Το πλέον μισητό πρόσωπο της Σμύρνης μετά τη μικρασιατική καταστροφή, δεν ήταν ο βασιλιάς Κωνσταντίνος. Ούτε, καν, ο στρατηγός που έχασε τις τελευταίες μάχες του πολέμου. Ακριβώς ενενήντα ένα χρόνια μετά, παραμένει ο Υπατος αρμοστής, Αριστείδης Στεργιάδης. Οι αρετές του, είναι σαν να μην υπήρξαν. Σαν αυτό το μυστηριώδες πρόσωπο, ο άντρας που πέθανε αυτοεξόριστος στη Γαλλία, να είχε μόνο ελαττώματα.
Όχι πως δεν είχε δυσκολίες στον χαρακτήρα του, αδυναμίες, όχι πως δεν έκανε λάθη. Ο Στεργιάδης υπήρξε, όμως, ο αποδιοπομπαίος τράγος στον οποίο φορτώθηκαν όλες οι αβλεψίες, οι αβελτηρίες, οι παραλείψεις, οι εγκληματικές αποφάσεις του ελληνικού κράτους. Εκείνες που, τελικά, απέβησαν εναντίον της ελληνικής παρουσίας στην Ιωνία και του μικρασιατικού ελληνισμού.
Ο Στεργιάδης αντιμετωπίζεται σχεδόν πάντοτε με καχυποψία και αρνητισμό. Ενα βιβλίο, λογοτεχνικό κι όχι ιστορικό, «Ο Υπατος της Σμύρνης» της Σωτηρίας Μαραγκοζάκη («Κέδρος») κάνει προσπάθεια μέσα από πολλούς αφηγητές, με διαφορετικά «πιστεύω» και οπτικές γωνίες να περιγράψει τον άνθρωπο, τον αξιωματούχο, τον πατριώτη, τον δυνάστη. Πρόκειται για ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον, καλογραμμένο, πρωτότυπο, εξαιρετικό.
Η αλήθεια που δημιουργεί ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν πρέπει να συγχέεται με την αλήθεια του ιστορικού ή του χρονικογράφου. Πρόθεση της πρωτοεμφανιζόμενης συγγραφέως δεν ήταν να αποκαταστήσει τον Στεργιάδη, ούτε να αποσείσει το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του. Όμως, υπήρξε συνειδητή επιλογή «να μην μείνει αδιάφορος ή αμέτοχος ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως να προβληματισθεί, να στοχαστεί, να συγκινηθεί, να παιδευτεί, να κινητοποιηθεί, ακόμη και να ερευνήσει ο ίδιος.»
Γράφοντας για ένα πρόσωπο που- τουλάχιστον- διχάζει, δεν φοβήθηκε τις αντιδράσεις;
«Πράγματι ο Αριστείδης Στεργιάδης εξακολουθεί μέχρι στις μέρες μας να θεωρείται αμφιλεγόμενο πρόσωπο και τρόπον τινά να διχάζει αν και τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μια τάση επανεξέτασης προσώπων και γεγονότων της πολυτάραχης εκείνης εποχής, που ως γνωστόν κατέληξε στη μικρασιατική τραγωδία» απαντά η Σωτηρία Μαραγκοζάκη. Όταν ξεκινάς να γράφεις δεν κάνεις υπολογισμούς, ούτε ζυγίζεις τα πράγματα, πολύ δε μάλλον όταν η έρευνά σου καταδεικνύει πως δεν είναι έτσι όπως τα παρουσιάζει η κυρίαρχη αντίληψη, η οποία αντανακλάται στην επίσημη ιστορία. Ζήτημα φόβου δεν τίθεται γιατί αλίμονο αν φοβόμασταν να εκφράσουμε διαφορετική άποψη και διαρκώς συμμορφωνόμασταν «προς τας υποδείξεις», αν δεν αμφισβητούσαμε και αρκούμασταν σε όσα από καθέδρας μας παραδόθηκαν. Κάνουμε τόσους συμβιβασμούς στην καθημερινότητά μας που αρκούν, δε χρειάζεται και δεν αντέχεται να τους επεκτείνουμε περαιτέρω. Δεν σας κρύβω, βέβαια, πως ανέμενα κάποιες αντιδράσεις από ακραίους κύκλους και είχα φροντίσει να ενισχύσω τη φαρέτρα των επιχειρημάτων μου. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον δεν χρειάστηκε να απαντήσω διότι πέρα από κάποια απαξιωτικά σχόλια στο Διαδίκτυο δεν σημειώθηκε κάτι άλλο. Και αυτό το αποδίδω εν μέρει και στον τρόπο που είναι γραμμένο το βιβλίο, επειδή είναι πολυφωνικό και παρουσιάζει τα πρόσωπα και τα γεγονότα από διαφορετικές οπτικές γωνίες.
