Σάββατο, Σεπτεμβρίου 08, 2012

Πρόσφυγες τότε και τώρα "Οι νεκροί περιμένουν"


Ξέρω, δεν είναι ίδιες όλες οι καταστάσεις. Δεν σχετίζονται τα πάντα. Ή μήπως σχετίζονται; Εχω καταμπερδευτεί. Από προχθές, που έγινε το ναυάγιο με τους 60 πνιγμένους- τα μισά παιδάκια- ανοιχτά της Σμύρνης, ο νους μου συσχετίζει με τη μικρασιατική καταστροφή. Πρόσφυγες κι εκείνοι, πρόσφυγες κι οι δικοί μας. Εστω και αν τα γεγονότα ήταν διαφορετικά. Εστω και αν διαφορετικά εξελίχθηκε η μεταφορά. Όταν όμως έφτασαν εδώ, οι «τουρκόσποροι» οι «πρόσφυγγες» παρόμοια ήταν η υποδοχή και τα αισθήματα. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν πολύ που για να γελάσουν τάχα, μας λένε τουρκόσπορους και τουρκομερίτες. Ασε τι ακούμε κάθε φορά που επισκεπτόμαστε τα χώματα των προγόνων μας, για τα λεφτά που δίνουμε, λέει, στους Τούρκους. Φαίνεται ότι για κάποιους μόνο αυτά μετρούν…

Δεν λέω υπερβολές. Θα σας ζητήσω να φέρετε στη μνήμη σας την θυμωμένη Αλίκη- διδώ Σωτηρίου όταν φτάνει με τους θείους στον Πειραιά και τα συνομίληκά της κορίτσια τη ρωτούν πώς και δε φοράει σαλβάρι… «Οι νεκροί περιμένουν» (εκδόσεις «Κέδρος») είναι διαφωτιστικοί και για τα όσα προηγήθηκαν, με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, τον Μάιο του 18, την εκστρατεία και την πτώση του μετώπου, και για την απίστευτη υποδοχή που είχαν εδώ οι άνθρωποι που κατάφεραν να επιζήσουν αφού πρώτα πέρασαν δια πυρός και σιδήρου.

Η μικρή ηρωίδα του μυθιστορήματος και οι θείοι που την έχουν υιοθετήσει έχουν φύγει πριν από την καταστροφή της Σμύρνης. Δεν ξέρουν πως ενόσω ταξίδευαν στη θάλασσα, όλα είχαν χαθεί. Το τρομερό νέο το μαθαίνουν μόλις πατούν το πόδι τους στην καινούργια πατρίδα:

«Αρχίσαμε να βαδίζουμε πιασμένοι απ΄ το χέρι , κοντά ο ένας στον άλλον, χαμένοι, μουδιασμένοι, δισταχτικοί, σαν να ΄μαστε τυφλοί και δεν ξέρουμε που θα μας φέρει το κάθε βήμα που αποτολμούσαμε. Γυρεύαμε ξενοδοχείο στο λιμάνι για ν΄ ακουμπήσουμε και να περιμένουμε τους δικούς μας. Όπου όμως κι αν ρωτούσαμε, παίρναμε την ίδια στερεότυπη απόκριση:

-Απ΄ τη Σμύρνη έρχεστε; Δε δεχόμαστε πρόσφυγες.

-Μα θα σας πληρώσουμε καλά, άνθρωποι του Θεού, έλεγε η θεία Ερμιόνη. Εκείνοι επέμεναν στην άρνησή τους:

-Φοβόμαστε τις επιτάξεις . Δε μάθατε λοιπόν πως στη Χίο, στη Μυτιλήνη, στη Σάμο έφτασε προσφυγολόι, κι επιτάξανε όλα τα σχολεία, τα ξενοδοχεία, τα πάντα;

-Τι θέλαμε, τι γυρεύαμε μεις να ΄ρθούμε σε τούτον τον αφιλόξενο τόπο, έλεγε η κυρία Ελβίρα. Τι θέλαμε και τι γυρεύαμε να χωριστούμε από τους άνδρες μας!

Στο τέλος βρέθηκε ένας αναγκεμένος ξενοδόχος και μας έδωσε ένα σκοτεινό, άθλιο δωμάτιο με έξι κρεβάτια. Για πότε γινήκαμε πραγματικοί πρόσφυγες δεν το καταλάβαμε. Μέσα σε λίγα εικοσιτετράωρα όλος ο κόσμος αναποδογύρισε.

Βαπόρια φτάναν το ένα πίσω από τ΄ άλλο και ξεφόρτωναν κόσμο, έναν κόσμο ξεκουρντισμένον, αλλόκοτο, άρρωστο, συφοριασμένο, λες κι έβγαινε από φρενοκομεία, από νοσοκομεία, από νεκροταφεία. Έπηξαν οι δρόμοι, το λιμάνι οι εκκλησιές, τα σχολειά, οι δημόσιοι χώροι. Στα πεζοδρόμια γεννιόνταν παιδιά και πέθαιναν γέροι . Ενάμισι εκατομμύριο άνθρωποι βρεθήκανε ξαφνικά έξω απ΄ την προγονική τους γη. Παράτησαν σκοτωμένα παιδιά και γονιούς άταφους. Παράτησαν περιουσίες, τον καρπό στα δένδρα και στα χωράφια το φαΐ στη φουφού, τη σοδειά στην αποθήκη το κομπόδεμα στο συρτάρι, τα πορτρέτα των προγόνων στους τοίχους. Και βάλθηκαν να τρέχουν να φεύγουν κυνηγημένοι απ΄ το τούρκικο μαχαίρι και τη φωτιά του πολέμου. Έρχεται μια τραγική στιγμή στη ζωή του ανθρώπου, που το θεωρεί τύχη να μπορέσει να παρατήσει το έχει του, την πατρίδα του το παρελθόν του και να φύγει, να φύγει λαχανιασμένος αποζητώντας αλλού τη σιγουριά. Άρπαξαν οι άνθρωποι βάρκες, καΐκια, σχεδίες, βαπόρια, πέρασαν τη θάλασσα σ΄ έναν ομαδικό, φοβερό ξενιτεμό. Κοιμήθηκαν αποβραδίς νοικοκυραίοι στον τόπο τους και ξύπνησαν φυγάδες, θαλασσοπόροι, άστεγοι άποροι, αλήτες και ζητιάνοι στα λιμάνια του Πειραιά, της Σαλονίκης, της Καβάλας του Βόλου, της Πάτρας.

Ενάμισι εκατομμύριο αγωνίες και οικονομικά προβλήματα ξεμπαρκάρανε στο φλούδι της Ελλάδας, με μια θλιβερή ταμπέλα κρεμασμένη στο στήθος: ‘Πρόσφυγες!’Που να ακουμπήσουν οι πρόσφυγες; Τι να σκεφτούν; τι να ξεχάσουν; τι να πράξουν; που να δουλέψουν; πώς να ζήσουν;

Τρέμαν ακόμα απ΄ το φόβο. Τα μάτια τους ήταν κόκκινα απ΄ το αιμάτινο ποτάμι της κόλασης που διάβηκαν. Και σαν πάτησαν σε στέρεο έδαφος, μετρήθηκαν να δουν πόσοι φτάσανε και πόσοι λείπουν. Κι οι ζωντανοί δεν το πιστεύανε, μόνο άπλωναν τα χέρια τους στο κορμί τους και το ψάχνανε, για να βεβαιωθούνε πως δεν ήταν βρικόλακες. Και ψάχναν και για την ψυχή τους, να δουν αν ήταν στη θέση της. Μ΄ αυτή ήταν άφαντη. Είχε μείνει πίσω στην πατρίδα κοντά στους αγαπημένους νεκρούς και στους αιχμαλώτους, κοντά στα σπιτάκια, στα χωράφια, στις δουλειές….

Κι είπαν : περαστικοί είμαστε, ας βολευτούμε όπως όπως , κι αύριο θα ματαγυρίσουμε στα μέρη μας. Κι αποζητούσαν, τούτη την ελπίδα, με την ίδια λαχτάρα σαν το ψωμί το νερό και τ΄ αλάτι.

Τόσοι ήταν, ενάμισι εκατομμύριο ρωμιοί μικρασιάτες, που στριφογύριζαν τώρα στο καύκαλο της Ελλάδας, σαν περιπλανώμενοι ιουδαίοι διωγμένοι από τη γη της Χαναάν. Χωρίς πατρίδα χωρίς δουλειά χωρίς σπίτι. Και μόλις χτες να θυμάσαι πως ήσουνα νοικοκύρης.

Ψάχναν για τον αίτιο , αναθεμάτιζαν τον ουρανό, τη γης ,τον Κεμάλ το Βενιζέλο τον Κωνσταντίνο, την Αντάντ, τον πόλεμο. Μα πριν απ΄ όλα τον ύπουλο τον Άγγλο ,τον υπολογιστή ,το διπλοπρόσωπο, το σφετεριστή που έκανε μπίζνες και αυτοκρατορική πολιτική με το αίμα και τη δυστυχία ενός λαού.»

Επιστρέφω στο σήμερα. Τα πνιγμένα παιδάκια, οι πνιγμένοι γονείς, δεν πρόλαβαν καν να γίνουν μετανάστες- επομένως το αποτρόπαιο «λάθρομετανάστες» δεν μπορεί και εκ των πραγμάτων να ισχύσει. Παρόλα ταύτα, παρόλη αυτή την τραγωδία, δεν έλειψαν οι Ελληναράδες που άφησαν τα βρώμικα αποτυπώματά τους στο διαδίκτυο, επιχαίροντας γιατί οι πρόσφυγες δεν έφτασαν στα «ιερά» μας χώματα, να τα «μολύνουν». Χέρια βουτηγμένα στο αίμα τα γράφουν όλα αυτά. Χέρια που τραβούν στους βυθούς του μίσους τους νεκρούς, τους ζωντανούς, εμάς.

