Πέμπτη, Οκτωβρίου 18, 2007

Μίλαν Κούντερα: η ζωή ήταν αλλού;







Ουδείς προφήτης εν τη εαυτού πατρίδι, λένε. Ούτε και ο Μίλαν Κούντερα. Μόλις φέτος η πατρίδα του, η Τσεχία, αποφάσισε να του δώσει το κρατικό βραβείο λογοτεχνίας. Δεν θα πάει να το παραλάβει, είτε επειδή δεν αντέχει συναισθηματικά είτε διότι τα τελευταία χρόνια σπάνια κάνει δημόσιες εμφανίσεις- και στην πατρίδα του πηγαίνει μόνο ινκόγκνιτο. Η ηλικία του άλλωστε (γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1929) μάλλον δεν του επιτρέπει ούτε φορτίσεις ούτε ταξίδια.
Ο Κούντερα έχει γεννηθεί στο Μπρνο της τότε Τσεχοσλοβακίας και νυν Τσεχίας σε μια μεσοαστική οικογένεια. Ο πατέρας του ήταν μαθητής του Λέος Γιάνατσεκ και διηύθυνε στη γενέθλια πόλη του τη μουσική ακαδημία που φέρει το όνομα του συνθέτη από το 1948 μέχρι το 1961. Ο γιος του έμαθε πιάνο και σπούδασε μουσικολογία και σύνθεση. Τι του έμεινε από αυτό; Μια αίσθηση μουσικότητας και η συνήθεια να χρησιμοποιεί νότες αντί για τελείες στα γραφτά του.
Συνέχισε με σπουδές σκηνοθεσίας, αλλά και αυτές δεν τον οδήγησαν πουθενά. Εν τω μεταξύ, είχε κάνει μια μεγάλη κίνηση με συνέπειες που προς το παρόν ήταν απρόβλεπτες, αλλά στο μέλλον αποδείχθηκαν σοβαρές: μπήκε στο Κομμουνιστικό Κόμμα Τσεχοσλοβακίας και βγήκε τάχιστα, μέσα σε δύο μόλις χρόνια (1948- 1950). Για την ακρίβεια, δεν βγήκε από μόνος του. Τον έδιωξαν για αντικομματικές ενέργειες…
Κι όμως, αυτή η μικρή περίοδος και τα συμβάντα της, επρόκειτο να του χαρίσουν την πρώτη μεγάλη επιτυχία του: «Το αστείο». Εστω και αν γράφηκε το 1967, αντλεί έμπνευση από αυτά.
Το 1956 τον ξαναδέχτηκαν στους κόλπους του Κομμουνιστικού Κόμματος για να τον ξαναδιώξουν το 1970, αυτή τη φορά οριστικά. Με τον Βάτσλαβ Χάβελ και άλλους διανοουμένους προετοίμασαν την Ανοιξη της Πράγας, με προσπάθειες για βελούδινη ανατροπή ενός καθεστώτος που δεν ήξερε να συνομιλεί με τη διαφορετικότητα και τη διανόηση. Ηρθε όμως η σοβιετική εισβολή και τα σοβιετικά τανκς στην Πράγα και όλα τινάχτηκαν στον αέρα. Η Επανάσταση στις χειρότερες στιγμές της…
Ο Κούντερα αντιτάχθηκε με όλες του τις δυνάμεις στην εισβολή και υπέστη τις συνέπειες. Τον απομόνωσαν, τον συκοφάντησαν, τον καταπίεσαν. Είδε και απόειδε, έφυγε το 1975 για τη Γαλλία. Στην πατρίδα του είχε ήδη εκδοθεί το «Η ζωή είναι αλλού». Στη νέα του πατρίδα έγραψε «Το βαλς του αποχαιρετισμού» (1976) «Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» (1979) την «Αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι» (1984) την «Τέχνη του μυθιστορήματος» (1985). Ακολούθησαν βιβλία γραμμένα απευθείας στα γαλλικά, ανάμεσα στα οποία και η «Αθανασία». Η τσέχικη περίοδος είχε, ωστόσο, τελειώσει. Μαζί και η μεγάλη έμπνευση.
Τι θέλω να πω; Θα φέρω το παράδειγμα των δικών μας Αριστερών, έστω και αν οι ιδεολογικές τους αντιλήψεις ήταν διαμετρικά αντίθετες με του Μίλαν Κούντερα. Όμως, ζούσαν, όπως και εκείνος, σε μια μητριά- πατρίδα που τους κατεδίωκε. Παρότι τους δόθηκαν οι ευκαιρίες να φύγουν και να πάνε σε φιλικές γι’ αυτούς χώρες, το αρνήθηκαν. Θυμάμαι τον Γιάννη Ρίτσο να μου λέει: «μακριά από την Ελλάδα δεν θα μπορούσα να ζήσω και να δημιουργήσω».
Ισως αν και ο Μίλαν Κούντερα είχε κάνει το ίδιο, η έμπνευσή του να είχε διατηρηθεί στα υψηλά επίπεδα. Ισως και όχι. Ποτέ δεν ξέρεις όταν πρόκειται για ανθρώπους, για τον Ανθρωπο. Τον τόσο θαυμαστό, τόσο μοναδικό, τόσο πολύπλοκο. Ισως πάλι να έχω άδικο και για την κάμψη του να ευθύνεται μονάχα η ηλικία και όχι το ότι απομακρύνθηκε ή και ολοκλήρωσε αυτά τα θέματα που τα λέω «τσέχικα». Θα επιμείνω, όμως. Διότι δεν μπορεί μετά την «Αβάσταχτη ελαφρότητα» να γέρασε ξαφνικά. Οι Γάλλοι, που έχουν τον όρο «depaysement» κάτι ξέρουν.