-Η έρευνά σας απέφερε στοιχεία που δεν γνωρίζουμε ή δεν τους δίνουμε σημασία. Ποιο ήταν το πλέον εντυπωσιακό; Ποια είναι η σημαντικότερη «αποκάλυψη» για τον Στεργιάδη και την εποχή, που αγνοούμε;
Η σχετική βιβλιογραφία για εκείνη την περίοδο είναι πλούσια το ζήτημα είναι όμως ότι γινόταν ως επί το πλείστον επιλεκτική χρήση των πληροφοριών. Και το λέω αυτό γιατί στο πλαίσιο της έρευνας διαπίστωσα πως σε ότι αφορά τον ρόλο του Στεργιάδη ως ύπατου αρμοστή Σμύρνης τα περισσότερα που έχουν γραφτεί διακρίνονται από μονομέρεια, προκατάληψη, έντονο συναισθηματισμό, αποσιωπήσεις, παραποιήσεις, ακόμη και νοθεύσεις. Για παράδειγμα ενώ πολλοί επικαλούνται το πασίγνωστο βιβλίο του Χόρτον «Η μάστιγα της Ασίας» ουδείς αναφέρεται στα όσα θετικά λέει για τον Στεργιάδη ο τότε πρόξενος των ΗΠΑ στη Σμύρνη. Ή ενώ είχαν γίνει δύο αποτυχημένες απόπειρες δολοφονίας κατά του Στεργιάδη από τους Τούρκους ουδείς λέει λέξη περί αυτού, ούτε για το τιτάνιο έργο που συντελέστηκε στα τρία χρόνια της Ελληνικής Διοίκησης Σμύρνης. Πάντως υπήρξε από τους ελάχιστους αν όχι ο μόνος που είχε πλήρη επίγνωση των δυσκολιών και της πολυπλοκότητας του μικρασιατικού εγχειρήματος. Και τέλος η περίφημη φράση που του αποδίδουν («καλύτερα να μείνουν εδώ να σφαγούν από τον Κεμάλ παρά να πάνε στην Ελλάδα και να δημιουργήσουν προβλήματα» εννοώντας τους ελληνοχριστιανικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας) είχε πρωτοειπωθεί από τον Γούναρη μέσα στη Βουλή των Ελλήνων! Μέχρι πρότινος έβρισκες να αποδίδεται η φράση αυτή στον Στεργιάδη ακόμη και στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας!
-Ο Στεργιάδης είναι ένα μισητό πρόσωπο, χωρίς ελαφρυντικά, κατά τους εχθρούς του. Έπαιξε αυτό ρόλο στην επιλογή του ως κεντρικού σας πρωταγωνιστή;
Ναι, γιατί το όνομά του τράβηξε την προσοχή μου πολλά χρόνια πριν εξαιτίας των όσων του αποδίδανε, που φαντάζανε αδιανόητα. Τα μυθιστορήματα της Διδώς Σωτηρίου, του Ηλία Βενέζη, του Τάσου Αθανασιάδη για την τραγωδία της Μικράς Ασίας με είχαν συγκλονίσει από τα χρόνια ακόμη του δημοτικού σχολείου. Αργότερα άρχισα να διαβάζω και ιστορικά βιβλία για εκείνη την περίοδο. Τα δε τελευταία επτά χρόνια άρχισα να συγκεντρώνω συστηματικά υλικό για αυτόν τον διαβόητο ύπατο αρμοστή Σμύρνης στο πλαίσιο μιας κανονικής έρευνας, που επεκτάθηκε και σε ιστορικά αρχεία. Και παρά το γεγονός ότι το βιβλίο εντάσσεται στη σφαίρα της λογοτεχνικής μυθοπλασίας η έρευνα που απαιτούνταν και διεξήγαγα ήταν πολύχρονη, επίμονη και σχολαστική.