Δεν έχω καμία αυταπάτη: Αν όλα αυτά τα σκατόψυχα τέρατα ήξεραν πού αποβιβάζονται οι μετανάστες και οι πρόσφυγες, θα τους περίμεναν με όλη την ασχήμια που στάζουν οι ψυχές τους- άρα με οπλισμένα χέρια. Οι ομοαίματοι και ομόθρησκοι- ανάμεσά τους η Διδώ Σωτηρίου- τη γλύτωσαν παρά τρίχα το 22. Δεν θέλω να σκεφτώ τι θα γινόταν 90 χρόνια μετά, με την ανθρωπότητα να έχει περάσει από δύο παγκοσμίους πολέμους και από τον τρόμο του φασισμού και μυαλό να μην έχει βάλει. Αλλά εκτός από αυτούς, υπάρχουμε κι εμείς. Παιδιά και εγγόνια προσφύγων. Γιατί τους αφήνουμε;

Μέρες που είναι, εδώθα βρείτε ένα παλιότερο κείμενό μου για τα Ματωμένα Χώματα. Να προσθέσω πως τα αντίτυπα που είχαν μοιραστεί πριν από μερικά χρόνια στους μαθητές της ΣΤ δημοτικού και επιστράφηκαν, σκονίζονται σε κάποια κιβώτια αποθηκών σχολείων. Κανείς υπουργός Παιδείας δεν έχει ζητήσει να μοιραστούν ξανά σε παιδιά. Κι όμως, το κράτος τα έχει πληρώσει… Πώς φαίνεται ότι η μητριά- πατρίδα φοβάται ακόμα τη Διδώ…

Πέμπτη, Σεπτεμβρίου 06, 2012

Η Σμύρνη των Ελληνων


Με προϋπολογισμό μισού εκατομμυρίου δραχμών θα ξεκινούσε η λειτουργία του ελληνικού Πανεπιστημίου στη Σμύρνη. Το «Φως εξ Ανατολών» όπως το είχαν βαφτίσει ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που το οραματίστηκε, και ο Κωνσταντίνος Καραθεοδωρή, δεν έμελλε να λειτουργήσει . Λίγες μέρες πριν από το ξεκίνημα των μαθημάτων, η Σμύρνη έπεσε και ο Καραθεοδωρή αφού κατάφερε να διασώσει την οικογένειά του, έμεινε πίσω, στην πόλη που φλεγόταν για να πάρει την περιουσία του ελληνικού κράτους, να τη φέρει στην Ελλάδα. Τα γυάλινα όργανα του Χημείου σκονίζονται ακόμη σε κάποιες αίθουσες του δικού μας Χημείου. Κατά τα άλλα λίγοι θυμούνται το γεγονός.

Στην έκθεση «H Σμύρνη των Eλλήνων» που λειτουργεί στο Eθνικό Iστορικό Mουσείο, (Mέγαρο Παλαιάς Bουλής) υπάρχει το επίσημο έγγραφο του Πανεπιστημίου. Φέρει τις υπογραφές του Κραθεοδωρή, όπως και του- μισητού ή τουλάχιστον αμφιλεγόμενου- αρμοστή της ελληνικής διοίκησης, Αριστείδη Στεργιάδη. Ο μισθός του οριζόταν σε 4.000 δρχ. κατ’ έτος, το ένα τέταρτο από τον μέσο αμερικάνικο μισθό της εποχής.

Το έγγραφο είναι από τα πλέον συγκινητικά αντικείμενα της έκθεσης, που οργάνωσε η Ενωση Σμυρναίων. Οι σημαίες, οι γαλανόλευκες που κυματίζουν στις μνήμες μας, τα ενθυμήματα του μεγαλομάρτυρα Χρυσοστόμου, του μητροπολίτη Σμύρνης, η πένα με την οποία ο Βενιζέλος υπέγραψε τη συνθήκη των Σεβρών και άλλα, γυρίζουν τον επισκέπτη στις μέρες ακμής της «Γκιαούρ Ιζμίρ» και της άνθισης των ελληνικών πληθυσμών. Πλάι στους Αρμένιους, στους Εβραίους, αλλά και στους Τούρκους, πριν αρχίσουν οι δύσκολες μέρες που κατέληξαν στη γνωστή τραγωδία.

Κοιτάζεις τη λινή γαλανόλευκη του Αϊδινίου και δεν μπορείς να μη θυμηθείς πως κάθε κοπέλα είχε μια σημαία στην προίκα της. Σμυρνιές είχαν κεντήσει, άλλωστε, με χρυσή και ασημένια κλωστή, την εικόνα της Θεοτόκου (Κοίμηση) στο λάβαρο της Αγίας Λαύρας. Οσο για τον Χρυσόστομο, όχι μόνο τον προέτρεψαν να φύγει, μα του βρήκαν και θέση σε καράβι, ώστε να το κάνει. Κι εκείνος είπε πως δεν εγκαταλείπει το ποίμνιό του, γνωρίζοντας ότι η τύχη του θα ήταν κακή- έστω και αν δεν μπορούσε να προβλέψει τον μαρτυρικό του θάνατο.

Φωτογραφίες και πορτραίτα επώνυμων και ανώνυμων (ανάμεσα στους πρώτους ο Γιώργος Σεφέρης, ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Αδαμάντιος Κοραής) χαρακτικά και φωτογραφίες από την πόλη πριν και μετά την καταστροφή, η παιδεία και οι εκδόσεις, οι εφημερίδες και τα περιοδικά, όλα παρουσιάζονται με απλότητα και δύναμη στα θεωρεία της παλιάς Βουλής. Δίνουν αδρή εικόνα της πρωτοπορίας που είχε η Σμύρνη στην παιδεία, στα γράμματα, στην οικονομία, στον αθλητισμό. Η τεράστια επιτυχία της και το γεγονός ότι οι επισκέπτες είναι πάρα πολλοί καθημερινά, έχει οδηγήσει σε παράταση ώς τις 16 Σεπτεμβρίου. Ετσι, θα είναι ανοιχτή στις Hμέρες της Kαταστροφής του ’22, και του ξεριζωμού των Eλλήνων της Mικράς Aσίας που αναγκάσθηκαν να φύγουν. (Η Σμύρνη έπεσε σαν μεθαύριο, 90 χρόνια πριν και η φωτιά, οι σφαγές, τα βασανιστήρια, είχαν ολοκληρώσει την καταστροφή μερικές μέρες μετά).

Περιδιαβαίνεις τους διαδρόμους και στέκεσαι μπροστά σε κάθε προθήκη με βαθύτατη συγκίνηση. Το ίδιο και μπροστά στις φωτογραφίες, στους χάρτες, στα τεκμήρια που δείχνουν πως αυτός ο κόσμος "ο μικρός, ο μέγας" χωρίζεται από την ανυπαρξία από μια κλωστή. Τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, τα λάθη της Ελλάδας, η άνοδος των Νεοτούρκων, η εγκληματική δράση των Τσετών και η ανοχή προς αυτούς, ο πόλεμος που φέρνει τον θάνατο, όλα αυτά και άλλα ακόμη, ξεθεμέλιωσαν την ψυχή μιας πόλης. Ποιος θυμάται όμως τι σήμερα;

Τα κειμήλια είναι από τις συλλογές του Eθνικού Iστορικού Mουσείου. Η είσοδος στην έκθεση είναι ελεύθερη. Το μουσείο είναι κλειστό τη Δευτέρα.

Η κυρία Ελένη Μπίστικα έχει γράψει υπέροχα κείμενα στην Καθημερινή για την έκθεση.

Πέμπτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο εδώ και εδώ το τρίτο εδώ και το τέταρτο εδώ

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 05, 2012

Ηλίας Βενέζης: στη Γαλήνη της Αιολικής γης


Δεν ξέρω πώς έτυχε, μα αρκετοί από τους μικρασιάτες άνθρωποι των Γραμμάτων έμειναν στην ιστορία της λογοτεχνίας με ένα ψευδώνυμο που εκείνοι επέλεξαν και όχι με το κανονικό τους όνομα. Στην περίπτωση του Γιώργου Σεφέρη, το «Σεφεριάδης» ήταν ένα βαρύ επώνυμο, από πολλές απόψεις. Τον Κοσμά Πολίτη τον προέτρεψε η γυναίκα του να αλλάξει όνομα, απαξιώνοντας το πραγματικό του, Πάρις Ταβελούδης. Αλλιώς λεγόταν και ο Φώτης Κόντογλου. Αλλιώς και ο Ηλίας Βενέζης.

