αποτελεσματικό και διόλου φονικό όπλο του, τον λόγο, και με αυτό αντιδρά.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>«Σαν πρόκες να καρφώνονται οι λέξεις, να μη τις παίρνει ο άνεμος»</b> έγραφε ο Μανόλης Αναγνωστάκης. Χωρίς αυταπάτες, αφού ξέρουμε όλοι πως η τέχνη δεν αρκεί σε μια επανάσταση, οι πρόκες- λέξεις, οι γνώριμες, οι ήρεμες, οι στίλβουσες, οι ευθύβολες, αλλάζουν πολλές φορές κομμάτια της ζωής μας. Πόσες και πόσες φορές ένα βιβλίο, ένα ποίημα, ένας στίχος, δεν συνέτειναν στο να «αλλάξουμε ζωή», δεν βοήθησαν να δούμε αλλιώς κάτι;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η Εταιρεία Συγγραφέων ακολουθεί την μακρά παράδοση των δημιουργών στην πατρίδα μας, που καλούσαν σε εγρήγορση είτε κατά μόνας (Σολωμός, Βάρναλης κ.α.), είτε απέχοντας (οι συγγραφείς κατά τη χούντα) , είτε με άλλους μαζί (στα «Δεκαοχτώ κείμενα» και στα «Νέα κείμενα», όπως και στην «Κατάθεση», θρυλικές πλέον εκδόσεις) είτε σπάζοντας τη σιωπή τους όταν αισθάνονταν ότι τους καλούσε αυτό που εκείνοι αντιλαμβάνονταν ως καθήκον (Σεφέρης με τη δήλωση κατά της δικτατορίας). Ας μη ξεχάσουμε επίσης πως πολλοί φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν για τις ιδέες τους: ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Τίτος Πατρίκιος, ο Μανόλης Αναγνωστάκης (που είχε, μάλιστα, καταδικαστεί σε θάνατο), ο Δημήτρης Φωτιάδης, ο Αρης Αλεξάνδρου, ποιητές και συγγραφείς με ανάστημα και πένα. Για να μην πούμε για τους πρόσφυγες Αλκη Ζέη, Δημήτρη Χατζής, Μέλπω Αξιώτη, Μήτσο Αλεξανδρόπουλο, Μενέλαο Λουντέμη, ούτε για όσους πίσω έπρεπε να στηρίξουν αδέρφια σε φυλακές και εξορίες ενώ οι ίδιοι ήταν ημι-παράνομοι (Διδώ Σωτηρίου).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ας μην σηκωθούν άλλο οι τόνοι, καθώς το κείμενο της Εταιρείας Συγγραφέων είναι εξαιρετικά νηφάλιο. Μονάχα μια υπενθύμιση ακόμη, ανάλογου συλλογικού κειμένου. Εβδομήντα πέντε χρόνια πριν, ο Στρατής Τσίρκας γράφει με τον Λάνγκστον Χιουζ τον «Ορκο των ποιητών» στη μνήμη του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα. Είναι Ιούλιος του 1937 και σαράντα ποιητές απ’ όλα τα μέρη του κόσμου συγκεντρώνονται στην πόλη της Βαλένθια, στη «Δημοκρατική Ισπανία», όπου γίνεται το Δεύτερο Διεθνές Συνέδριο των συγγραφέων, για την υπεράσπιση της κουλτούρας ενάντια στο φασισμό.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στο Παρίσι όπου συνεχίζεται και κλείνει το συνέδριο, οι ποιητές δίνουνε τον παρακάτω όρκο. "Στ’ όνομα σου, Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, που πέθανες στην Ισπανία για τη λευτεριά του ζωντανού λόγου, εμείς, οι ποιητές από πολλές χώρες του κόσμου, που μιλάμε και γράφουμε σε διάφορες γλώσσες, ορκιζόμαστε εδώ πέρα, όλοι μαζί,
πως τ’ όνομα σου δε θα ξεχαστεί ποτέ πάνω στη γη,<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
και στ’ όνομα σου, όσο που θα υπάρχει τυραννία και<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
καταπίεση να τις καταπολεμήσουμε, όχι μονάχα με το λόγο<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
μα και με τη ζωή μας."<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ανάμεσα σε όσους υπογράφουν είναι οι Μπέρτολτ Μπρέχτ, Πάβλο Νερούδα, Λουί Αραγκόν, Ηλία Έρενμπουργκ, Αλεξέι Τολστόη, Πώλ Βαγιάν-Κουτυριέ, Λάγκστον Χιούζ, Νικόλας Γκιλλιέν, Τριστάν Τζαρά, Ιβάν Γκόλλ, Λυκ Ντεκών, Ρομπέρ Ντεανός, Γιόχαν Μπέχερ, Νάνσυ Κιούναρντ, Αλέχο Καρπεντιέ και φυσικά και ο δικός μας, Στρατής Τσίρκας.
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-52536531979986148832012-09-11T12:33:00.000+03:002012-09-11T12:33:32.253+03:00Αλιέντε, Νερούδα και άλλοι δολοφονημένοι της 11ης Σεπτεμβρίου<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η 11η Σεπτεμβρίου υπήρξε για μένα πολλά χρόνια πριν από την επίθεση στους δίδυμους πύργους. Το 1974, και ενώ η χούντα εδώ είχε μόλις πέσει, κάναμε την πρώτη, μαζική και μαχητική, νόμιμη διαδήλωση (με την έννοια ότι το Πολυτεχνείο, π.χ. ή η Νομική ήταν «παράνομες» αφού έγιναν, φυσικά, χωρίς την άδεια της χούντας).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ένα χρόνο μετά την επιβολή δικτατορίας στη Χιλή, η Αθήνα διαμαρτυρήθηκε γι’ αυτό, ανήμερα της επετείου. Ο Αλιέντε είχε δολοφονηθεί και ο Νερούδα είχε πεθάνει, αλλά κυριαρχούσαν στη μνήμη μας σε εκείνη τη μεγάλη διαδήλωση, που δεν θυμάμαι πια πού έγινε. Ισως στην πλατεία Δημαρχείου. Τότε μάθαμε και για τον Βίκτωρα Χάρα, τον ποιητή- τραγουδοποιό που τον δολοφόνησαν μέσα στο στάδιο του Σαντιάγο της Χιλής, μπροστά σε χιλιάδες κρατούμενους. Αφού πρώτα τον βασάνισαν μαρτυρικά. Ακόμα ένας δολοφονημένος τις πρώτες μέρες. Επρόκειτο να ακολουθήσουν πολλοί…<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="344" src="http://www.youtube.com/embed/bR-77_6bY7w?fs=1" width="459"></iframe>
Είκοσι χρόνια μετά το πραξικόπημα, βρέθηκα στη Χιλή με τον Μίκη Θεοδωράκη, για την παρουσίαση του «Κάντο Χενεράλ». Χάρη σε εκείνον, που συναντήθηκε με τον τότε πρόεδρο της χώρας, Πατρίσιο Ελγουϊν, μπήκαμε με την Ελενα Χαζτηιωάννου στο γραφείο όπου είχε δολοφονηθεί ο Αλιέντε. Δολοφονηθεί, επιμένω. Ακόμα και αν τράβηξε ο ίδιος τη σκανδάλη, στην πολιορκημένη «Λα μονέδα» η χούντα τον οδήγησε ως εκεί.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ηταν ένα απλό γραφείο, το οποίο δεν θα πρέπει να είχε αλλάξει και πολύ από τα χρόνια του προέδρου. Το κτήριο όλο επισκευάσθηκε, γιατί είχε βομβαρδιστεί άγρια. Δεν θυμάμαι πολλά, και οι φωτογραφίες έχουν κάπου μπερδευτεί. Θυμάμαι όμως τη συγκίνηση που είχαμε αισθανθεί αντικρίζοντας το ταπεινό γραφείο όπου, υποθέταμε, ακούμπησε το κεφάλι του νεκρού πια Αλιέντε, βουτηγμένο στο αίμα…<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Με συγκίνησε και μια φωτογραφία που κυκλοφόρησε τις τελευταίες μέρες στο φέισμπουκ. Ενας μεσόκοπος άνδρας με κάσκα και σακάκι, κρατά στα χέρια ένα μακρύκανο όπλο και ετοιμάζεται να υπερασπιστεί τον εαυτό του και την πατρίδα, απέναντι σε πάνοπλα τάγματα εφόδου. Δεν του πέρασε από το μυαλό να φύγει, να δραπετεύσει από τη μάχη και από τη μοίρα του.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhFrVRMQLQ8UItCvohMOwNb4eH0iD44liSeSCdCRqMxEj-Dur_jdmhJHnL_BeVZ2Ase1gAr_6sQAaNCfXHycXmaD7A1uHP_Av_hYfRein9-tq5MD-hF8DNSDcLG6HFp6OzTu1UKRQ/s1600/aliente.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="279" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhFrVRMQLQ8UItCvohMOwNb4eH0iD44liSeSCdCRqMxEj-Dur_jdmhJHnL_BeVZ2Ase1gAr_6sQAaNCfXHycXmaD7A1uHP_Av_hYfRein9-tq5MD-hF8DNSDcLG6HFp6OzTu1UKRQ/s400/aliente.jpg" /></a></div>
Κατόπιν, στην Ισλα Νέγρα, είχαμε την ευκαιρία να προσκυνήσουμε τον τάφο του ποιητή και της Ματίλντε. Αγνάντι στον ωκεανό, αναπαύεται ο μεγαλύτερος ποιητής της Λατινικής Αμερικής, ο τιμημένος με Νόμπελ. Η φήμη και η αξία του δεν τον έσωσαν. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>Πέντε μέρες πριν από το πραξικόπημα, στο στάδιο του Σαντιάγο, ένα τεράστιο πλήθος παραληρούσε και τον χειροκροτούσε. Πέντε μέρες μετά, έρευνες στο σπίτι του βαρύτατα ασθενούς Νερούδα, κάψιμο βιβλίων του, σκαιά συμπεριφορά. Η θεραπεία του ματαιώνεται. Η θλίψη τον οδηγεί πιο γρήγορα στον θάνατο, λίγες μέρες μετά. Η κηδεία του αποτελεί μια πάνδημη διαδήλωση. Και μετά, το σκότος σκεπάζει τη Χιλή για πολλά χρόνια.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj0Gb_eEhnYbldI3rjEZG0kq5n8fQO57Ikso4FmyhQy9ErE5BceQMb5Kly9lHVeh7kKPBcbkZHF1HyY8HLvg_th6QgStpbnFv1Hs7c__oFgypzXShaIHIs5lQh-cjEB6Aqycln2DQ/s1600/nerouda.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="311" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEj0Gb_eEhnYbldI3rjEZG0kq5n8fQO57Ikso4FmyhQy9ErE5BceQMb5Kly9lHVeh7kKPBcbkZHF1HyY8HLvg_th6QgStpbnFv1Hs7c__oFgypzXShaIHIs5lQh-cjEB6Aqycln2DQ/s400/nerouda.jpg" /></a></div>
Οι δολοφονίες ανθρώπων που πάσχισαν να κάνουν τη Χιλή και τους Χιλιανούς καλύτερους, είναι μια απόδειξη για όσους, ακόμα και σήμερα, λένε: μα όποιος καθόταν φρόνιμα, δεν πάθαινε τίποτα. Η χούντα είναι φασισμός, και ο φασισμός αδίστακτος. Σήμερα χτυπά τον ξένο, αύριο τον ιδεολογικό εχθρό, μεθαύριο εσένα που τον έθρεψες. Και χωρίς να τον έχεις «πειράξει». Τον πειράζει το ότι σκέφτεσαι.