-Θεωρείτε πως ο Ύπατος Αρμοστής ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος αντί άλλων; Ποιων;
Σίγουρα ήταν αποδιοπομπαίος τράγος, διότι εκτός από τους έξι που εκτελέστηκαν ως πρωταίτιοι της καταστροφής, ο Στεργιάδης βόλευε και προσφερόταν για τον ρόλο αυτό, επειδή δεν δικάστηκε, δεν του αποδόθηκαν επίσημα ποτέ κατηγορίες, έφυγε στο εξωτερικό και δεν ξαναπάτησε ποτέ σε ελληνικό ή τουρκικό έδαφος, δεν μίλησε, εκτός από δύο συνεντεύξεις που έδωσε, δεν άφησε απομνημονεύματα. Και αυτά παρότι γνώριζε πως εκκρεμούσε σε βάρος του ένα είδος ερημοδικίας και ότι το αμείλικτο δικαστήριο της κοινής γνώμης τον είχε ήδη καταδικάσει. Για αυτό και θέλησα στο βιβλίο να του δώσω φωνή. Έτσι το φαντάστηκα και έτσι έγραψα τον παραληρηματικό μονόλογό του λίγο πριν εκπνεύσει. Εκείνο που θέλω, λοιπόν, να πω, χωρίς να επιθυμώ σε καμία περίπτωση να επιβάλλω τη δική μου οπτική – άλλωστε με τον τρόπο που γράφτηκε το βιβλίο αυτό ακριβώς θέλησα να αποφύγω- είναι πως υπήρξε θύμα των γενικότερων συγκυριών και πως το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του προβληματίζει και εγείρει πολλά ερωτήματα μέχρι τις μέρες μας.
-Σαφώς και υπήρξε έχθρα ανάμεσα στον Στεργιάδη και τον Χρυσόστομο. Ωστόσο, ο τελευταίος καθαγιάζεται διότι έμεινε με το ποίμνιό του και υπέστη μαρτυρικό θάνατο, ενώ ο πρώτος έφυγε. Ποια είναι η γνώμη σας;
Ο Στεργιάδης έφυγε λίγες ώρες πριν την είσοδο των Τούρκων στη Σμύρνη και όχι από τους πρώτους, όπως ειπώθηκε αργότερα . Ωστόσο, ναι, έφυγε. Εάν έμενε – μιλώντας πάντα υποθετικά - το λιγότερο που θα πάθαινε θα ήταν να αιχμαλωτιζόταν. Ως γνήσιος γραφειοκράτης θεωρούσε πως οι κύριες υποχρεώσεις του, τότε που διαλυόταν το σύμπαν, ήταν να διαπεραιωθεί ο στρατός και να αποσοβήσει τον πανικό τηρώντας τον νόμο Ν. 2870/16-7-22 και ακολουθώντας πιστά συγκεκριμένες οδηγίες της «βασιλικής» κυβέρνησης του Γούναρη, η οποία δεν ήθελε επουδενί να δημιουργηθεί «προσφυγικό» ζήτημα στην παλιά Ελλάδα.