Ο Βενέζης γεννήθηκε το 1904 στο Αϊβαλί (κατά μία άλλη πηγή, που δεν διασταυρώνεται, το 1898). Ο πατέρας του, Μιχαήλ Μέλλος, καταγόταν από την Κεφαλλονιά και η μητέρα του από τη Λέσβο. Βενέζης λεγόταν ο παππούς του Δημήτριος από την πλευρά του πατέρα του.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα έζησε στο Αϊβαλί, μέχρι τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1914, όταν και εγκαταστάθηκε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στη Μυτιλήνη μέχρι το 1919. Επέστρεψαν στη γενέτειρά του, προσωρινά όπως αποδείχθηκε. Ο Βενέζης αναφερόταν με τεράστια αγάπη σε κείνα τα χώματα, όπου έζησε υπέροχα παιδικά χρόνια. Ένα απόσπασμα από την «Αιολική γη»:

«Στα Κιμιντένια κοντά στη γη, έμαθα να διαβάζω μες στα μάτια των ανθρώπων την καθημερινή, την αδιάκοπη αγωνία για τον καιρό, τη βροχή και τον άνεμο. Αυτό γινόταν προπάντων την άνοιξη, την εποχή του θερισμού και το φθινόπωρο. Ο παππούς μου κάθε βράδυ θα συμβουλευόταν τα σύννεφα που ταξιδεύαν πέρα απ’ τα Κιμιντένια, και τ’ άστρα. Έσκυβε έξω απ’ το παράθυρο και κοίταζε αυστηρά κ’ επίμονα τον ουρανό, συγκεντρωμένος στον εαυτό του, ενώ όλοι πίσω του σώπαιναν και περιμέναν. Ταπεινή, στέρεη και ιερή η πείρα των ανθρώπων της γης, των απλοϊκών του προγόνων, καμωμένη αίμα στο αίμα του, ξυπνούσε και ζούσε, υπολογίζοντας την κίνηση στα σύννεφα, το φως στα άστρα, την ταραχή του αγέρα στην ατμόσφαιρα. Σα να ήταν κάποια μυστική φωνή στον αγέρα, και στα σύννεφα, και στ’ άστρα. Μα κανείς μας δεν την άκουγε, κανείς δεν είχε το προνόμιο εκτός από κείνον.Όταν η συνομιλία με τη νύχτα τελείωνε, τραβούσε μέσα το κεφάλι του και γύριζε σ’ εμάς. Τότε τα μάτια της γιαγιάς και της μητέρας μου μεγάλωναν πιο πολύ, και μες στο υγρό τους φως έπαλλε η αγωνία.

Εκείνος έλεγε απλά:

― Έχουμε βροχή! Ίσαμε αύριο το βράδι!

Ή, το ίδιο απλά:

― Ξερός καιρός. Όχι, δεν έχουμε βροχή!

Τότε ανάλογα με την εποχή, με το αν ήταν η βροχή χρήσιμη ή καταστροφή για τα γεννήματα, γαλήνη ή άφωνη θλίψη χυνόταν μες στα μάτια των γυναικών. Η πιο σοφή, η γιαγιά, είχε μάθει, στο πέρασμα του καιρού, πως δεν έπρεπε στις πικρές ώρες να προσθέτει την ταραχή τη δική της στις έγνοιες του άντρα της, πως έπρεπε να σωπαίνει και να δαγκάνει τη λύπη στα δόντια της. Όταν, λοιπόν, τα μηνύματα του ουρανού ήταν κακά για τη γη, μαζεύοντας όλη τη δύναμή της για να συγκρατηθεί ψιθύριζε ταπεινά, ενώ σταύρωνε τα χέρια της με εγκαρτέρηση:

― Βλογημένο τ’ όνομά του…

Κ’ ευθύς έπειτα γύριζε σ’ εμάς, τα παιδιά, που περίεργα παρακολουθούσαμε την τελετή, βρίσκοντας έτσι διέξοδο:

― Εσείς πρέπει πια να πάτε να κοιμηθείτε, έλεγε.

Ερχόταν τότε πάντα μαζί μας, έκανε νόημα και στη μητέρα μας να φύγει, αφήνοντας έτσι τον παππού μονάχο στις σκέψεις του. Κ’ ενώ μας οδηγούσε να κοιμηθούμε:

― Απόψε να πείτε στην προσευχή σας, να παρακαλέσετε να μας στείλει ο Θεός βροχή, έλεγε.»

Τα παιδιά εκπλήρωναν την παράκληση της λατρεμένης γιαγιάς, όμως καμιά φορά έκαναν και λάθος, ζητούσαν το αντίθετο απ αυτό που έπρεπε. Τότε η γιαγιά ήταν απελπισμένη:

«― Πώς να ’ρθει η βροχή;.. ψιθύρισε. Τι να κάμει κι ο Θεός, αφού τα παιδιά τον παρακαλέσανε να μη στείλει νερό…

Λυπηθήκαμε για ό,τι έγινε. Κι όταν, μιαν άλλη φορά πάλι τα μπερδέψαμε και δε συμφωνούσαμε όλα τα παιδιά για το τι έπρεπε να παρακαλέσουμε, στείλαμε την Αγάπη να ρωτήσει μέσα:

― Γιαγιά, τι θέλουμε απόψε; Να βρέξει ή να μη βρέξει;»

Το 1922 η οικογένειά του εγκατέλειψε οριστικά πλέον τη Μικρά Ασία, ο ίδιος όμως δεν πρόλαβε να επιβιβαστεί στο πλοίο: αιχμαλωτίστηκε και τον έστειλαν στα εργατικά τάγματα για 14 μήνες. Οι εμπειρίες του περιέχονται στο πρώτο μυθιστόρημά του, «Το νούμερο 31328». Το 1923 απελευθερώθηκε και επέστρεψε στη Μυτιλήνη. Εκεί υπήρχε αξιόλογη λογοτεχνική κίνηση με πρωτεργάτη τον Στράτη Μυριβήλη. Αυτός μάλιστα τον παρακίνησε να καταγράψει την αιχμαλωσία του και έλεγε χαρακτηριστικά ότι του έμαθε «πώς να κρατάει το μολύβι στο χέρι». Το Νούμερο 31328 δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά σε συνέχειες το 1924 στην εφημερίδα Καμπάνα της Μυτιλήνης, διευθυντής της οποίας ήταν ο Μυριβήλης.

Σε συνέντευξή του ο συγγραφέας έλεγε: «Ηταν η μέρα που γύριζα στη Μυτιλήνη από τα κάτεργα της Ανατολής. Η αποβάθρα ήταν γεμάτη κόσμο. Ολοι ήθελαν να μου σφίξουν το χέρι, να μου μιλήσουν, να με ρωτήσουν για τους δικούς τους, που είχαν μείνει στην απέναντι αιολική γη...

Τότε πλησίασε ένας άγνωστος άνθρωπος, ο Μυριβήλης! Μου έσφιξε το χέρι και με ρώτησε:

- Τι σκοπεύεις να κάνεις τώρα;

- Να ξεχάσω! είπα απλά.

- Πρέπει να τα γράψεις όλα.

- Ολα; ρώτησα με αγωνία.

- Ολα».

(«Απογευματινή», 5.6.1969)

Το «Νούμερο» αναφέρεται χωρίς φόβο και χωρίς πάθος στις δραματικές περιπέτειες των αιχμαλώτων στα βάθη της Ανατολίας. Στη «Γαλήνη» που ακολουθεί, παρακολουθεί τους πρόσφυγες να προσπαθούν να ριζώσουν στην λεπτόγαιο Αττική, όπου, μάλιστα, οι ντόπιοι δεν τους θέλουν. «Φύγετε από δω» τους φωνάζει και τους ξαναφωνάζει ο επικεφαλής των ντόπιων. Και οι Φωκιανοί (από τη Φώκαια) απαντούν:

«Δεν φεύγουμε από δω! Ποτές πια! Μας δώσαν τη γη και θα μείνουμε! Θα μείνουμε! Θα μείνουμε!»

(…)

«Θα μείνουμε δω κι ας πεθάνουμε! Θα μείνουμε πια κι ας πεθάνουμε!»

Τότε ο θυμός που φούσκωνε, ξέσπασε και στην άλλη πλευρά, στους Βλάχους.

«Ε, λοιπόν!» φώναξε ο γέροντας, φωνάζαν τώρα κι οι άλλοι βοσκοί. «Μείνετε λοιπόν και θα δούμε ποιος θα στεριώσει σ’ αυτή τη γη! Θα σας χτυπήσουμε όπου σας βρούμε, θα σκοτώσουμε τα ζωντανά σας αν τύχει και κάμετε, θα πατήσουμε τα σπαρτά σας αν ριζώσουν! Χάρη ποτέ σας δε θα βρείτε σ’ εμάς και στα παιδιά μας ίσαμε που να ξεκληριστεί η φύτρα σας και να σβήσει!»

Ο Βενέζης τιμήθηκε με πλήθος βραβείων, και έγινε μέλος της Ακαδημίας. Όπως όλοι οι συμπατριώτες του υπήρξε εξαιρετικά εργατικός και το λογοτεχνικό του έργο γράφτηκε από το περίσσευμα του χρόνου του.

Η φωτογραφία είναι του Στρατή Μπαλάσκα και δείχνει ανιχνευτές από τη Μυτιλήνη και την Πάτρα μπροστά στο σπίτι του Βενέζη στο Αϊβαλί. Τέταρτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο εδώ και εδώ και το τρίτο εδώ

Τρίτη, Σεπτεμβρίου 04, 2012

Ο Τσακιτζής της γιαγιάς Βασιλείας, του Τάσου Αθανασιάδη και του Γιασάρ Κεμάλ


Η γιαγιά Βασιλεία δεν ήξερε παραμύθια. Παρότι είχε μεγαλώσει στη χώρα των παραμυθιών, ένα και μόνο είχε μάθει και αυτό έλεγε ανακατεύοντας τούρκικες εξελληνισμένες λέξεις: έδωσε μια και μπήκε μέσα στο μπαρδάκι. Τι είναι το μπαρδάκι; Αδύνατον να το καταλάβεις εκτός και αν βρεις ποτέ ότι στα τουρκικά σημαίνει ποτήρι.