Περισσότερα για τον Πάβλο Νερούδα, <a href="http://many-books.blogspot.gr/search?q=%CE%9D%CE%B5%CF%81%CE%BF%CF%8D%CE%B4%CE%B1">εδώ</a>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-38929447870520869532012-09-09T15:41:00.000+03:002012-09-09T16:37:53.146+03:0090 χρόνια από τη μικρασιατική κατατροφή<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
"Τα σπίτια που είχα μού τα πήραν". Τον στίχο του Γιώργου Σεφέρη επέλεξαν οι συνάδελφοί μου ως γενικό τίτλο του αφιερώματος που επιμελήθηκα στο σημερινό Εθνος της Κυριακής. Ανήμερα της 9ης Σεπτεμβρίου, οπότε ξεκίνησαν όλα, επέλεξα κείμενα μεγάλων λογοτεχνών, γραμμένα κατά το παρελθόν, που εξηγούν τι προηγήθηκε, πώς έγινε το κακό, ποιος ωφελήθηκε, πόσο κατατρεγμένοι ήταν οι πρόσφυγες. Εδώ, παραθέτω τον πρόλογό μου. σε προηγούμενες αναρτήσεις, έχω αναφερθεί με λεπτομέρειες σε κάοποιους συγγραφείς. Ας είναι ελαφρύ το χώμα που τους σκεπάζει όλους.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjfkxLmsWNx3Gx5X6vjOxhjYcfBqoSS_5iJKWJxVkEQeKkMIepqvwIYzagOOBn172NJNpYMfvsObp5CMLApoSuEOJwsW7UAOS06Zl-Na0qHu7nw7ClqOuJvTaKhyQ_pjX0Uz7iHXg/s1600/prosfigaki_0.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="320" width="148" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjfkxLmsWNx3Gx5X6vjOxhjYcfBqoSS_5iJKWJxVkEQeKkMIepqvwIYzagOOBn172NJNpYMfvsObp5CMLApoSuEOJwsW7UAOS06Zl-Na0qHu7nw7ClqOuJvTaKhyQ_pjX0Uz7iHXg/s400/prosfigaki_0.jpg" /></a></div>
"Νέα Ιωνία, Νέα Φιλαδέλφεια, Καισαριανή, Κοκκινιά. Μικρά ασβεστωμένα σπιτάκια να λάμπουν από καθαριότητα και αρχοντιά. Λουλούδια στα περβάζια, μπροστά από τις πόρτες, ακόμα και στα πεζοδρόμια. Εφευρετικότητα και αλληλεγγύη. Φίλευαν τους ξένους με το πρώτο πιάτο απ’ το φαγητό που μαγείρευαν, γιατί τότε πιάνει τόπο, όχι από τον πάτο της κατσαρόλας. Οι γυναίκες φορούσαν βασιλικά ή γαρδένιες στ’ αυτί, μεγάλωναν τα παιδιά τους με περηφάνια, έφτιαχναν για τον άντρα τους φαγητό καμωμένο με αγάπη, έκλαιγαν η μια στον ώμο της άλλης, και ξανά απ’ την αρχή.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Υστερα ήρθε ο πόλεμος και η Αντίσταση, και οι προσφυγικές γειτονιές έγραψαν νέες σελίδες στις θρυλικές Ιστορίες τους. Με γενναιότητα, με αυταπάρνηση, συχνά με ηρωισμό. Με όραμα για μια καλύτερη, ελεύθερη ζωή. Που τσακίστηκε στα βράχια. Κι όμως, οι πρόσφυγες συνέχισαν να αγωνίζονται και να προκόβουν. Αν έχεις ζήσει την καταστροφή και έχεις επιζήσει, κρατάς το κεφάλι ψηλά και επιμένεις. Ισως δεν έχεις κι άλλη επιλογή.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σήμερα, πια, οι προσφυγικές κατοικίες σχεδόν δεν υπάρχουν, δόθηκαν αντιπαροχή. Οι πρόσφυγες πρώτης γενιάς δεν ζουν για να μας μεταφέρουν στα χώματα της Μικράς Ασίας, εκείνης που ποτέ δεν έπαψαν να θεωρούν «πατρίδα». Ενενήντα χρόνια είναι πολλά, για τη συλλογική μνήμη, ακόμη και αν πρόκειται για τη μεγαλύτερη καταστροφή που γνώρισε η Ελλάδα και ο ελληνισμός των απέναντι παραλίων. Ξεχάσαμε...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<iframe allowfullscreen="" frameborder="0" height="344" src="http://www.youtube.com/embed/AI0Z-gNAkVQ?fs=1" width="459"></iframe>
«Τα παιδιά μας μαθαίνουν τόσο λίγα πράγματα για τη σύγχρονη ιστορία μας, που είναι ντροπή για όλους μας» σημειώνει η μικρασιάτισσα Φιλιώ Χαϊδεμένου στο βιβλίο της «Τρεις αιώνες μια ζωή» (εκδόσεις Λιβάνη). Όμως, λαοί που ξεχνούν την Ιστορία τους είναι καταδικασμένοι να την ξαναζήσουν. Ενενήντα χρόνια μετά τη μέρα της εθνικής συμφοράς, την 9η Σεπτεμβρίου που έπεσε η Σμύρνη, επιλέξαμε να θυμηθούμε. Μέσα από κείμενα σπουδαίων συγγραφέων και μεγάλων ποιητών, πολλοί από τους οποίους έζησαν και μεγάλωσαν στην ιωνική γη, κατόπιν «Ματωμένα χώματα».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Οι «αφηγήσεις» ξεκινούν από την μακραίωνη Ιστορία της Ιωνίας, από τους αιώνες των πρώτων εποικισμών από ελληνικά φύλλα. Πολλά χρόνια μετά, το 1950, σε ένα ταξίδι του στην Τουρκία, ο νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης, γεννημένος στη Σμύρνη στα 1900, δίνει με μεγάλη ακρίβεια το πλαίσιο στις «Μέρες Ε’» (εκδόσεις Ικαρος):<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Σ΄ αυτά τα παλιά μέρη δε μπορείς να μη συλλογίζεσαι ολοένα την παλιά Ρωμιοσύνη. Τέσσερεις ή πέντε αρχαιολογίες στη Μικρασία: προκλασική, κλασική, ελληνιστική, βυζαντινή- και η νεοελληνική. Τούτη την τελευταία την αρπάζεις τη στιγμή που βυθίζεται στο χώμα. Μπορείς να διακρίνεις ακόμα τους λώρους που τη δένουν με τον πάνω κόσμο και κόβουνται ο ένας μετά τον άλλον. Ελληνική γλώσσα, εκκλησιές, σπίτια, παραδομένες χειρονομίες.»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Οι καιροί της ειρήνης και της αγάπης, οι εποχές που ρωμιοί και τούρκοι άκουγαν αντάμα τις αφηγήσεις για τον Τσακιτζή, τον περίφημο εφέ του Αϊδινίου που έκλεβε τους πλούσιους για να δίνει στους φτωχούς και που τραγουδούσαν τα κατορθώματά του και στις δύο γλώσσες, έδωσαν τη θέση τους σε μέρες καχυποψίας. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, έβαλαν στο μάτι τα πλούτη της Τουρκίας. Επρεπε, λοιπόν, οι Ελληνες να λείψουν. Ο ανερχόμενος εθνικισμός η ιδέα των εθνοκαθάρσεων, η μικρασιατική εκστρατεία, έφεραν τα πράγματα στο μη περαιτέρω. Στην πυρπόληση της Σμύρνης, στη σφαγή του άμαχου πληθυσμού εκεί στην παραλία του- τι ντροπή!- « συνωστισμού» (εφόσον ο στρατός το είχε βάλει στα πόδια) στην προσφυγιά 1,5 εκατομμυρίου ψυχών. Οι μισοί θερίστηκαν μέσα στον πρώτο χρόνο στην αφιλόξενη Ελλάδα από επιδημίες και κακουχίες. Ταυτοχρόνως, περισσότεροι από μισό εκατομμύριο Τούρκοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τις πατρογονικές τους εστίες στην Ελλάδα και να πάνε στην Τουρκία, δύο φορές ξένοι κι αυτοί, όπως αναλυτικά παρουσιάζει στο βιβλίο του «Ο χαμένος παράδεισος» ο Γκάιλς Μίλτον (εκδόσεις Μίνωας). Οι μεν «τουρκόσποροι». Οι δε, «άπιστοι».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν» έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης. «Ετυχε/ να ‘ναι τα χρόνια δίσεχτα∙ πόλεμοι χαλασμοί ξενιτεμοί». Και ο Νίκος Καζαντζάκης στο μυθιστόρημά του «Αδερφοφάδες» (εκδόσεις Καζαντζάκη) περιγράφει τις φοβερές στιγμές του ξεριζωμού:
«Όλα πήγαιναν καλά και ξαφνικά, εκεί πού ήταν ο θεός σπλαχνικά σκυμμένος κατά το ευτυχισμένο χωριό, απόστρεψε πέρα το πρόσωπό του. το χωpιό ευτύς σκοτείνιασε, κι ένα πρωί φωνή σπαραχτικιά ακούστηκε στην πλατεία του χωριού : «Ξεριζωθείτε, οι Δυνατοί της Γης προστάζουν, φύγετε ! "Όλοι οι Έλληνες στην 'Ελλάδα, όλοι οι Τούρκοι στην Τουρκιά ! Πάρτε τα παιδιά σας, τις γυναίκες σας, τα κονίσματα, ξεκουμπιστείτε ! Δέκα μέρες διορία».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Θρήνος σηκώθηκε μέσα στο χωριό, σάστισαν γυναίκες κι άντρες, πήγαιναν κι έρχονταν κι αποχαιρετούσαν τους τοίχους, τους αργαλειούς, τη βρύση του χωριού, τα πηγάδια. Κατέβαιναν στην ακρογιαλιά, κυλίονταν στα χοχλάδια του γιαλού, αποχαιρετούσαν τη θάλασσα κι έσερναν μοιρολόι. Δύσκολα, δύσκολα πολύ, μαθές, ξεκολνάει η Ψυχή από τα γνώριμά της νερά κι από τα χώματα!»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8LVUjpzg1IN1-JDiP23lOlrzijLjSBSThcZ4velssyD8pSfBIxXZJqgXx8Hhwp4-27wIbZWeW7ESUSDQEHE_1vlVo5FvHWUSYMYcbnvdrgyMmje4Ui9NjpEC7LYCb0ySIvv2ziQ/s1600/profyges22.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="253" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh8LVUjpzg1IN1-JDiP23lOlrzijLjSBSThcZ4velssyD8pSfBIxXZJqgXx8Hhwp4-27wIbZWeW7ESUSDQEHE_1vlVo5FvHWUSYMYcbnvdrgyMmje4Ui9NjpEC7LYCb0ySIvv2ziQ/s400/profyges22.jpg" /></a></div>
Η ψυχή δεν ξεκολλάει. Η λογοτεχνία, αντικατοπτρίζοντας τη ζωή, συνεχίζει να εμπνέεται από εκείνους τους καιρούς. Προτιμήσαμε, όμως, να περιλάβουμε στο αφιέρωμα κείμενα που γράφτηκαν από ανθρώπους που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έζησαν τα γεγονότα. Και επειδή κάθε εφημερίδα είναι πεπερασμένη, ακόμα και σε αυτά, έγινε επιλογή.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δύο «χρηστικά» πράγματα ακόμη. Αν θέλει κάποιος να δει τις ευθύνες που είχαν όλες οι πλευρές στη μικρασιατική καταστροφή δεν έχει παρά να διαβάσει το εξαιρετικό και διαφωτιστικό βιβλίο «Το όραμα της Ιωνίας» του σερ Μάικλ Λιουέλιν Σμιθ (Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης) αλλά και πολύτιμο το βιβλίο της Διδώς Σωτηρίου «Η μικρασιατική καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο» (εκδόσεις "Κέδρος")
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-91010746230809248902012-09-08T13:27:00.000+03:002012-09-08T13:27:54.823+03:00Πρόσφυγες τότε και τώρα "Οι νεκροί περιμένουν"<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ξέρω, δεν είναι ίδιες όλες οι καταστάσεις. Δεν σχετίζονται τα πάντα. Ή μήπως σχετίζονται; Εχω καταμπερδευτεί. Από προχθές, που έγινε το ναυάγιο με τους 60 πνιγμένους- τα μισά παιδάκια- ανοιχτά της Σμύρνης, ο νους μου συσχετίζει με τη μικρασιατική καταστροφή. Πρόσφυγες κι εκείνοι, πρόσφυγες κι οι δικοί μας. Εστω και αν τα γεγονότα ήταν διαφορετικά. Εστω και αν διαφορετικά εξελίχθηκε η μεταφορά. Όταν όμως έφτασαν εδώ, οι «τουρκόσποροι» οι «πρόσφυγγες» παρόμοια ήταν η υποδοχή και τα αισθήματα. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολύ που για να γελάσουν τάχα, μας λένε τουρκόσπορους και τουρκομερίτες. Ασε τι ακούμε κάθε φορά που επισκεπτόμαστε τα χώματα των προγόνων μας, για τα λεφτά που δίνουμε, λέει, στους Τούρκους. Φαίνεται ότι για κάποιους μόνο αυτά μετρούν…<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjz7Maj0qNf8I4k2X1brjjH11Kxbrr_vIV0L3kMb7Cj13TqS05YnC-eCBlITOfFQ8TQclx94RCpk6z0qiDpPzL3iMf1FjTm6AmPekNWD55T4dC6VAAQQekhlLaSVaZDfKn4ygERig/s1600/prosfyges.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="225" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjz7Maj0qNf8I4k2X1brjjH11Kxbrr_vIV0L3kMb7Cj13TqS05YnC-eCBlITOfFQ8TQclx94RCpk6z0qiDpPzL3iMf1FjTm6AmPekNWD55T4dC6VAAQQekhlLaSVaZDfKn4ygERig/s400/prosfyges.jpg" /></a></div>
Δεν λέω υπερβολές. Θα σας ζητήσω να φέρετε στη μνήμη σας την θυμωμένη Αλίκη- διδώ Σωτηρίου όταν φτάνει με τους θείους στον Πειραιά και τα συνομίληκά της κορίτσια τη ρωτούν πώς και δε φοράει σαλβάρι… «Οι νεκροί περιμένουν» (εκδόσεις «Κέδρος») είναι διαφωτιστικοί και για τα όσα προηγήθηκαν, με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τον Μάιο του 18, την εκστρατεία και την πτώση του μετώπου, και για την απίστευτη υποδοχή που είχαν εδώ οι άνθρωποι που κατάφεραν να επιζήσουν αφού πρώτα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η μικρή ηρωίδα του μυθιστορήματος και οι θείοι που την έχουν υιοθετήσει έχουν φύγει πριν από την καταστροφή της Σμύρνης. Δεν ξέρουν πως ενόσω ταξίδευαν στη θάλασσα, όλα είχαν χαθεί. Το τρομερό νέο το μαθαίνουν μόλις πατούν το πόδι τους στην καινούργια πατρίδα:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
-Απ΄ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
-Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη.
Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
-Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
-Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_GrQBBwpVlkxNfqy6vrhlx1m1aV5Wy9rg26vrUycVe5uVt0mcsB9JwtJxd_ne59gGadjnXCdE4DTD_J2zSuwUMDx_aMT026DIhrRG57VTZ1znr4YZ69ZI2m-wrOjkkN1Oi3EJlA/s1600/PROSFYGES%2528PSITHIROI%2529.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="334" width="350" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi_GrQBBwpVlkxNfqy6vrhlx1m1aV5Wy9rg26vrUycVe5uVt0mcsB9JwtJxd_ne59gGadjnXCdE4DTD_J2zSuwUMDx_aMT026DIhrRG57VTZ1znr4YZ69ZI2m-wrOjkkN1Oi3EJlA/s400/PROSFYGES%2528PSITHIROI%2529.jpg" /></a></div>
Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι .
Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: ‘Πρόσφυγες!’Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού.»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Επιστρέφω στο σήμερα. Τα πνιγμένα παιδάκια, οι πνιγμένοι γονείς, δεν πρόλαβαν καν να γίνουν μετανάστες- επομένως το αποτρόπαιο «λάθρομετανάστες» δεν μπορεί και εκ των πραγμάτων να ισχύσει. Παρόλα ταύτα, παρόλη αυτή την τραγωδία, δεν έλειψαν οι Ελληναράδες που άφησαν τα βρώμικα αποτυπώματά τους στο διαδίκτυο, επιχαίροντας γιατί οι πρόσφυγες δεν έφτασαν στα «ιερά» μας χώματα, να τα «μολύνουν». Χέρια βουτηγμένα στο αίμα τα γράφουν όλα αυτά. Χέρια που τραβούν στους βυθούς του μίσους τους νεκρούς, τους ζωντανούς, εμάς.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δεν έχω καμία αυταπάτη: Αν όλα αυτά τα σκατόψυχα τέρατα ήξεραν πού αποβιβάζονται οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, θα τους περίμεναν με όλη την ασχήμια που στάζουν οι ψυχές τους- άρα με οπλισμένα χέρια. Οι ομοαίματοι και ομόθρησκοι- ανάμεσά τους η Διδώ Σωτηρίου- τη γλύτωσαν παρά τρίχα το 22. Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γινόταν 90 χρόνια μετά, με την ανθρωπότητα να έχει περάσει από δύο παγκοσμίους πολέμους και από τον τρόμο του φασισμού και μυαλό να μην έχει βάλει. Αλλά εκτός από αυτούς, υπάρχουμε κι εμείς. Παιδιά και εγγόνια προσφύγων. Γιατί τους αφήνουμε;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Μέρες που είναι, <a href="http://many-books.blogspot.gr/2007/08/blog-post.html">εδώ</a>θα βρείτε ένα παλιότερο κείμενό μου για τα Ματωμένα Χώματα. Να προσθέσω πως τα αντίτυπα που είχαν μοιραστεί πριν από μερικά χρόνια στους μαθητές της ΣΤ δημοτικού και επιστράφηκαν, σκονίζονται σε κάποια κιβώτια αποθηκών σχολείων. Κανείς υπουργός Παιδείας δεν έχει ζητήσει να μοιραστούν ξανά σε παιδιά. Κι όμως, το κράτος τα έχει πληρώσει… Πώς φαίνεται ότι η μητριά- πατρίδα φοβάται ακόμα τη Διδώ…
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com4tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-9956645715072942132012-09-06T15:25:00.001+03:002012-09-06T15:25:49.575+03:00Η Σμύρνη των Ελληνων<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Με προϋπολογισμό μισού εκατομμυρίου δραχμών θα ξεκινούσε η λειτουργία του ελληνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη. Το «Φως εξ Ανατολών» όπως το είχαν βαφτίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που το οραματίστηκε, και ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, δεν έμελλε να λειτουργήσει . Λίγες μέρες πριν από το ξεκίνημα των μαθημάτων, η Σμύρνη έπεσε και ο Καραθεοδωρή αφού κατάφερε να διασώσει την οικογένειά του, έμεινε πίσω, στην πόλη που φλεγόταν για να πάρει την περιουσία του ελληνικού κράτους, να τη φέρει στην Ελλάδα. Τα γυάλινα όργανα του Χημείου σκονίζονται ακόμη σε κάποιες αίθουσες του δικού μας Χημείου. Κατά τα άλλα λίγοι θυμούνται το γεγονός.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στην έκθεση «H Σμύρνη των Eλλήνων» που λειτουργεί στο Eθνικό Iστορικό Mουσείο, (Mέγαρο Παλαιάς Bουλής) υπάρχει το επίσημο έγγραφο του Πανεπιστημίου. Φέρει τις υπογραφές του Κραθεοδωρή, όπως και του- μισητού ή τουλάχιστον αμφιλεγόμενου- αρμοστή της ελληνικής διοίκησης, Αριστείδη Στεργιάδη. Ο μισθός του οριζόταν σε 4.000 δρχ. κατ’ έτος, το ένα τέταρτο από τον μέσο αμερικάνικο μισθό της εποχής.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div><div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiTdkmw5MgBcLNWF4Ag8rnVKRJTrKMGG_hIaoOK6_0g4E6o9RBIj3fO0VbTyAC7UJ0WZHwuWDx-werhDyI29lW4-Cp59j0tReIcgUkOkSbuZJACnlms2gEotK5CGl-mIMJ8-anfGw/s1600/smyrni-apovasi.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="270" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiTdkmw5MgBcLNWF4Ag8rnVKRJTrKMGG_hIaoOK6_0g4E6o9RBIj3fO0VbTyAC7UJ0WZHwuWDx-werhDyI29lW4-Cp59j0tReIcgUkOkSbuZJACnlms2gEotK5CGl-mIMJ8-anfGw/s400/smyrni-apovasi.jpg" /></a></div>
Το έγγραφο είναι από τα πλέον συγκινητικά αντικείμενα της έκθεσης, που οργάνωσε η Ενωση Σμυρναίων. Οι σημαίες, οι γαλανόλευκες που κυματίζουν στις μνήμες μας, τα ενθυμήματα του μεγαλομάρτυρα Χρυσοστόμου, του μητροπολίτη Σμύρνης, η πένα με την οποία ο Βενιζέλος υπέγραψε τη συνθήκη των Σεβρών και άλλα, γυρίζουν τον επισκέπτη στις μέρες ακμής της «Γκιαούρ Ιζμίρ» και της άνθισης των ελληνικών πληθυσμών. Πλάι στους Αρμένιους, στους Εβραίους, αλλά και στους Τούρκους, πριν αρχίσουν οι δύσκολες μέρες που κατέληξαν στη γνωστή τραγωδία.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κοιτάζεις τη λινή γαλανόλευκη του Αϊδινίου και δεν μπορείς να μη θυμηθείς πως κάθε κοπέλα είχε μια σημαία στην προίκα της. Σμυρνιές είχαν κεντήσει, άλλωστε, με χρυσή και ασημένια κλωστή, την εικόνα της Θεοτόκου (Κοίμηση) στο λάβαρο της Αγίας Λαύρας. Οσο για τον Χρυσόστομο, όχι μόνο τον προέτρεψαν να φύγει, μα του βρήκαν και θέση σε καράβι, ώστε να το κάνει. Κι εκείνος είπε πως δεν εγκαταλείπει το ποίμνιό του, γνωρίζοντας ότι η τύχη του θα ήταν κακή- έστω και αν δεν μπορούσε να προβλέψει τον μαρτυρικό του θάνατο.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgg3Qk_vuBQCrSTEx7TObLfXkmoI66M19ClRGl1CCnOQZLdeRHlMaQqfmvPHKF81gV-3xy4K0Mj2wN4SD6mSnA9cbsakvdly21zetrS3kmlQYZ0jaGIEciYGkYzn9Q99pWBYLQdzw/s1600/seferis-sis-bro.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="217" width="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgg3Qk_vuBQCrSTEx7TObLfXkmoI66M19ClRGl1CCnOQZLdeRHlMaQqfmvPHKF81gV-3xy4K0Mj2wN4SD6mSnA9cbsakvdly21zetrS3kmlQYZ0jaGIEciYGkYzn9Q99pWBYLQdzw/s320/seferis-sis-bro.jpg" /></a></div>
Φωτογραφίες και πορτραίτα επώνυμων και ανώνυμων (ανάμεσα στους πρώτους ο Γιώργος Σεφέρης, ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Αδαμάντιος Κοραής) χαρακτικά και φωτογραφίες από την πόλη πριν και μετά την καταστροφή, η παιδεία και οι εκδόσεις, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, όλα παρουσιάζονται με απλότητα και δύναμη στα θεωρεία της παλιάς Βουλής. Δίνουν αδρή εικόνα της πρωτοπορίας που είχε η Σμύρνη στην παιδεία, στα γράμματα, στην οικονομία, στον αθλητισμό. Η τεράστια επιτυχία της και το γεγονός ότι οι επισκέπτες είναι πάρα πολλοί καθημερινά, έχει οδηγήσει σε παράταση ώς τις 16 Σεπτεμβρίου. Ετσι, θα είναι ανοιχτή στις Hμέρες της Kαταστροφής του ’22, και του ξεριζωμού των Eλλήνων της Mικράς Aσίας που αναγκάσθηκαν να φύγουν. (Η Σμύρνη έπεσε σαν μεθαύριο, 90 χρόνια πριν και η φωτιά, οι σφαγές, τα βασανιστήρια, είχαν ολοκληρώσει την καταστροφή μερικές μέρες μετά).<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjhVnHa_xBkjafOvo8Yf8VAq8lOtd9Kp09Vs60h2wi7kHYIa7ilUvnI9-s3-_Vlbj623ecZZNAMZBDWEiujFs2IegEgd88qYYrh8OPDcbWyYQsPkYXgoqu0WlPwwf12-P_EBLNNgg/s1600/smyrni-quai.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="158" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEjhVnHa_xBkjafOvo8Yf8VAq8lOtd9Kp09Vs60h2wi7kHYIa7ilUvnI9-s3-_Vlbj623ecZZNAMZBDWEiujFs2IegEgd88qYYrh8OPDcbWyYQsPkYXgoqu0WlPwwf12-P_EBLNNgg/s400/smyrni-quai.jpg" /></a></div>