-Είχατε αποφασίσει εξαρχής πως ήταν «αθώος» ή αυτό προέκυψε καθώς γράφατε το μυθιστόρημα;
Αν και - τονίζω – η αλήθεια που δημιουργεί ο συγγραφέας ενός ιστορικού μυθιστορήματος δεν μπορεί και δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να συγχέεται με την αλήθεια του ιστορικού ή του χρονικογράφου οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει ο μυθιστοριογράφος είναι πολλές. Για παράδειγμα κάποιες από αυτές συνίστανται στο να καταφέρει να αναδείξει αθέατες πτυχές και υπόγειες δυνάμεις που – κατά την σαφώς υποκειμενική άποψή του- κινούν την ιστορική διαδικασία. Αλλά και να συνεισφέρει κάτι νέο, να ανακαινίσει τρόπον τινά τη σημασία αυτής της διαδικασίας. Πρόθεσή μου, λοιπόν, δεν ήταν να αποκαταστήσω τον Στεργιάδη, ούτε να αποσείσω το ιστορικό ανάθεμα στο πρόσωπό του. Απλώς να πω ότι υπήρξε συνειδητή επιλογή μου να μην μείνει αδιάφορος ή αμέτοχος ο αναγνώστης, αλλά αντιθέτως να προβληματισθεί, να στοχαστεί, να συγκινηθεί, να παιδευτεί, να κινητοποιηθεί, ακόμη και να ερευνήσει ο ίδιος. Να δει – επαναλαμβάνω- πολυδιάστατα, από διαφορετικές οπτικές γωνίες τα γεγονότα που διαδραματίσθηκαν εκείνη την εποχή, να τα προσεγγίσει πολύπλευρα.
-Σκέφτεστε να ασχοληθείτε και σε επόμενο βιβλίο σας με το λεγόμενο ιστορικό μυθιστόρημα ή ετοιμάζετε κάτι άλλο;
Επειδή η έρευνα σε παλαιότερες εποχές είναι συναρπαστική, ναι, σκέφτομαι να συνεχίσω και ήδη έχω ξεκινήσει . Ο 19ος αιώνας μα και η σκοτεινή και τραγική περίοδος του ελληνικού εμφυλίου είναι τα δύο «μέτωπα» που έχω ανοίξει. Ίδωμεν....
Ποιος –ή τι- ήταν ο Στεργιάδης
«Τι ήτο επιτέλους ο άνθρωπος Αριστείδης Στεργιάδης; Ήτο μεγαλοφυής, ανισόρροπος, δίκαιος, άδικος, ηθικός, ανήθικος, εργατικός, νωθρός, αυστηρός, ήρεμος, φιλοχρήματος, φιλελεύθερος, δημοκρατικός, μοναρχικός, σατράπης, μεσαιωνικός, περιφρονητής της εξουσίας, δούλος της αρχής, ανεξάρτητος ή αυλοκόλαξ, φιλάνθρωπος ή μισάνθρωπος, αλτρουιστής ή σαϋλοκ, γενναίος ή δειλός; Απεδείχθη εκ των υστέρων ότι ήτο απ' όλα αυτά.»
Ο δημοσιογράφος Μιχαήλ Ροδάς, διευθυντής του γραφείου Τύπου και Λογοκρισίας της Αρμοστείας στη Σμύρνη, γράφει όλα τα ανωτέρω και πολλά ακόμη. Τον έζησε από κοντά. Τον είχε ζήσει όμως κι ένα κορυφαίος πολιτικός, ο οποίος μάλιστα τον εμπιστεύθηκε. Κι όταν του ζητήθηκε να τον αποσύρει, ο Ελευθέριος Βενιζέλος απήντησε:
«Εν µέσω της διανοητικής παρακρούσεως όλων των εν Σµύρνη ηµετέρων στρατιωτικών και πολιτικών, µόνον ο Στεργιάδης παραµένει έχων διαυγή την αντίληψιν της καταστάσεως, προσπαθών να σώση αυτήν από του ναυαγίου εις το οποίον φέρεται… Η θέσις µας εν Σµύρνη από ηµέρας εις ηµέραν καθίσταται πολιτικώς επισφαλεστέρα, ουχί εξ ανικανότητος του Στεργιάδου αλλ’ εκ των παρεκτροπών του στρατού µας… (…) Αφ’ ετέρου οι αξιωµατικοί µας πρέπει να µάθουν να θωρακίζωνται µε δυσπιστίαν κατά των εισηγήσεων των εντοπίων αυτού οµογενών. Τα πάθη των τελευταίων είναι φαίνεται τόσον άγρια… Η ευθύνη και εδώ εννοείται ότι βαρύνει τους εκεί (Έλληνας) προκρίτους, όχι τον απλούν λαόν.» Πάθη, διαφωνίες, άλλη άποψη για τη στρατηγική. Αντίθεση από τον Μητροπολίτη Χρυσόστομο κι όχι μόνο. Εν ολίγοις, κόλαση.