Τα πράγματα άλλαζαν, εάν επρόκειτο για αφηγήσεις από την προσωπική της ζωή. Πότε στο χαρέμι ενός εμίρη στην Αίγυπτο, στην οποία είχε ταξιδέψει άπαξ το πολύ δις, πότε παλλακίδα ενός πασά στο Αϊντίνι, κοντά στο οποίο μεγάλωσε- το χωριό της το Umurlu υπάρχει και σήμερα-, πότε ερωμένη ενός πλούσιου Αρμένη με τσουβάλια λίρες, κέντριζε το ενδιαφέρον της μεγάλης αδερφής μου που την πίστευε. Τώρα γελάμε και θαυμάζουμε το ταλέντο της παντελώς αναλφάβητης πλην ευφυέστατης μητριαρχικής φιγούρας που όλες μας καταδυνάστευε, αλλά χάρη σε κείνην πολλαπλασιάσαμε τις εσωτερικές δυνάμεις και τις αντοχές μας και πήραμε μαθήματα ζωής. Όλα όσα έλεγε ήταν επινοημένα, βέβαια, για να επιβληθεί στις συνομιλήτριές της. Αλήθεια, πάντως, ήταν καλλονή.

Εκεί που είχε τεράστια επιτυχία, ήταν όταν μιλούσε για τον Τσακιτζή, τον εφέ του Αϊδινίου. Δεν θυμάμαι αν έλεγε πως τον είχε δει από κοντά, δεν το αποκλείω κιόλας. Θεία αγαπημένου φίλου μου, αφοσιωμένη παντελώς στις ιστορίες, τα μασάλια όπως έλεγαν τις αφηγήσεις και τα παραμύθια οι Τούρκοι, επέμενε ότι τον είχε δει, καβάλα και οι δύο στα άλογά τους, όταν ήταν παιδί. Μόνο που οι χρονολογίες δεν βγαίναν. Εκείνη είχε αποκτήσει άλογο στα 1918 και ο Τσακιτζής είχε δολοφονηθεί στα 1912, όταν η ίδια ήταν μόλις τριών. Η γιαγιά Βασιλεία ήταν τότε έξι, αλλά η φαντασία των ανθρώπων είναι ανίκητη.

Ο πολυθρύλητος Τσακιτζή Μεχμέτ Εφές, ή Τσακίρτζαλη, Εφές του Αϊδινίου, γεννήθηκε το 1872 σε ένα χωριό κοντά στην αρχαία Εφεσο, το Αγιασουλούκ, που και αυτό υπάρχει μέχρι σήμερα και σκοτώθηκε το 1912. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ-δηλαδή ο μηχανισμός του- πλήρωνε τον πατέρα του, τον ληστή Τσακιτζή Αχμέτ, για να ξεπαστρεύει άλλους ληστές. Σκοτώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, σε ενέδρα. Ο Τσακιτζής ήταν τότε έντεκα χρονών.

Εκδικούμενος το θάνατο του πατέρα του και την προσβολή της μάνας του, έγινε πασίγνωστος φονιάς (το σκότωμα ανθρώπων είναι μια τιμή για τον ζεϊμπέκη) σκοτώνοντας συνολικά κατ’ άλλους οκτακόσια, κατ’ άλλους χίλια διακόσια άτομα. Δεν πίστευε όμως ότι είχε αδικήσει κανέναν. Οι φόνοι αυτοί ήταν φόνοι απονομής δικαίου, τιμής, άμυνας ή αντίστασης στους ζαπτιέδες (=χωροφύλακες) του κράτους. Ο Τσακιτζής στήριξε τη δύναμή του στην αγάπη των φτωχών. Ενας Ρομπέν των Δασών της εποχής του, έκλεβε από τους πλούσιους και τους καταπιεστές του λαού και μοίραζε στους φτωχούς, προίκιζε φτωχά κορίτσια έδινε προίκα, μοίραζε χρήματα στους άνεργους νέους.

Φυσικά, έγινε γρήγορα ο ήρωας όλων και τραγούδι στο στόμα τους. Μια από τις αφηγήσεις της οποίας την πηγή δεν θυμάμαι πια, έλεγε πως μια μέρα ένα ανύπαντρο κορίτσι ενώ μάζευε καλαμπόκια ή σταφύλια, τραγουδούσε τα λόγια που τον παίνευαν, όταν πετάχτηκε ξαφνικά μπροστά της. Εκείνη τον αναγνώρισε και λιποθύμησε από τον τρόμο, αυτός όμως τη συνέφερε και φανερά ικανοποιημένος από το τραγούδι της την προίκισε πλουσιοπάροχα.

Γινόταν απίστευτα σκληρός όταν έκρινε ότι υπήρξε αδικία ή ατιμία, όπως τότε που έκαψε με φρικτό τρόπο ζωντανούς εννιά αντάρτες που βασανίζαν ένα κορίτσι. Ήταν τρομερά γρήγορος, εύστοχος στο βόλι, πολύ παράτολμος, πονηρός και ατρόμητος. Σε όλη την αντάρτικη ζωή του ούτε μια φορά δεν έπεσε σε παγίδα. Κι όταν βρισκόταν στην ανάγκη να δώσει μάχη με τους ζαπτιέδες, τους ξέφευγε.

Οι λησταντάρτες (εφέδες) στην περιοχή του Αιγαίου είχαν βαθιές ρίζες, είναι πιο παλιοί κι από τους Οθωμανούς κι απ τους Βυζαντινούς. Η φήμη του ταξίδεψε μέχρι το Λονδίνο, ο Τσακιτζής έγινε μύθος σε όλους τους λαούς που κατοικούσαν τη Μικρασία. Και στους Ελληνες, βεβαίως, που τον είχαν, μέσα τους, εκχριστιανίσει. Μάλιστα, ο Τάσος Αθανασιάδης στο τετράτομο έργο του «Τα παιδιά της Νιόβης» (Βιβλιοπωλείον της Εστίας) έχει εκτενείς αφηγήσεις από συναντήσεις ενός ήρωά του με τον Τσακιτζή, ο οποίος του ζητά να τον βαφτίσει χριστιανό. Ε, αφού ήταν και κρυπτοχριστιανός, (αλήθεια ή ψέματα) ήταν υπερ-ήρωας.

Όπως αναφέρει ο Γιασάρ Κεμάλ στο βιβλίο του «Ο Τσακιτζής» (εκδόσεις «Αγρα») ο Ριουστού,άνθρωπος που ανέλαβε να τον εξολοθρεύσει, τον παγίδευσε χρησιμοποιώντας πολύ μεγάλη μαεστρία και τον σκότωσε χάρη στην τόλμη του αδερφού του, που χώθηκε σ ένα νερόλακο και σκαρφάλωσε με υπεράνθρωπες προσπάθειες μια πολύ απότομη βραχοπλαγιά. Το πτώμα του όμως το βρήκαν αποκεφαλισμένο και γδαρμένο ώστε να μην είναι αναγνωρίσιμο, αυτή την εντολή είχε δώσει στα παλληκάρια του. Το αναγνώρισε η πρώτη του γυναίκα.

Το κρέμασαν από τα πόδια και το άφησαν εκτεθειμένο σε κοινή θέα στο κέντρο της πλατείας του Ναζιλί, αλλά πολύς κόσμος έκλαιγε και το πήρε πολύ βαριά που εκτέθηκε δημόσια, κρεμασμένο ανάποδα το σώμα ενός τόσο γενναίου ανθρώπου.

Στην Ελλάδα δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην «Ακρόπολη» όσο και στον «Ελληνικό Βορρά» μια τεράστια σε μήκος χρόνων αφήγηση των κατορθωμάτων του και έγινε ταινία με τον Ανδρέα Μπάρκουλη και την Γκέλυ Μαυροπούλου σε σκηνοθεσία- ναι!- Νίκου Φώσκολου. Ο θρύλος του Τσακιτζή τραγουδήθηκε με τούρκικα αλλά και με ελληνικά λόγια από την Ρόζα Εσκενάζι και από άλλους ερμηνευτές. Και, να η ιδιοτροπία της Ιστορίας: ο «Τσακιτζής» το τραγούδι για τον λεβέντη ζεϊμπέκη που σκοτώθηκε, σήμερα αναφέρεται εμμέσως και στον Κεμάλ Ατατούρκ. Γιατί; Επειδή ξεκινά «Οι λεύκες της Σμύρνης έριξαν τα φύλλα τους», επειδή στη Σμύρνη στις 9 Σεπτεμβρίου ξεκίνησε η τελική απομάκρυνση των ανυπεράσπιστων χριστιανικών πληθυσμών με φωτιά, βία και αίμα και επειδή περιλαμβάνει ύμνους στη λεβεντιά. Την οποία, μας συμφέρει δεν μας συμφέρει, ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει.

Η αναφορά στο έργο «Τα παιδιά της Νιόβης» δεν έγινε τυχαία. Ο Τάσος Αθανασιάδης διατρέχει μέσα από τις σελίδες τους, την ιστορία του Μικρασιατικού Ελληνισμού από την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη έως την καταστροφή και την προσφυγιά. Ο συγγραφέας και ακαδημαϊκός, είχε γεννηθεί στο Σαλιχλί, ένα από τα ακρότατα σημεία στα οποία έφτασαν οι Ελληνες μόλις αποβιβάστηκαν και σε αυτό αναφέρεται κυρίως στο πρώτο βιβλίο, που είναι και το πιο δυνατό. Εκεί ο ήρωάς του συναντά και φιλοξενεί περισσότερες από μια φορές τον Τσακιτζή.