Περιδιαβαίνεις τους διαδρόμους και στέκεσαι μπροστά σε κάθε προθήκη με βαθύτατη συγκίνηση. Το ίδιο και μπροστά στις φωτογραφίες, στους χάρτες, στα τεκμήρια που δείχνουν πως αυτός ο κόσμος "ο μικρός, ο μέγας" χωρίζεται από την ανυπαρξία από μια κλωστή. Τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, τα λάθη της Ελλάδας, η άνοδος των Νεοτούρκων, η εγκληματική δράση των Τσετών και η ανοχή προς αυτούς, ο πόλεμος που φέρνει τον θάνατο, όλα αυτά και άλλα ακόμη, ξεθεμέλιωσαν την ψυχή μιας πόλης. Ποιος θυμάται όμως τι σήμερα;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τα κειμήλια είναι από τις συλλογές του Eθνικού Iστορικού Mουσείου. Η είσοδος στην έκθεση είναι ελεύθερη. Το μουσείο είναι κλειστό τη Δευτέρα.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η κυρία Ελένη Μπίστικα έχει γράψει υπέροχα κείμενα στην Καθημερινή για την έκθεση.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πέμπτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post.html">εδώ</a> <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post_3.html">και εδώ</a> το τρίτο <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post_4.html">εδώ</a> και το τέταρτο <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post_5.html">εδώ</a>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com2tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-85098876788989094022012-09-05T20:05:00.000+03:002012-09-06T15:22:30.471+03:00Ηλίας Βενέζης: στη Γαλήνη της Αιολικής γης<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δεν ξέρω πώς έτυχε, μα αρκετοί από τους μικρασιάτες άνθρωποι των Γραμμάτων έμειναν στην ιστορία της λογοτεχνίας με ένα ψευδώνυμο που εκείνοι επέλεξαν και όχι με το κανονικό τους όνομα. Στην περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη, το «Σεφεριάδης» ήταν ένα βαρύ επώνυμο, από πολλές απόψεις. Τον Κοσμά Πολίτη τον προέτρεψε η γυναίκα του να αλλάξει όνομα, απαξιώνοντας το πραγματικό του, Πάρις Ταβελούδης. Αλλιώς λεγόταν και ο Φώτης Κόντογλου. Αλλιώς και ο Ηλίας Βενέζης. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Βενέζης γεννήθηκε το 1904 στο Αϊβαλί (κατά μία άλλη πηγή, που δεν διασταυρώνεται, το 1898). Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν από την Κεφαλλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά του πατέρα του. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2R8XLoiyU6PQftMnohp4a6hehL1eOjjPYQtN9XmrZqzgIr696kD8MMietIj-aYL8T-bedSE7dQG3p-6BHIvT-EDRzJYKZg3UzNL85286O2ySaEOP_DQLZ0FDQvWZDH-yTZ096rA/s1600/venezis-home.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="240" width="320" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEh2R8XLoiyU6PQftMnohp4a6hehL1eOjjPYQtN9XmrZqzgIr696kD8MMietIj-aYL8T-bedSE7dQG3p-6BHIvT-EDRzJYKZg3UzNL85286O2ySaEOP_DQLZ0FDQvWZDH-yTZ096rA/s320/venezis-home.jpg" /></a></div>
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Επέστρεψαν στη γενέτειρά του, προσωρινά όπως αποδείχθηκε. Ο Βενέζης αναφερόταν με τεράστια αγάπη σε κείνα τα χώματα, όπου έζησε υπέροχα παιδικά χρόνια. Ένα απόσπασμα από την «Αιολική γη»:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Στα Κιμιντένια κοντά στη γη, έμαθα να διαβάζω μες στα μάτια των ανθρώπων την καθημερινή, την αδιάκοπη αγωνία για τον καιρό, τη βροχή και τον άνεμο. Αυτό γινόταν προπάντων την άνοιξη, την εποχή του θερισμού και το φθινόπωρο. Ο παππούς μου κάθε βράδυ θα συμβουλευόταν τα σύννεφα που ταξιδεύαν πέρα απ’ τα Κιμιντένια, και τ’ άστρα. Έσκυβε έξω απ’ το παράθυρο και κοίταζε αυστηρά κ’ επίμονα τον ουρανό, συγκεντρωμένος στον εαυτό του, ενώ όλοι πίσω του σώπαιναν και περιμέναν. Ταπεινή, στέρεη και ιερή η πείρα των ανθρώπων της γης, των απλοϊκών του προγόνων, καμωμένη αίμα στο αίμα του, ξυπνούσε και ζούσε, υπολογίζοντας την κίνηση στα σύννεφα, το φως στα άστρα, την ταραχή του αγέρα στην ατμόσφαιρα. Σα να ήταν κάποια μυστική φωνή στον αγέρα, και στα σύννεφα, και στ’ άστρα. Μα κανείς μας δεν την άκουγε, κανείς δεν είχε το προνόμιο εκτός από κείνον.Όταν η συνομιλία με τη νύχτα τελείωνε, τραβούσε μέσα το κεφάλι του και γύριζε σ’ εμάς. Τότε τα μάτια της γιαγιάς και της μητέρας μου μεγάλωναν πιο πολύ, και μες στο υγρό τους φως έπαλλε η αγωνία.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εκείνος έλεγε απλά:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
― Έχουμε βροχή! Ίσαμε αύριο το βράδι!<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ή, το ίδιο απλά:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
― Ξερός καιρός. Όχι, δεν έχουμε βροχή!<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τότε ανάλογα με την εποχή, με το αν ήταν η βροχή χρήσιμη ή καταστροφή για τα γεννήματα, γαλήνη ή άφωνη θλίψη χυνόταν μες στα μάτια των γυναικών. Η πιο σοφή, η γιαγιά, είχε μάθει, στο πέρασμα του καιρού, πως δεν έπρεπε στις πικρές ώρες να προσθέτει την ταραχή τη δική της στις έγνοιες του άντρα της, πως έπρεπε να σωπαίνει και να δαγκάνει τη λύπη στα δόντια της. Όταν, λοιπόν, τα μηνύματα του ουρανού ήταν κακά για τη γη, μαζεύοντας όλη τη δύναμή της για να συγκρατηθεί ψιθύριζε ταπεινά, ενώ σταύρωνε τα χέρια της με εγκαρτέρηση:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
― Βλογημένο τ’ όνομά του…<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Κ’ ευθύς έπειτα γύριζε σ’ εμάς, τα παιδιά, που περίεργα παρακολουθούσαμε την τελετή, βρίσκοντας έτσι διέξοδο:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
― Εσείς πρέπει πια να πάτε να κοιμηθείτε, έλεγε.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ερχόταν τότε πάντα μαζί μας, έκανε νόημα και στη μητέρα μας να φύγει, αφήνοντας έτσι τον παππού μονάχο στις σκέψεις του. Κ’ ενώ μας οδηγούσε να κοιμηθούμε:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
― Απόψε να πείτε στην προσευχή σας, να παρακαλέσετε να μας στείλει ο Θεός βροχή, έλεγε.»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τα παιδιά εκπλήρωναν την παράκληση της λατρεμένης γιαγιάς, όμως καμιά φορά έκαναν και λάθος, ζητούσαν το αντίθετο απ αυτό που έπρεπε. Τότε η γιαγιά ήταν απελπισμένη:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«― Πώς να ’ρθει η βροχή;.. ψιθύρισε. Τι να κάμει κι ο Θεός, αφού τα παιδιά τον παρακαλέσανε να μη στείλει νερό…<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Λυπηθήκαμε για ό,τι έγινε. Κι όταν, μιαν άλλη φορά πάλι τα μπερδέψαμε και δε συμφωνούσαμε όλα τα παιδιά για το τι έπρεπε να παρακαλέσουμε, στείλαμε την Αγάπη να ρωτήσει μέσα:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
― Γιαγιά, τι θέλουμε απόψε; Να βρέξει ή να μη βρέξει;»
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: αιχμαλωτίστηκε και τον έστειλαν στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Οι εμπειρίες του περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, «Το νούμερο 31328». Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι του έμαθε «πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι». Το Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Σε συνέντευξή του ο συγγραφέας έλεγε: «Ηταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Ολοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη...<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
- Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
- Να ξεχάσω! είπα απλά.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
- Πρέπει να τα γράψεις όλα.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
- Ολα; ρώτησα με αγωνία.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
- Ολα».<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
(«Απογευματινή», 5.6.1969)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το «Νούμερο» αναφέρεται χωρίς φόβο και χωρίς πάθος στις δραματικές περιπέτειες των αιχμαλώτων στα βάθη της Ανατολίας. Στη «Γαλήνη» που ακολουθεί, παρακολουθεί τους πρόσφυγες να προσπαθούν να ριζώσουν στην λεπτόγαιο Αττική, όπου, μάλιστα, οι ντόπιοι δεν τους θέλουν. «Φύγετε από δω» τους φωνάζει και τους ξαναφωνάζει ο επικεφαλής των ντόπιων. Και οι Φωκιανοί (από τη Φώκαια) απαντούν:<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Δεν φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
(…)<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Θα μείνουμε δω κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια κι ας πεθάνουμε!»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τότε ο θυμός που φούσκωνε, ξέσπασε και στην άλλη πλευρά, στους Βλάχους.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
«Ε, λοιπόν!» φώναξε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κι οι άλλοι βοσκοί. «Μείνετε λοιπόν και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ’ αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ’ εμάς και στα παιδιά μας ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!»<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο Βενέζης τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, και έγινε μέλος της Ακαδημίας. Όπως όλοι οι συμπατριώτες του υπήρξε εξαιρετικά εργατικός και το λογοτεχνικό του έργο γράφτηκε από το περίσσευμα του χρόνου του.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η φωτογραφία είναι του Στρατή Μπαλάσκα και δείχνει ανιχνευτές από τη Μυτιλήνη και την Πάτρα μπροστά στο σπίτι του Βενέζη στο Αϊβαλί.
Τέταρτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post.html">εδώ</a> <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post_3.html">και εδώ</a> και το τρίτο <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post_4.html">εδώ</a>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-75003932220487087202012-09-04T17:22:00.000+03:002012-09-05T19:51:08.132+03:00Ο Τσακιτζής της γιαγιάς Βασιλείας, του Τάσου Αθανασιάδη και του Γιασάρ Κεμάλ<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiuPvxQN10OK5FXhrra5nne9NruZmydhc6MyrZWGW9YekJv1-UIIF3TK13RwDrFsbQUkaDnHgroI7z6lc9ZRf9EX7bs8JfSmaiemD_WfR4RXmx8cCi3-uOJ8W_e6GKKZtDULrqTtA/s1600/cakici-efe.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="393" width="376" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiuPvxQN10OK5FXhrra5nne9NruZmydhc6MyrZWGW9YekJv1-UIIF3TK13RwDrFsbQUkaDnHgroI7z6lc9ZRf9EX7bs8JfSmaiemD_WfR4RXmx8cCi3-uOJ8W_e6GKKZtDULrqTtA/s400/cakici-efe.jpg" /></a></div>
Η γιαγιά Βασιλεία δεν ήξερε παραμύθια. Παρότι είχε μεγαλώσει στη χώρα των παραμυθιών, ένα και μόνο είχε μάθει και αυτό έλεγε ανακατεύοντας τούρκικες εξελληνισμένες λέξεις: έδωσε μια και μπήκε μέσα στο μπαρδάκι. Τι είναι το μπαρδάκι; Αδύνατον να το καταλάβεις εκτός και αν βρεις ποτέ ότι στα τουρκικά σημαίνει ποτήρι.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τα πράγματα άλλαζαν, εάν επρόκειτο για αφηγήσεις από την προσωπική της ζωή. Πότε στο χαρέμι ενός εμίρη στην Αίγυπτο, στην οποία είχε ταξιδέψει άπαξ το πολύ δις, πότε παλλακίδα ενός πασά στο Αϊντίνι, κοντά στο οποίο μεγάλωσε- το χωριό της το Umurlu υπάρχει και σήμερα-, πότε ερωμένη ενός πλούσιου Αρμένη με τσουβάλια λίρες, κέντριζε το ενδιαφέρον της μεγάλης αδερφής μου που την πίστευε. Τώρα γελάμε και θαυμάζουμε το ταλέντο της παντελώς αναλφάβητης πλην ευφυέστατης μητριαρχικής φιγούρας που όλες μας καταδυνάστευε, αλλά χάρη σε κείνην πολλαπλασιάσαμε τις εσωτερικές δυνάμεις και τις αντοχές μας και πήραμε μαθήματα ζωής. Όλα όσα έλεγε ήταν επινοημένα, βέβαια, για να επιβληθεί στις συνομιλήτριές της. Αλήθεια, πάντως, ήταν καλλονή. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εκεί που είχε τεράστια επιτυχία, ήταν όταν μιλούσε για τον Τσακιτζή, τον εφέ του Αϊδινίου. Δεν θυμάμαι αν έλεγε πως τον είχε δει από κοντά, δεν το αποκλείω κιόλας. Θεία αγαπημένου φίλου μου, αφοσιωμένη παντελώς στις ιστορίες, τα μασάλια όπως έλεγαν τις αφηγήσεις και τα παραμύθια οι Τούρκοι, επέμενε ότι τον είχε δει, καβάλα και οι δύο στα άλογά τους, όταν ήταν παιδί. Μόνο που οι χρονολογίες δεν βγαίναν. Εκείνη είχε αποκτήσει άλογο στα 1918 και ο Τσακιτζής είχε δολοφονηθεί στα 1912, όταν η ίδια ήταν μόλις τριών. Η γιαγιά Βασιλεία ήταν τότε έξι, αλλά η φαντασία των ανθρώπων είναι ανίκητη.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Ο πολυθρύλητος Τσακιτζή Μεχμέτ Εφές, ή Τσακίρτζαλη, Εφές του Αϊδινίου, γεννήθηκε το 1872 σε ένα χωριό κοντά στην αρχαία Εφεσο, το Αγιασουλούκ, που και αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα και σκοτώθηκε το 1912. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ-δηλαδή ο μηχανισμός του- πλήρωνε τον πατέρα του, τον ληστή Τσακιτζή Αχμέτ, για να ξεπαστρεύει άλλους ληστές. Σκοτώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε ενέδρα. Ο Τσακιτζής ήταν τότε έντεκα χρονών. <div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>Εκδικούμενος το θάνατο του πατέρα του και την προσβολή της μάνας του, έγινε πασίγνωστος φονιάς (το σκότωμα ανθρώπων είναι μια τιμή για τον ζεϊμπέκη) σκοτώνοντας συνολικά κατ’ άλλους οκτακόσια, κατ’ άλλους χίλια διακόσια άτομα. Δεν πίστευε όμως ότι είχε αδικήσει κανέναν. Οι φόνοι αυτοί ήταν φόνοι απονομής δικαίου, τιμής, άμυνας ή αντίστασης στους ζαπτιέδες (=χωροφύλακες) του κράτους. Ο Τσακιτζής στήριξε τη δύναμή του στην αγάπη των φτωχών. Ενας Ρομπέν των Δασών της εποχής του, έκλεβε από τους πλούσιους και τους καταπιεστές του λαού και μοίραζε στους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια έδινε προίκα, μοίραζε χρήματα στους άνεργους νέους.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgpgvgwYLw4J2lmvVPCMZv43ZiOcSUvhrVwlapbp_QWR_IiyYfFEFAg5E934gtF0ZW4rhmg285rIMZTsKIPcQu-8tYyuRkDII2k1sFjSrKFr8bgdnKGS9SVF7Hof9sZ_ishLc4kEQ/s1600/cakici.jpg" imageanchor="1" style="clear:left; float:left;margin-right:1em; margin-bottom:1em"><img border="0" height="320" width="243" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgpgvgwYLw4J2lmvVPCMZv43ZiOcSUvhrVwlapbp_QWR_IiyYfFEFAg5E934gtF0ZW4rhmg285rIMZTsKIPcQu-8tYyuRkDII2k1sFjSrKFr8bgdnKGS9SVF7Hof9sZ_ishLc4kEQ/s320/cakici.jpg" /></a></div>
Φυσικά, έγινε γρήγορα ο ήρωας όλων και τραγούδι στο στόμα τους. Μια από τις αφηγήσεις της οποίας την πηγή δεν θυμάμαι πια, έλεγε πως μια μέρα ένα ανύπαντρο κορίτσι ενώ μάζευε καλαμπόκια ή σταφύλια, τραγουδούσε τα λόγια που τον παίνευαν, όταν πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της. Εκείνη τον αναγνώρισε και λιποθύμησε από τον τρόμο, αυτός όμως τη συνέφερε και φανερά ικανοποιημένος από το τραγούδι της την προίκισε πλουσιοπάροχα.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Γινόταν απίστευτα σκληρός όταν έκρινε ότι υπήρξε αδικία ή ατιμία, όπως τότε που έκαψε με φρικτό τρόπο ζωντανούς εννιά αντάρτες που βασανίζαν ένα κορίτσι. Ήταν τρομερά γρήγορος, εύστοχος στο βόλι, πολύ παράτολμος, πονηρός και ατρόμητος. Σε όλη την αντάρτικη ζωή του ούτε μια φορά δεν έπεσε σε παγίδα. Κι όταν βρισκόταν στην ανάγκη να δώσει μάχη με τους ζαπτιέδες, τους ξέφευγε.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Οι λησταντάρτες (εφέδες) στην περιοχή του Αιγαίου είχαν βαθιές ρίζες, είναι πιο παλιοί κι από τους Οθωμανούς κι απ τους Βυζαντινούς. Η φήμη του ταξίδεψε μέχρι το Λονδίνο, ο Τσακιτζής έγινε μύθος σε όλους τους λαούς που κατοικούσαν τη Μικρασία. Και στους Ελληνες, βεβαίως, που τον είχαν, μέσα τους, εκχριστιανίσει. Μάλιστα, ο Τάσος Αθανασιάδης στο τετράτομο έργο του «Τα παιδιά της Νιόβης» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) έχει εκτενείς αφηγήσεις από συναντήσεις ενός ήρωά του με τον Τσακιτζή, ο οποίος του ζητά να τον βαφτίσει χριστιανό. Ε, αφού ήταν και κρυπτοχριστιανός, (αλήθεια ή ψέματα) ήταν υπερ-ήρωας.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhxqDhcZbUb5CJRUbLjsBvoM5UGzqdK2A5juX7eH9KYe7EWY7LYYkC6tEkS_sWixM8tOruluSz2CbiKxisw2UFux7QvySQ33GwLvGkjUE-GK9OVc5AiRHIaCBqZLmIgpAwJbKL8Kg/s1600/cakici-kemal.jpg" imageanchor="1" style="clear:right; float:right; margin-left:1em; margin-bottom:1em"><img border="0" height="217" width="150" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEhxqDhcZbUb5CJRUbLjsBvoM5UGzqdK2A5juX7eH9KYe7EWY7LYYkC6tEkS_sWixM8tOruluSz2CbiKxisw2UFux7QvySQ33GwLvGkjUE-GK9OVc5AiRHIaCBqZLmIgpAwJbKL8Kg/s320/cakici-kemal.jpg" /></a></div>
Όπως αναφέρει ο Γιασάρ Κεμάλ στο βιβλίο του «Ο Τσακιτζής» (εκδόσεις «Αγρα») ο Ριουστού,άνθρωπος που ανέλαβε να τον εξολοθρεύσει, τον παγίδευσε χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον σκότωσε χάρη στην τόλμη του αδερφού του, που χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο, αυτή την εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στην Ελλάδα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην «Ακρόπολη» όσο και στον «Ελληνικό Βορρά» μια τεράστια σε μήκος χρόνων αφήγηση των κατορθωμάτων του και έγινε ταινία με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και την Γκέλυ Μαυροπούλου σε σκηνοθεσία- ναι!- Νίκου Φώσκολου.