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο Κρήτης από εύπορη οικογένεια. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα και το Παρίσι και ιδιώτευσε ως δικηγόρος στην γενέτειρά του από το 1889. Η αντιτουρκική δράση που ανέπτυξε η οικογένειά του είχε σαν αποτέλεσμα να σκοτωθούν τα δυο του αδέλφια, Ιωάννης και Θρασύβουλος. Πρωταγωνίστησε στην επανάσταση του Θέρισου, με αποτέλεσμα να φυλακισθεί από τους Άγγλους για δώδεκα μήνες.
Ασχολήθηκε με την πολιτική διατελώντας πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου Ηρακλείου μέχρι το 1910. Συνδέθηκε με στενή φιλία με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, με τον οποίο συνεργάστηκε στη σύνταξη διαφόρων νόμων για την τοπική αυτοδιοίκηση και για τον μουσουλμανικό πληθυσμό της Κρήτης. Το 1914 συμμετείχε στη σύνταξη της συνθήκης των Αθηνών. Στη συνέχεια διορίστηκε Γενικός διοικητής Ηπείρου (1917- 1919)
Σύμφωνα με τον Λεωνίδα Δρανδακη, ο «σκοτεινός» εκείνος άνθρωπος εξακολουθεί και σήμερα να είναι «σημείον αμφιλεγόμενον» γιατί απέφυγε να απολογηθεί. Ανέλαβε έτσι την συγκάλυψη της ιστορικής ευθύνης άλλων παραγόντων και σε τελευταία ανάλυση την ευθύνη της πολιτικής της Μεγάλης Ιδέας, όπως την οραματιζόταν ο Ελ. Βενιζέλος.
Παρ' ότι ο Στεργιάδης είχε να παρουσιάσει στην διάρκεια της παρουσίας του στην Σμύρνη, ένα σχετικά πλούσιο κοινωνικό έργο, στην κοινή γνώμη το όνομά του έγινε συνώνυμο της προδοσίας, αν και ουδεμία σχέση είχε με τα του ελληνικού στρατού και συνεπώς με την κατάρρευση του μετώπου. Κατόπιν, εκτέλεσε εντολές της κυβέρνησης η οποία δεν ήθελε πρόσφυγες. Γι αυτόν τον λόγο δεν στάλθηκαν ελληνικά πλοία να παραλάβουν τον πληθυσμό, εγκαταλείποντάς τον στην τύχη του.
Φυγαδεύτηκε στη Ρουμανία, στην συνέχεια πήγε στο Μόντε Κάρλο και κατέληξε στη Νίκαια της Γαλλίας, όπου και έζησε μέχρι και τον θάνατό του, τον Ιούλιο του 1949, μισθοδοτούμενος, λένε αρκετοί ιστορικοί, από τις βρετανικές υπηρεσίες, (κάτι που δεν έχει αποδειχθεί από την έρευνα των αρχείων). Εζησε καλά, μέχρι τις παραμονές του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Τότε καταστράφηκαν οι εταιρείες στις οποίες είχε μετοχές με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να πουλήσει ακόμη και τις οικοσκευές του για να επιζήσει. Τον συνέδραμε οικονομικά ο Νικόλαος Πλαστήρας.