Η Νιόβη ήταν θυγατέρα του Τάνταλου και της Δίας, αδελφή του Πέλοπα και γυναίκα του Αμφίονα, που μαζί του απόκτησε εφτά γιούς και εφτά κόρες. Επειδή καυχήθηκε ότι είναι ανώτερη από τη Λητώ, που είχε μόνο δύο παιδιά - τον Απόλλωνα και την Αρτεμη - η Λητώ για να την εκδικηθεί, ζήτησε από τα δικά της να κατατοξεύσουν τα παιδιά της Νιόβης. Ο Απόλλωνας σκότωσε τα αρσενικά και η Αρτεμη τα θηλυκά. Γλύτωσαν μόνο ένας γιός και μια κόρη, ο Αμφίονας και η Χλωρίδα. Τότε η Νιόβη απαρηγόρητη κατέφυγε στη Σίπυλο, πόλη της Μικράς Ασίας. Εκεί παρακάλεσε τους θεούς και τη μεταμόρφωσαν σε πέτρα, απ' όπου συνεχώς τρέχει νερό - τα δάκρυα της Νιόβης.

Τρίτο μέρος στο αφιέρωμα για τα 90χρονα από τη μικρασιατική καταστροφή. Το πρώτο και το δεύτερο εδώ και εδώ

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 03, 2012

Κοσμάς Πολίτης "Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Κατερίνα"


Δεν μπορώ να συγκρατήσω τα δάκρυά μου όποτε διαβάζω την εξαιρετική «Πάροδο» από το αφιερωμένο στη Σμύρνη μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη «Στου Χατζηφράγκου». Είναι οι στιγμές που η πόλη καίγεται, καταστρέφεται, και ο Γιακουμής χάνει ό,τι αγάπησε περισσότερο στη ζωή του. Το περιβόλι του, με την πλούσια βλάστηση και το φτωχικό σπιτάκι, και την Κατερίνα του, «πέντε μηνώ βαρεμένη» μαζί με τον γιο που κυοφορεί. Η μεγάλη πένα του συγγραφέα, βουτάει εδώ στο μελάνι της λύπης και της φρίκης που ο ίδιος έζησε στη φλεγόμενη πόλη, πριν αναγκαστεί να την εγκαταλείψει με εκατοντάδες χιλιάδες κατατρεγμένους. Με άφατη θλίψη, αλλά και με απίστευτη τρυφερότητα.
Ο Κοσμάς Πολίτης δεν είχε γεννηθεί στη Μικρά Ασία. Όπως αναφέρει η σπουδαία Νόρα Αναγνωστάκη, «Είναι λίγο αστείο ότι γεννήθηκε στην Αθήνα (16 Μαρτίου 1888) ο πιο Σμυρνιός απ’ όλους τους Σμυρναίους, ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, σε μια γιορτή Αναλήψεως, όπως σπάνια έχει χαριστεί σε πόλη ζωντανεμένη από τη μνήμη κάποιου που την αγάπησε πολύ (η Σμύρνη είναι πρωταγωνίστρια στο βιβλίο του Στου Χατζηφράγκου).

Πράγματι, γεννήθηκε στην Αθήνα. Δυο μόλις χρόνια μετά, όμως, η οικογένειά του εγκαθίσταται στη Σμύρνη. Την οποία, αν και σκιαγραφεί, δεν κατανομάζει πουθενά σε ολόκληρο το βιβλίο. Ισως επειδή όπως λέει ο ίδιος στον Γ. Π. Σαββίδη, στην έκδοση του «Υψιλον», «για τους αγαπημένους νεκρούς του μιλάει κανείς συχνά χωρίς να τους ονομάζει, νιώθοντας πως θα ‘ταν σαν ασέβεια στη μνήμη τους να προφέρει το όνομά τους.» Εκείνος τον ρωτά: Θα θέλατε να σχολιάσετε, τελειώνοντας, την αφιέρωση του νέου σας έργου: «Καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου το αίσθημα του ραγιά»; Πιστεύετε ότι το αίσθημα αυτό το συμμερίζονται πολλοί άλλοι πρόσφυγες; Και ο Πολίτης απαντά: «Πρώτα για την ελευθερία που νιώθαμε όταν ζούσαμε στη Σμύρνη: δεν είχαμε καμιά ενόχληση από τους Τούρκους, τουλάχιστον ως το 1914. Κι εκείνο το αίσθημα της καλοπέρασης, της αφθονίας – βασισμένο, βέβαια, κι αυτό στο καθεστώς των διομολογήσεων. Αλλά και στο εσωτερικό της Μικρασίας επικρατούσε κατά κανόνα ομόνοια ανάμεσα στους Τούρκους και στους Έλληνες. Όσο για τη Σμύρνη, μπορώ να πω ότι ζούσαμε σε μια άγνοια του τουρκικού στοιχείου. Αντίθετα, όταν εγκαταστάθηκε η Ελληνική Αρμοστεία στη Σμύρνη, έρχονταν στιγμές που εμείς οι ντόπιοι νιώθαμε πως βρισκόμαστε κάτω από ξένη – δε λέω “εχθρική” – κατοχή. Όσο πια για το αίσθημα του ραγιά που λέω πως καταφέρανε να ‘χω στην πατρίδα μου, δεν ξέρω πόσοι άλλοι πρόσφυγες το συμμερίζονται – εκείνο που ξέρω είναι ότι σίγουρα το έχουν πολλοί ντόπιοι.» (το μυθιστόρημα, που είχε τιμηθεί με α’ κρατικό βραβείο λογοτεχνίας το 1962, έτος κυκλοφορίας του, σήμερα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας». Θεωρείται από πολλούς το αριστούργημά του. Πλήρης τίτλος, «Στου Χατζηφράγκου. Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας»).
Σε αυτό, λοιπόν, το τελευταίο του ουσιαστικά μυθιστόρημα, ο Κοσμάς Πολίτης μας ξαναζωντανεύει τη Σμύρνη του 1902. Μας ξαναφέρνει στη ζωή, σαν μάγος, σαν θαυματοποιός - όπως τον χαρακτηρίζει ο Απ. Σαχίνης - σαν πραγματικός τη χαμένη ελληνική πολιτεία. Παίρνοντας ως βάση μια φτωχική συνοικία της, του Χατζηφράγκου, ζωντανεύει με άφταστο τρόπο, τα ήθη, τις συνήθειες, τις ομορφιές και τις γραφικότητες της πόλης, βάζοντας σε πρώτο πλάνο τους απλούς εργατικούς ανθρώπους, τους ανθρώπους του καθημερινού μόχθου. Η λεγόμενη "ανώτερη" κοινωνία, ο ψεύτικος κόσμος των προξενείων και των κοσμικών, βρίσκεται σε δεύτερο πλάνο στο μυθιστόρημα. «Δεν υπάρχει αμφιβολία - γράφει ο Απ. Σαχίνης - πως ο Κοσμάς Πολίτης είναι αριστοτέχνης της υποβολής∙ έμμεσα και ανάλαφρα, ανεπαίσθητα, μας υποβάλλεται το καθετί "Στου Χατζηφράγκου", χωρίς κραυγές, χωρίς μεγάλα λόγια, χωρίς αδιακρισίες ή υπερβολές: η ανθρωπιά, η καλοσύνη, η κακία, η φιλία, η αγάπη, τα καθημερινά δράματα και οι τραγωδίες της ζωής, η προαιώνια αδικία που βασιλεύει στον κόσμο.»

Πριν περάσουμε στη συγκλονιστική αναφορά στις ώρες του ζόφου, ας εξηγήσουμε τι εννοεί η Νόρα Αναγνωστάκη όταν γράφει για τον Κοσμά Πολίτη ότι ήταν ο άνθρωπος που ανέβασε στους ουρανούς την πεθαμένη Σμύρνη με την πένα του και τους χαρταετούς της, μέσα από μικρό, αλλά δηλωτικό απόσπασμα: «Είδες ποτέ σου πολιτεία να σηκώνεται ψηλά; Δεμένη από χιλιάδες σπάγγοι ν’ ανεβαίνει στα ουράνια; Ε, λοιπόν, ούτε είδες ούτε θα ματαδείς ένα τέτοιο θάμα. Αρχινούσανε την Καθαρή Δευτέρα -είτανε αντέτι- και συνέχεια την κάθε Κυριακή και σκόλη, ώσαμε των Βαγιών. Από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι κι από το κάθε δώμα κι από τον κάθε ταρλά του κάθε μαχαλά της πολιτείας, αμολάρανε τσερκένια. Πήχτρα ο ουρανός. Τόσο, που δε βρίσκανε θέση τα πουλιά. […] Ολάκερη τη Μεγάλη Σαρακοστή, κάθε Κυριακή και σκόλη, η πολιτεία ταξίδευε στον ουρανό. Ανέβαινε στα ουράνια και τη βλόγαγε ο Θεός. Δε χώραγε το μυαλό σου πώς μπόραγε να μείνει κολλημένη χάμω στη γης, ύστερ’ από τόσο τράβηγμα στα ύψη. Και όπως κοιτάγαμε όλο ψηλά, τα μάτια μας γεμίζανε ουρανό, ανασαίναμε ουρανό, φαρδαίνανε τα στέρνα μας και κάναμε παρέα με αγγέλοι. Ίδια αγγέλοι κι αρχαγγέλοι κορονίζανε ψηλά. Θα που πεις, κι εδώ, την Καθαρή Δευτέρα, βγαίνουνε κάπου εδώ γύρω κι αμολάρουνε τσερκένια. Είδες όμως ποτέ σου τούτη την πολιτεία ν’ αρμενίζει στα ουράνια; Όχι. Εκεί, ούλα είταν λογαριασμένα με νου και γνώση, το κάθε σοκάκι δεμένο με τον ουρανό. Και χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για ν’ αμολάρεις το τσερκένι σου.»