Ο θρύλος του Τσακιτζή τραγουδήθηκε με τούρκικα αλλά και με ελληνικά λόγια από την Ρόζα Εσκενάζι και από άλλους ερμηνευτές. Και, να η ιδιοτροπία της Ιστορίας: ο «Τσακιτζής» το τραγούδι για τον λεβέντη ζεϊμπέκη που σκοτώθηκε, σήμερα αναφέρεται εμμέσως και στον Κεμάλ Ατατούρκ. Γιατί; Επειδή ξεκινά «Οι λεύκες της Σμύρνης έριξαν τα φύλλα τους», επειδή στη Σμύρνη στις 9 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η τελική απομάκρυνση των ανυπεράσπιστων χριστιανικών πληθυσμών με φωτιά, βία και αίμα και επειδή περιλαμβάνει ύμνους στη λεβεντιά. Την οποία, μας συμφέρει δεν μας συμφέρει, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Η αναφορά στο έργο «Τα παιδιά της Νιόβης» δεν έγινε τυχαία. Ο Τάσος Αθανασιάδης διατρέχει μέσα από τις σελίδες τους, την ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη έως την καταστροφή και την προσφυγιά. Ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός, είχε γεννηθεί στο Σαλιχλί, ένα από τα ακρότατα σημεία στα οποία έφτασαν οι Ελληνες μόλις αποβιβάστηκαν και σε αυτό αναφέρεται κυρίως στο πρώτο βιβλίο, που είναι και το πιο δυνατό. Εκεί ο ήρωάς του συναντά και φιλοξενεί περισσότερες από μια φορές τον Τσακιτζή.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiLSnYaVREWbkuS82_wBb3bRPIQ2ilL5tDluhU7ZESeCuMC4MS2M9tef65qJ2q_c-zOwa_XTqtsTwMBdAv37pYy0SBbEtoDJfehg1Pt31P42WtQtcKtvc41Gr859JXjfOmqh6gQdA/s1600/niobe.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="320" width="212" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEiLSnYaVREWbkuS82_wBb3bRPIQ2ilL5tDluhU7ZESeCuMC4MS2M9tef65qJ2q_c-zOwa_XTqtsTwMBdAv37pYy0SBbEtoDJfehg1Pt31P42WtQtcKtvc41Gr859JXjfOmqh6gQdA/s320/niobe.jpg" /></a></div>
Η Νιόβη ήταν θυγατέρα του Τάνταλου και της Δίας, αδελφή του Πέλοπα και γυναίκα του Αμφίονα, που μαζί του απόκτησε εφτά γιούς και εφτά κόρες. Επειδή καυχήθηκε ότι είναι ανώτερη από τη Λητώ, που είχε μόνο δύο παιδιά - τον Απόλλωνα και την Αρτεμη - η Λητώ για να την εκδικηθεί, ζήτησε από τα δικά της να κατατοξεύσουν τα παιδιά της Νιόβης. Ο Απόλλωνας σκότωσε τα αρσενικά και η Αρτεμη τα θηλυκά. Γλύτωσαν μόνο ένας γιός και μια κόρη, ο Αμφίονας και η Χλωρίδα. Τότε η Νιόβη απαρηγόρητη κατέφυγε στη Σίπυλο, πόλη της Μικράς Ασίας. Εκεί παρακάλεσε τους θεούς και τη μεταμόρφωσαν σε πέτρα, απ' όπου συνεχώς τρέχει νερό - τα δάκρυα της Νιόβης.<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Τρίτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post.html">εδώ</a> <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post_3.html">και εδώ</a>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com3tag:blogger.com,1999:blog-33058579.post-82616937863516208462012-09-03T17:50:00.001+03:002012-09-20T13:08:48.320+03:00Κοσμάς Πολίτης "Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα"<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου όποτε διαβάζω την εξαιρετική «Πάροδο» από το αφιερωμένο στη Σμύρνη μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Στου Χατζηφράγκου». Είναι οι στιγμές που η πόλη καίγεται, καταστρέφεται, και ο Γιακουμής χάνει ό,τι αγάπησε περισσότερο στη ζωή του. Το περιβόλι του, με την πλούσια βλάστηση και το φτωχικό σπιτάκι, και την Κατερίνα του, «πέντε μηνώ βαρεμένη» μαζί με τον γιο που κυοφορεί. Η μεγάλη πένα του συγγραφέα, βουτάει εδώ στο μελάνι της λύπης και της φρίκης που ο ίδιος έζησε στη φλεγόμενη πόλη, πριν αναγκαστεί να την εγκαταλείψει με εκατοντάδες χιλιάδες κατατρεγμένους. Με άφατη θλίψη, αλλά και με απίστευτη τρυφερότητα.
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi62hyo5CpXKsF42ZAyK0DkBl2bIwaokDPPHnrx10rQ3gvqbmUo1leeq-mBzzDulsc_Gr78De6wZqSVgXTDf6JPvSVFTsB5KkKFYeGgVzphA0e4wG4OkykhJCAs7cpgwgjiJcgj-g/s1600/smyrna1922.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="276" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi62hyo5CpXKsF42ZAyK0DkBl2bIwaokDPPHnrx10rQ3gvqbmUo1leeq-mBzzDulsc_Gr78De6wZqSVgXTDf6JPvSVFTsB5KkKFYeGgVzphA0e4wG4OkykhJCAs7cpgwgjiJcgj-g/s400/smyrna1922.jpg" /></a></div>
Ο Κοσμάς Πολίτης δεν είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Όπως αναφέρει η σπουδαία Νόρα Αναγνωστάκη, «Είναι λίγο αστείο ότι γεννήθηκε στην Αθήνα (16 Μαρτίου 1888) ο πιο Σμυρνιός απ’ όλους τους Σμυρναίους, ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, σε μια γιορτή Αναλήψεως, όπως σπάνια έχει χαριστεί σε πόλη ζωντανεμένη από τη μνήμη κάποιου που την αγάπησε πολύ (η Σμύρνη είναι πρωταγωνίστρια στο βιβλίο του Στου Χατζηφράγκου).
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πράγματι, γεννήθηκε στην Αθήνα. Δυο μόλις χρόνια μετά, όμως, η οικογένειά του εγκαθίσταται στη Σμύρνη. Την οποία, αν και σκιαγραφεί, δεν κατανομάζει πουθενά σε ολόκληρο το βιβλίο. Ισως επειδή όπως λέει ο ίδιος στον Γ. Π. Σαββίδη, στην έκδοση του «Υψιλον», «για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα ‘ταν σαν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομά τους.»
Εκείνος τον ρωτά: Θα θέλατε να σχολιάσετε, τελειώνοντας, την αφιέρωση του νέου σας έργου: «Καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά»; Πιστεύετε ότι το αίσθημα αυτό το συμμερίζονται πολλοί άλλοι πρόσφυγες;
Και ο Πολίτης απαντά: «Πρώτα για την ελευθερία που νιώθαμε όταν ζούσαμε στη Σμύρνη: δεν είχαμε καμιά ενόχληση από τους Τούρκους, τουλάχιστον ως το 1914. Κι εκείνο το αίσθημα της καλοπέρασης, της αφθονίας – βασισμένο, βέβαια, κι αυτό στο καθεστώς των διομολογήσεων. Αλλά και στο εσωτερικό της Μικρασίας επικρατούσε κατά κανόνα ομόνοια ανάμεσα στους Τούρκους και στους Έλληνες. Όσο για τη Σμύρνη, μπορώ να πω ότι ζούσαμε σε μια άγνοια του τουρκικού στοιχείου. Αντίθετα, όταν εγκαταστάθηκε η Ελληνική Αρμοστεία στη Σμύρνη, έρχονταν στιγμές που εμείς οι ντόπιοι νιώθαμε πως βρισκόμαστε κάτω από ξένη – δε λέω “εχθρική” – κατοχή. Όσο πια για το αίσθημα του ραγιά που λέω πως καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου, δεν ξέρω πόσοι άλλοι πρόσφυγες το συμμερίζονται – εκείνο που ξέρω είναι ότι σίγουρα το έχουν πολλοί ντόπιοι.» (το μυθιστόρημα, που είχε τιμηθεί με α’ κρατικό βραβείο λογοτεχνίας το 1962, έτος κυκλοφορίας του, σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». Θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του. Πλήρης τίτλος, «Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας»).
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEho3bK3VSl-SPdXSAQEt4Cc7FziuTXfll9B2Z4387TXaNvhM8UkS_kXrXD2y0M3ZbfnDTtsuQtzh8Wry0ehkjC4mPK0igFeCbctjhgKhT38ySpu6eUuz2nX-763eMZGpjPq79p9uw/s1600/politis.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="276" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEho3bK3VSl-SPdXSAQEt4Cc7FziuTXfll9B2Z4387TXaNvhM8UkS_kXrXD2y0M3ZbfnDTtsuQtzh8Wry0ehkjC4mPK0igFeCbctjhgKhT38ySpu6eUuz2nX-763eMZGpjPq79p9uw/s400/politis.jpg" /></a></div>
Σε αυτό, λοιπόν, το τελευταίο του ουσιαστικά μυθιστόρημα, ο Κοσμάς Πολίτης μας ξαναζωντανεύει τη Σμύρνη του 1902. Μας ξαναφέρνει στη ζωή, σαν μάγος, σαν θαυματοποιός - όπως τον χαρακτηρίζει ο Απ. Σαχίνης - σαν πραγματικός τη χαμένη ελληνική πολιτεία. Παίρνοντας ως βάση μια φτωχική συνοικία της, του Χατζηφράγκου, ζωντανεύει με άφταστο τρόπο, τα ήθη, τις συνήθειες, τις ομορφιές και τις γραφικότητες της πόλης, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τους απλούς εργατικούς ανθρώπους, τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου. Η λεγόμενη "ανώτερη" κοινωνία, ο ψεύτικος κόσμος των προξενείων και των κοσμικών, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο στο μυθιστόρημα.
«Δεν υπάρχει αμφιβολία - γράφει ο Απ. Σαχίνης - πως ο Κοσμάς Πολίτης είναι αριστοτέχνης της υποβολής∙ έμμεσα και ανάλαφρα, ανεπαίσθητα, μας υποβάλλεται το καθετί "Στου Χατζηφράγκου", χωρίς κραυγές, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς αδιακρισίες ή υπερβολές: η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η κακία, η φιλία, η αγάπη, τα καθημερινά δράματα και οι τραγωδίες της ζωής, η προαιώνια αδικία που βασιλεύει στον κόσμο.»