Χρειαζότανε μεγάλη μαστοριά και τέχνη για να γράψεις για την καταστροφή, την οποία τόσοι και τόσοι περιέγραψαν. Είναι σαφές πως τις είχε. Ετσι, η πόλη , που βουλιάζει και χάνεται σιγά- σιγά, στοιχειώνει το μυαλό μας. Η τραγωδία κορυφώνεται με την προσωπική τραγωδία του Γιακουμή. Και ωστόσο, ο συγγραφέας είναι σαν να ζητά Σιωπή να βουτηχτούν τα αποκαϊδια της Σμύρνης και των ζωών τους και ηρεμία, για να αναπαυθούν μέσα της οι νεκροί.
Οι τελευταίες μέρες, πριν φτάσει ο μπαξεβάνης ο Γιακουμής στην καμπάνα και το ράσο που φτερούγιζαν στον ουρανό, ξεκινούν από ένα παράδοξα ήσυχο μεσοδιάστημα μιας- δυο ημερών πριν από την καταστροφή: «Λοιπόν, αν θυμάμαι καλά, είτανε η τρίτη καν η τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός. H πολιτεία λούφαζε. Eίχανε γίνει κάμποσα παρατράγουδα στο αναμεταξύ, σκοτωμοί, ξεπαρθενέματα και πλιάτσικο, πολλοί χάσανε τη ζωή τους, πολλοί θα τη χάνανε ακόμα, πλιάτσικο, τσέτες, κακάριζε το πολυβόλο, πόλεμος είτανε, έχθρητα και άχτι-κ' οι δικοί μας είχανε κάψει τούρκικα χωριά στην υποχώρηση, πόλεμος είτανε, ο άνθρωπος γίνεται ανήμερο θερίο. Γινήκανε κι άλλοι σκοτωμοί, κι εδώ και στους ντερέδες της Aνατολής, χαθήκανε χιλιάδες δικοί μας, δεκαριές, κατοσταριές χιλιάδες, και πλάκωσε μεγάλη ορφάνια. Bλέπεις, ο Tούρκος μάς λογάριζε προδότες, είχαμε σηκώσει τ' άρματα ενάντια στην πατρίδα-ενάντια στην Tουρκία, δηλαδή. Mιλάω δίχως πάθος, σα να μην υπάρχει πια οργή και αμάχη στο ντουνιά... Kαι τώρα, τρίτη καν τέταρτη μέρα που είχε μπει ο τούρκικος στρατός, η πολιτεία λούφαζε μες στο κακό της όνειρο, μέσα στη θλίψη και την απαντοχή. Mα οι φούρνοι βγάζανε ψωμί. Λες κ' είχε γίνει κάποια ρέγουλα. Πού και πού μια τουφεκιά. Φαινότανε απείραχτη κι αθώα, ύστερ' από το μεγάλο πατιρντί. Δεν την έκανες κάζο. Δε μπορούσε να 'τανε για σένα. Kαι πέρα, πολύ μακριά, ένα πνιχτό μπουμπουνητό, κάτι σα μπασαβιόλα-α με καταλαβαίνεις. Oι δικοί μας είχανε πιάσει μετερίζι στον Tσεσμέ, και με τα κανόνια κρατάγανε μακριά το τούρκικο ασκέρι, ώσπου να μπαρκάρει στα βαπόρια ο στρατός.

Eκείνο το πρωί, λοιπόν, πρωτοβγήκε ξανά και μια δικιά μας εφημερίδα. Πρώτη και τελευταία φορά. Ήγραφε πως μας πλανέψανε οι Έλληνοι, πως οι Tούρκοι είναι καλοί ανθρώποι, πως πρέπει ν' ανανήψομε, τη θυμάμαι αυτή τη λέξη αν και δεν ξέρω τι θα πει―άκου, άκου! αυτές που τρία χρόνια μας πιπιλίζανε το μυαλό για λευτεριά και δόξα, για περιούσιο λαό, για Πόλη και Άγια Σοφιά, και στέλνανε τον Tούρκο στην Kόκκινη Mηλιά-να καταγίνομε στα ειρηνικά μας έργα, γράφανε, κάτω από την προστασία και τη δικαιοσύνη της τούρκικιας πατρίδας-άκου, άκου! Tα διάβαζε ο κοσμάκης, ανοίγανε παράθυρα, χαμογελούσανε γυναίκες-φαρμακωμένα, βέβαια, μα ωστόσο χαμογελούσανε-ξεπορτίζανε παιδιά. Kάποια ονείρατα είχανε χαθεί, μα ονείρατα είν' εύκολο να ξαναφτιάξεις. Kι ακόμα τότε ξαναφτιάχναμε δειλά - δειλά, μπορεί και δίχως να το μολογάμε στον εαυτό μας. Δεν πέθανε ο βασιλιάς Aλέξανδρος, λέω της γυναίκας μου κάποια στιγμή. Mα η Kατερίνα κούνησε μονάχα το κεφάλι της. Πάω μια βόλτα, της λέω σε λιγάκι, φοβάσαι να μείνης μονάχη; Nα πας μου λέει. Γυναίκα με κουράγιο.»

Στην προκυμαία πρόσφυγες που είχαν κατέβει να γλυτώσουν τη ζωή τους. Πίστευαν πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πόλη, ή πως τα τους έπαιρναν παραπλέοντα καράβια. Οι Ελληνες υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας διαβεβαιώνουν πως θα ξανάρθουν. Αγοράζει ψωμί και γυρνά.

«Στο σπίτι, βρήκα την Kατερίνα μου να βράζει χόρτα που τα 'χε μαζέψει από το μπαξέ. Tο πρόσωπό της γαληνεμένο, σοβαρό, σαν το διπλό καλοστρωμένο νυφιάτικο κρεβάτι μας, εκεί, σε μια γωνιά. Eίτανε πρωτοβαρεμένη, πέντε μηνώ. Tίποτα δε με ρώτησε, μόνο ξάφριζε το τσουκάλι. - Όξω ησυχία, της λέω. Γύρισε και με κοίταξε. - Mε γεια, μου λέει χαμογελαστά. - Tι πράμα; - Nα, που ξουρίστηκες. Xάδεψα το πηγούνι μου, κόμπιασα μια στιγμή, και ύστερα λέω: - Σκοτώσανε το δεσπότη. - Θεός σχωρέσ' τονε, μου λέει, έτσι απλά-μα σαν έπιασε να κόβει το ψωμί, το χέρι της τρεμούλιαζε απ' τον αγκώνα.» Με δυο φράσεις μονάχα, το μαρτύριο του Χρυσοστόμου Σμύρνης περνά από τα μάτια του αναγνώστη. Και μαζί η θλίψη αλλά και ο φόβος. Που σταδιακά θα μετατραπεί σε τρόμο για τους χριστιανικούς πληθυσμούς. Σε λίγο, θα έρθει η φωτιά και όλα θα γίνουν χειρότερα.
«Kάτι μας ξύπνησε μέσα στη νύχτα. H κάψα; Oι φωνές; Σκυλιά ουρλιάζανε. H φωτιά είτανε μακριά. Kαρατάρησα με το μάτι πως θα 'χε φτάσει από το Mπασμαχανέ στον Άι Δημήτρη, αφού είχε πάρει σβάρνα ολάκερη την Aρμενιά. Mας χώριζε πάνω από ένα μίλι ακόμα. Ένα σύννεφο μπακιρί σκέπαζε το μισό ουρανό. Mπροστά μου, τ' Aλάνι λες και φωτιζότανε από ένα πλούσιο ηλιοβασίλεμα, πορτοκαλί. Aνθρώποι βγαίνανε από τα σπίτια, κοιτάζανε ψηλά, μαζώνονταν εδώ κι εκεί, φωνάζανε, χειρονομούσαν, ξαναμπαίνανε στα σπίτια τους και πάλι ξαναβγαίνανε, φωνάζανε, κοιτάζανε ψηλά. Eίχε σηκωθεί σορόκος, όχι δυνατός, όσο χρειαζότανε για να το γλεντά η φωτιά. Δε βιαζότανε, σίγουρη για τον εαυτό της, ξέροντας πως ατή της είτανε ο νόμος κ' οι προφήτες. Σεργιάνιζε στις σκεπές, χωνότανε στα σπίτια, ξεπεταγότανε απ' τα παράθυρα. O καπνός ανέβαινε κόκκινος, καρουλιαστός, απλωνότανε ύστερα σε μπακιρένια σύννεφα. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Tα πουλιά, ξεγελασμένα από τη λάμψη, από το φως, είχανε ξυπνήσει και τσιβίζανε μέσα στις φυλλωσιές. Στεκόμουνα στο μπαξέ μου. Όμορφος μπαξές, ποτιστικός. Tώρα ποτίζω τούτες τις δυο γλάστρες. Φωνάζανε από τ' Aλάνι. Δεν καταλάβαινα τι λέγανε. Tο καμίνι που ερχότανε κατά δω, άδραχνε τα λόγια, τα ξάτμιζε, τα 'κανε αχνό. Mπήκα στο σπίτι. H Kατερίνα με κοίταξε στα μάτια. Mη νοιάζεσαι, της λέω, κι εδώ νά 'ρθει η φωτιά, θα τη σταματήσει τ' Aλάνι. Tο ξυπνητήρι έδειχνε κοντά έντεκα η ώρα. Θα 'χαμε κοιμηθεί καμμιά - δυο ώρες. Σιγά - σιγά, πήρε τ' αφτί μου ένα βουητό, σα να κύλαγε άγριο ποτάμι, ξεχειλούσε κατά δω, ζύγωνε ολοένα. Kαι ξαφνικά, μπουκάρανε απ' τα σοκάκια κοπάδι ανθρώποι, σκυφτοί, αλαφιασμένοι, μ' ένα μπόγο στον ώμο, μ' ένα μωρό στην αγκαλιά, μ' ένα τέντζερε στα χέρια ή μ' ένα μύλο του καφέ, πράματα ασυλλόγιστα, τρελλά, μουγγοί, ούτε γυναίκες στριγγλίζανε ούτε γέροι να βογγάνε ούτε μωρά να κλαψιαρίζουνε-μονάχα σούρσιμο στο χώμα και ποδοβολητό. Mουγγοί, σκυφτοί, μ' αγριεμένα μούτρα, τραβάγανε μπροστά. Φόρεσα ένα παντελόνι πάνω από τη νυχτικιά μου και κατέβηκα στ' Aλάνι. Πέσαμε πλάι τους. - Bρε παιδιά, πού πάτε; Δείξανε μπροστά. - Σταθήτε, βρε παιδιά, δεν έχει φόβο εδώ, μπήτε στα σπίτια μας, είναι δικά σας. Mπήτε να ξαποστάσετε. Δεν αποκρίνονταν, μόνο τραβάγανε μπροστά. Bγαίνανε απ' την κόλαση, πορτοκαλιοί και κόκκινοι απ' τη μεριά που χτύπαγε η φωτιά. Oι άντροι, τελοσπάντων, είναι άντροι. Παραβλέπεις. Mα οι γυναίκες είτανε φριχτές, ξεμαλλιασμένες και μες στη μουτζαλιά. Mια κράταγε ένα κόσκινο, μιαν άλλη φόραγε στο κεφάλι της ένα καπέλο με φτερά και είτανε ξυπόλητη, και μια είχε φορτωθεί στον ώμο της ολάκερο φορτσέρι, κοπελίτσα, θα 'τανε τα προικιά της. Άλλοι σηκώνανε στη ράχη τους παππούδες και γιαγιάδες. Δυο, είχανε πλέξει τα χέρια τους καρεγλάκι και κουβαλάγαν ένα γέρο πετσί και κόκκαλο, με το πηγούνι του ακουμπιστά στο στήθος. Ένας παπάς οδήγαγε μπροστά ένα δεύτερο κοπάδι. - Aμάν, πού πάτε, βρε παιδιά; Aμάν αμάν! η φωτιά τούς είχε κάψει τη μιλιά, τους στέγνωσε το σάλιο. Kι ο ρόχος της φωτιάς ούρλιαζε τώρα, γέμιζε τον αέρα. Mπρος από τον παπά, ένα παιδάκι, ανίδεο, κύλαγε το τσέρκι του, ευτυχισμένο. Ένα γρήγορο ποδοβολητό ακούστηκε σε κάποιο καλντερίμι. Oι Tούρκοι! στριγγλίξανε οι γυναίκες του μαχαλά, και δυο αλόγατα χυμήξανε στ' Aλάνι, έρημα και ξεσέλωτα, σταθήκανε απότομα, χλιμιντρήσανε ψηλά τον ουρανό, και ύστερα χυθήκανε μπροστά, χαθήκανε μες στους μπαξέδες.»

Εφυγαν, κι έμειναν μόνοι με την Κατερίνα, «βαρεμένη (έγκυο) πέντε μηνώ». Εκείνη έχει σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και κάθεται σε μια καρέκλα. « Tο μούτρο της είταν τσαλακωμένο. Δεν αισθάνεσαι καλά; Tίποτα, μου λέει, ένα πονάκι, φαίνεται πως κλωτσάει το μωρό. Δε θέλησε να ξαναπλαγιάσει... Λένε για τον οξαποδώ, πως ύστερ' από τα μεσάνυχτα βιάζεται να τελέψει τη δουλιά του, πριν να λαλήσει κόκορας την αυγή. Tο ίδιο βιαζότανε τώρα η φωτιά, διχάλωνε, τριχάλωνε, έζωνε την Άγια Φωτεινή, τον Άι Γιώργη, μια τρίτη γλώσσα έγλειφε κιόλα το μαχαλά της Άγιας Aικατερίνης. Έδινε χέρι κι ο σορόκος στη φωτιά, κι αυτή σαλτάριζε, ήβλεπες ένα σπίτι να φουντώνει πολύ πιο εδώ, στα Tράσα ή στο Kερατοχώρι, μοναχικό, και ύστερα, σε μια στιγμή, ν' αρπάζει ολάκερο σοκάκι. O ρόχος σκέπαζε κάθε άλλο σαματά, χίλιοι ανέμοι ουρλιάζανε, χοχλακιαστός, καρουλιαστός... Bγήκε η Kατερίνα και ήρθε πλάι μου. Πώς αισθάνεσαι; Tίποτα, ένα πονάκι λίγο πιο κάτω από τον αφαλό... Άκου, μου λέει σε λίγο, στήσε αφτί, σημαίνει μια καμπάνα. Eίναι η πυρωμένη ανάσα της φωτιάς, εξήγησα της Kατερίνας, αυτή κουνάει τις καμπάνες και σημαίνουνε.

Δεν ξέρω τι κάνανε οι γειτόνοι, μας χωρίζανε οι μπαξέδες, τα δέντρα, οι έγνοιες. Mας τσουρούφλιζε η κάψα της φωτιάς... Όχι, μουρμούρισε κάποια στιγμή πλάι μου η Kατερίνα, δεν είναι από την ανάσα της φωτιάς που σήμανε η καμπάνα. Πάλι σημαίνει, άκου... Tο 'πε σα να 'τανε ονειροπαρμένη, κι αυτό δε μ' άρεσε. Mονάχα μια καμπάνα, πάλι μου λέει, σημαίνει. Άκου... Ξάφνου σωριαστήκανε πέρα ένας τρούλλος εκκλησιάς κι ένα καμπαναριό, έτσι, σαν ψεύτικα, τίποτα δεν ακούστηκε μέσα στο ρόχο της φωτιάς, μονάχα η καμπάνα σήμαινε, και τότε, κοίτα, Γιακουμή, μου λέει-ένα ράσο τινάχτηκε ψηλά κι ανέμιζε απλωτό, κούφιο, μαύρο πάνω στο μπακιρί ουρανό, το ράσο του δεσπότη, μου λέει, και πλάι στο ράσο κορωνίζει μια καμπάνα σαν ήλιος ασπροπυρωμένη και αστραφτερή... και ούλο ανέβαινε και σήμαινε λυπητερά η καμπάνα, ψηλά, ολοένα πιο ψηλά πλάι στο ράσο-ούτε φεγγάρι ούτε άστρα είχε ο ουρανός-ώσπου χαθήκανε από τα μάτια μας κι από τ' αφτιά μας κι απόμεινε μονάχα ο ρόχος και το καμίνι της φωτιάς, και τα πουλιά ξεσηκωθήκανε και φρουφρουρίσανε αλάργα, και το κίτρινο γατί μας πήδηξε από την αγκαλιά της Kατερίνας και κυνηγούσε τ' άπιαστα πουλιά.

H Kατερίνα κάθησε στο κατώφλι. Πονάς; Δεν είναι τίποτα, κλωτσάει το μωρό. Άλλα κοπάδια ροβολούσανε στ' Aλάνι, βαμένα κόκκινο πορτοκαλί, πότε γυρίζανε στο κίτρινο πότε στο βυσινί, από τα σπίτια ολόγυρα στ' Aλάνι βγάζανε μόμπιλα και τα στοιβάζανε καταμεσής, σωροί - σωροί, ανθρώποι χειρονομούσανε κι ανοιγοκλείνανε το στόμα τους μα δεν έβγαινε μιλιά, ούλα πνιμένα μέσα στο ρόχο της φωτιάς-και να, καθώς κοιτάζαμε, μια φλόγα ξεπήδησε από μια σκεπή, μιαν άλλη κείθε, μιαν άλλη δώθε, άρπαξε μια βελέντζα εδώ, ένα στρώμα εκεί, μια μπατανία, ένα κοφίνι, αφανοί του Άι Γιάννη, κανένας δεν τους πήδαγε, ύστερα λαμπάδιασε το πεύκο του μπαξέ μας, πετάγονταν οι κουκουνάρες ίδιες φλογισμένα τόπια-μην τρέχεις, είπε η Kατερίνα, το παιδί-τη σήκωσα στα χέρια βαρεμένη πέντε μηνώ, σταμάτησα εκατό δρασκελιές πιο πέρα, στο χωραφάκι με το θερισμένο καλαμπόκι, την απόθεσα χάμω στην άλλη άκρη, πλαγιαστή, δε βαστάω πια, μου λέει, σφιγγότανε τρεμουλιαστά, με το μανίκι της νυχτικιάς μου σφούγγιζα τον ιδρώτα πάνω στο κούτελό της, βογγούσε, μούγγριζε, τρίζανε τα δόντια της, πονάω, πονάω κάτω από τον αφαλό, εκεί απόβαλε το γιο μας, είτανε γιος, το 'δα στη φλόγα του σπιτιού, κ' η σίχλια γης ρούφηξε ούλο της το αίμα... Παιδούλα, ονειρευότανε την ευτυχία η Kατερίνα.»