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πριν περάσουμε στη συγκλονιστική αναφορά στις ώρες του ζόφου, ας εξηγήσουμε τι εννοεί η Νόρα Αναγνωστάκη όταν γράφει για τον Κοσμά Πολίτη ότι ήταν ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, μέσα από μικρό, αλλά δηλωτικό απόσπασμα: <i>«Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα που πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.»</i>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για να γράψεις για την καταστροφή, την οποία τόσοι και τόσοι περιέγραψαν. Είναι σαφές πως τις είχε. Ετσι, η πόλη , που βουλιάζει και χάνεται σιγά- σιγά, στοιχειώνει το μυαλό μας. Η τραγωδία κορυφώνεται με την προσωπική τραγωδία του Γιακουμή. Και ωστόσο, ο συγγραφέας είναι σαν να ζητά Σιωπή να βουτηχτούν τα αποκαϊδια της Σμύρνης και των ζωών τους και ηρεμία, για να αναπαυθούν μέσα της οι νεκροί.
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgYRhn9mGhE9i3LvsGObkglcB30Q-VJbnFoln1ZunOhxuvyIXZ2jYnPg1CNQuNeti_0sXZOVua2jGROovlTV_3SrTYhVJEHuvBlZv1L9tIRj-KPmtfma6DKpyEYPwSGC6wRFRpmYA/s1600/smyrni-quai.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="158" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEgYRhn9mGhE9i3LvsGObkglcB30Q-VJbnFoln1ZunOhxuvyIXZ2jYnPg1CNQuNeti_0sXZOVua2jGROovlTV_3SrTYhVJEHuvBlZv1L9tIRj-KPmtfma6DKpyEYPwSGC6wRFRpmYA/s400/smyrni-quai.jpg" /></a></div>
Οι τελευταίες μέρες, πριν φτάσει ο μπαξεβάνης ο Γιακουμής στην καμπάνα και το ράσο που φτερούγιζαν στον ουρανό, ξεκινούν από ένα παράδοξα ήσυχο μεσοδιάστημα μιας- δυο ημερών πριν από την καταστροφή: <i>«Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, είτανε η τρίτη καν η τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός. H πολιτεία λούφαζε. Eίχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιάτσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος είτανε, έχθρητα και άχτι-κ' οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος είτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θερίο. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της Aνατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Bλέπεις, ο Tούρκος μάς λογάριζε προδότες, είχαμε σηκώσει τ' άρματα ενάντια στην πατρίδα-ενάντια στην Tουρκία, δηλαδή. Mιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά... Kαι τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Mα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κ' είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, ύστερ' από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να 'τανε για σένα. Kαι πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα-α με καταλαβαίνεις. Oι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Tσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μακριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Eκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δικιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Ήγραφε πως μας πλανέψανε οι Έλληνοι, πως οι Tούρκοι είναι καλοί ανθρώποι, πως πρέπει ν' ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τι θα πει―άκου, άκου! αυτές που τρία χρόνια μας πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλνανε τον Tούρκο στην Kόκκινη Mηλιά-να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη της τούρκικιας πατρίδας-άκου, άκου! Tα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελούσανε γυναίκες-φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογελούσανε-ξεπορτίζανε παιδιά. Kάποια ονείρατα είχανε χαθεί, μα ονείρατα είν' εύκολο να ξαναφτιάξεις. Kι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά - δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Mα η Kατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σε λιγάκι, φοβάσαι να μείνης μονάχη; Nα πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.»
</i>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Στην προκυμαία πρόσφυγες που είχαν κατέβει να γλυτώσουν τη ζωή τους. Πίστευαν πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πόλη, ή πως τα τους έπαιρναν παραπλέοντα καράβια. Οι Ελληνες υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας διαβεβαιώνουν πως θα ξανάρθουν. Αγοράζει ψωμί και γυρνά.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
<b>«Στο σπίτι, βρήκα την Kατερίνα μου να βράζει χόρτα που τα 'χε μαζέψει από το μπαξέ. Tο πρόσωπό της γαληνεμένο, σοβαρό, σαν το διπλό καλοστρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι μας, εκεί, σε μια γωνιά. Eίτανε πρωτοβαρεμένη, πέντε μηνώ. Tίποτα δε με ρώτησε, μόνο ξάφριζε το τσουκάλι.
- Όξω ησυχία, της λέω.
Γύρισε και με κοίταξε.
- Mε γεια, μου λέει χαμογελαστά.
- Tι πράμα;
- Nα, που ξουρίστηκες.
Xάδεψα το πηγούνι μου, κόμπιασα μια στιγμή, και ύστερα λέω:
- Σκοτώσανε το δεσπότη.
- Θεός σχωρέσ' τονε, μου λέει, έτσι απλά-μα σαν έπιασε να κόβει το ψωμί, το χέρι της τρεμούλιαζε απ' τον αγκώνα.»</b>
Με δυο φράσεις μονάχα, το μαρτύριο του Χρυσοστόμου Σμύρνης περνά από τα μάτια του αναγνώστη. Και μαζί η θλίψη αλλά και ο φόβος. Που σταδιακά θα μετατραπεί σε τρόμο για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Σε λίγο, θα έρθει η φωτιά και όλα θα γίνουν χειρότερα.
<div class="separator" style="clear: both; text-align: center;">
<a href="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi7gxlIVnB9vffGqjNT94hLTg_hKI4Eao9Ll8C5T879RXjwXyhe02eGdUcjnZeJq-RRIX-8AAl-k4LQIOhIqBNSHCzhuz-J5GXwcHnc4QLbm6rUU4CscYSziZwsSUGOau5U7JliDg/s1600/Smyrna-yagin.jpg" imageanchor="1" style="margin-left:1em; margin-right:1em"><img border="0" height="257" width="400" src="https://blogger.googleusercontent.com/img/b/R29vZ2xl/AVvXsEi7gxlIVnB9vffGqjNT94hLTg_hKI4Eao9Ll8C5T879RXjwXyhe02eGdUcjnZeJq-RRIX-8AAl-k4LQIOhIqBNSHCzhuz-J5GXwcHnc4QLbm6rUU4CscYSziZwsSUGOau5U7JliDg/s400/Smyrna-yagin.jpg" /></a></div>
<i>«Kάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. H κάψα; Oι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. H φωτιά είτανε μακριά. Kαρατάρησα με το μάτι πως θα 'χε φτάσει από το Mπασμαχανέ στον Άι Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Aρμενιά. Mας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Mπροστά μου, τ' Aλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Aνθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Eίχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της είτανε ο νόμος κ' οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ' τα παράθυρα. O καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Tα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Tώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες.
Φωνάζανε από τ' Aλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Tο καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα 'κανε αχνό. Mπήκα στο σπίτι. H Kατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Mη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ νά 'ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ' Aλάνι. Tο ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα 'χαμε κοιμηθεί καμμιά - δυο ώρες.
Σιγά - σιγά, πήρε τ' αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Kαι ξαφνικά, μπουκάρανε απ' τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ' ένα μπόγο στον ώμο, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, μ' ένα τέντζερε στα χέρια ή μ' ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελλά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψιαρίζουνε-μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Mουγγοί, σκυφτοί, μ' αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά.
Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ' Aλάνι. Πέσαμε πλάι τους.
- Bρε παιδιά, πού πάτε;
Δείξανε μπροστά.
- Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπήτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Mπήτε να ξαποστάσετε.
Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Bγαίνανε απ' την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ' τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Oι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Mα οι γυναίκες είτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Mια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και είτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα 'τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβαλάγαν ένα γέρο πετσί και κόκκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι.
- Aμάν, πού πάτε, βρε παιδιά;
Aμάν αμάν! η φωτιά τούς είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Kι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Mπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο.
Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Oι Tούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ' Aλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.»</i>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Εφυγαν, κι έμειναν μόνοι με την Κατερίνα, «βαρεμένη (έγκυο) πέντε μηνώ». Εκείνη έχει σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και κάθεται σε μια καρέκλα. <i>« Tο μούτρο της είταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Tίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει... Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ' από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλιά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Tο ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άι Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Aικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Tράσα ή στο Kερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν' αρπάζει ολάκερο σοκάκι. O ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι ανέμοι ουρλιάζανε, χοχλακιαστός, καρουλιαστός... Bγήκε η Kατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Tίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό... Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Eίναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Kατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Mας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς... Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Kατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου... Tο 'πε σα να 'τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ' άρεσε. Mονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου... Ξάφνου σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει-ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή... και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο-ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός-ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ' αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Kατερίνας και κυνηγούσε τ' άπιαστα πουλιά.
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
H Kατερίνα κάθησε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ' Aλάνι, βαμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ' Aλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί - σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς-και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άι Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τόπια-μην τρέχεις, είπε η Kατερίνα, το παιδί-τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, είτανε γιος, το 'δα στη φλόγα του σπιτιού, κ' η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα... Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Kατερίνα.»</i>
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Πείτε μου, κι εσείς δεν κλαίτε;
<div dir="ltr" style="text-align: left;" trbidi="on">
<br /></div>
Αυτό είναι το δεύτερο κείμενο για τα 90 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το πρώτο, για τον Γιώργο Σεφέρη, <a href="http://many-books.blogspot.gr/2012/09/blog-post.html">εδώ</a>
Εαρινή Συμφωνίαhttp://www.blogger.com/profile/00067836632141076383noreply@blogger.com0