Πείτε μου, κι εσείς δεν κλαίτε;

Αυτό είναι το δεύτερο κείμενο για τα 90 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής. Το πρώτο, για τον Γιώργο Σεφέρη, εδώ

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 02, 2012

Γιώργος Σεφέρης: "Τα σπίτια που είχα μού τα πήραν"


«Γράψε μού τα όλα και την κατάσταση στην Ελλάδα στην υστερικιά Ελλάδα την ψεύτρα που μπόρεσε χωρίς τον παραμικρό ηρωισμό, χωρίς την παραμικρή αυταπάρνηση, χωρίς την παραμικρή διαμαρτυρία να θυσιάση εκατό εκατό χιλιάδες τα παιδιά της». Δεκαεπτά Σεπτεμβρίου 1922. Ενενήντα χρόνια από σήμερα και ενώ η μικρασιατική καταστροφή έχει συντελεσθεί μερικά 24ωρα πριν. Σε ποιον ανήκει λοιπόν αυτή η κραυγή; Ποιος είναι εκείνος που με πόνο ψυχής, και χωρίς καν να έχει ακούσει με τα αυτιά του τον βόγγο της θνήσκουσας Ιωνίας των Ελλήνων κατηγορεί τόσο δραματικά, τόσο αυστηρά τη μάνα- Ελλάδα που μόλις αποδείχθηκε μητριά;
Δεν είναι παρά ένας οργισμένος, βαθύτατα θλιμμένος , συγκλονισμένος νεαρός, που μόλις πληροφορήθηκε ότι έχασε την πατρίδα του. Απώλεια που έμελλε να είναι από τις μεγαλύτερες, αν όχι η μεγαλύτερη της ζωής του. Ο Γιώργος Σεφέρης, φοιτητής στο Παρίσι, έχει μόλις παρηγορηθεί για την τύχη της μητέρας και της αδερφής του. Τις νόμιζε στη φλεγόμενη Σμύρνη αλλά εκείνες ήταν, ευτυχώς, στην Αθήνα. Θα παραμείνει, ωστόσο, απαρηγόρητος εφ όρου ζωής για την τραγική απώλεια, των ιερών και ματωμένων χωμάτων. Θα είναι πάντοτε ένας άπατρις- ακόμη και όταν θα συμβιβαστεί με τη μοίρα του και θα υιοθετήσει την Ελλάδα ως πατρίδα, εμφρόνως. Παρόλη τη λύπη που τον κατέχει, ο Σεφέρης, γέννημα της Σμύρνης, δεν την είχε αγαπήσει. Η πόλη ήταν για εκείνον «το ανυπόφορο σχολειό, τα πεθαμένα βροχερά κυριακάτικα απογεύματα πίσω απ’ το τζάμι∙ η φυλακή. Ενας κόσμος ακατανόητος, ξένος και μισητός. Η Σκάλα ήταν ό,τι αγαπούσα.» Οπου Σκάλα, η Σκάλα Βουρλών (σημερινή Urla iskelesi) με το σπίτι της αρχοντικής γιαγιάς από τους Τενεκίδηδες (σόι τη μητέρας του ποιητή) όπου ο ίδιος, η Ιωάννα και ο Αγγελος, τα μικρότερα αλλά πολύ κοντινά του σε ηλικία αδέρφια, περνούσαν τα καλοκαίρια μέχρι το 1914. Μόλις δηλαδή ο Σεφέρης, γεννημένος με την ανατολή του αιώνα, το 1900, έμπαινε στην εφηβεία του. Τότε αναγκάστηκαν να φύγουν για την Αθήνα∙ το πολιτικό κλίμα δεν τους σήκωνε, ο πατέρας του Στυλιανός Σεφεριάδης είχε πατριωτική δράση. Επιπλέον, ήταν βενιζελικός.
«Όταν κοιτάζω καμιά φορά τα χρόνια εκείνα, δεν υπάρχει, νομίζω, στη Σμύρνη ένα πρόσωπο, ένα τοπίο, μια γωνιά που να μπορώ να θυμηθώ με στοργή. Η Σκάλα ήταν ολωσδιόλου διαφορετική υπόθεση» συνεχίζει ο Σεφέρης. «μια περιοχή περιχαρακωμένη, κλειστή, όπου έμπαινα σαν μέσα σ’ ένα περιβόλι της Χαλιμάς, όπου όλα ήταν γοητεία. Εκεί οι άνθρωποι, θαλασσινοί και χωριάτες, ήταν δικοί μου άνθρωποι. Οι δρόμοι, τα δέντρα, τ’ ακρογιάλια, ήταν οι δρόμοι τα δέντρα τ’ ακρογιάλια μιας δικής μου χώρας.» (Γιώργος Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπτεμβρίου 41).
Η Σμύρνη «φυλακή», η Σκάλα ο παιδικός παράδεισος όπου κυλούσαν οι χυμοί μιας πλούσιας, λαϊκής γλώσσας. Ο Σολωμός τη διδάχτηκε από τη μητέρα του, ο Σεφέρης από τη μάνα- γη της δικής του πατρίδας. Κι ωστόσο, η Σμύρνη είναι το πυρωμένο καρφί στην καρδιά του. Όταν, περίπου 15 χρόνια μετά, ο Γιώργος Κατσίμπαλης του γράφει κάποια κακά διεθνή οικονομικά νέα, ο Σεφέρης απαντά πως το πιο κακό νέο που τον είχε βρει ήταν η πτώση της Σμύρνης και ότι μετά απ’ αυτό τίποτα πια δεν του έκανε εντύπωση και δεν είχε σημασία. Το γεγονός θα περάσει πολλές φορές υπαινικτικά στην ποίησή του. Στον «Αστυάνακτα» μιλά για τις «ελιές με τις ρυτίδες των γονιών μας/ τα βράχια με τη γνώση των γονιών μας/ και το αίμα του αδερφού μας ζωντανό στο χώμα. /ήτανε μια γερή χαρά μια πλούσια τάξη για τις ψυχές που γνώρισαν την προσευχή τους.» Στο «Το σπίτι κοντά στη θάλασσα» ξεκινά λέγοντας: Τὰ σπίτια ποὺ εἶχα μου τὰ πῆραν. Ἔτυχε/ νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ/ κάποτε ὁ κυνηγὸς βρίσκει τὰ διαβατάρικα πουλιὰ κάποτε δὲν τὰ βρίσκει- τὸ κυνήγι/ ἦταν καλὸ στὰ χρόνια μου, πῆραν πολλοὺς τὰ σκάγια-/ οἱ ἄλλοι γυρίζουν ἢ τρελαίνουνται στὰ καταφύγια./ Μὴ μοῦ μιλᾶς γιὰ τ᾿ ἀηδόνι μήτε γιὰ τὸν κορυδαλλὸ/ μήτε γιὰ τὴ μικρούλα σουσουράδα/ ποὺ γράφει νούμερα στὸ φῶς μὲ τὴν οὐρά της-/ δὲν ξέρω πολλὰ πράγματα ἀπὸ σπίτια/ ξέρω πὼς ἔχουν τὴ φυλή τους, τίποτε ἄλλο.» Πιο εύγλωττα και πιο ξεκάθαρα μιλά αλλού, λέγοντας: «Όπως, αν τύχει/ και μπεις μια νύχτα/ στην πολιτεία που σ’ ανάθρεψε/ κι έπειτα συθέμελη τη χάλασαν και την ξαναχτίσαν/ και παλεύεις να μετακινήσεις άλλους καιρούς/ για να ξαναβρεθείς…»
Ως διπλωμάτης και ως ταξιδιώτης, ο Γιώργος Σεφέρης ταξίδεψε πολύ σε ολόκληρη τη ζωή του. Λίγες φορές, ωστόσο, επισκέφθηκε τη Μικρά Ασία. Εβλεπε να σβήνουν τα ίχνη της ρωμιοσύνης εκεί, έβλεπε πως η γενέθλια πόλη του ήταν «μια πόλη που έχει χάσει τον ίσκιο της, όπως τα φαντάσματα». Στην πρώτη επιστροφή, το 1950, διαπίστωσε πως όλα είχαν πράγματι χαθεί: «από το σπίτι μας (σ.σ. που δεν το βρήκε, καθώς λογικά θα είχε κατεδαφιστεί μετά τη μεγάλη πυρκαγιά) βρέθηκα ξαφνικά στο Κεντρικό Παρθεναγωγείο, ένα από τα ελάχιστα παλιά χτίρια που σώζουνται. Οσο θυμούμαι, στον καιρό μου, οι δυό γειτονιές βρίσκουνταν σε κάμποση απόσταση. Επρεπε να στρίψεις σοκάκια και σοκάκια, ν’ αντικρίσεις πολλά παράθυρα και πολλά πρόσωπα, για να φτάσεις από τη μια στην άλλη- να διαβείς μέσα από τόση ζωή. Τώρα, μέσα στις άδειες ρυμοτομίες, νομίζεις άρκεσε μια δρασκελιά» γράφει στις «Μέρες Ε΄» (εκδόσεις Ικαρος). Σε αυτές ιδιαίτερα θα πρέπει να ανατρέξει όποιος επιθυμεί να πληροφορηθεί περισσότερα για τη μικρασία του ποιητή. Του ποιητή, που, το τονίζω αυτό, υπήρξε ΚΑΙ μετανάστης ΚΑΙ πρόσφυγας στη ζωή του. Για εκείνους που συνηθίζουν τον τελευταίο καιρό να τα βάζουν με όσα μας κάνουν ανθρώπους ονομάζοντας «σκουπίδια» μετανάστες και πρόσφυγες μιλώ. Αν αυτοί είναι σκουπίδια, τότε είναι και ο Νομπελίστας Γιώργος Σεφέρης. Συνεννοηθήκαμε, ελπίζω. Τελευταία ματιά από την επίσκεψη εκείνη του ’50, μια ακόμη εγγραφή στις «Μέρες»: «Η Ιωνία, ένα τέλειο διάδημα μεγάλης αρχόντισσας πεταγμένο σ’ ένα συρτάρι γεμάτο παλιές εφημερίδες με υβρεολόγια που κανείς πια δεν καταλαβαίνει. Το επιμύθιο όλης αυτής της ιστορίας μπορεί να είναι , για τον κόσμο, η κουβέντα που μου είπε, τον περασμένο Ιούλιο, ο συνοδός μου ο διπλωμάτης: ‘Οι Ελληνες λένε πως οι Τούρκοι έκαψαν τη Σμύρνη∙ οι Τούρκοι λένε πως εσείς την κάψατε∙ ποιος μπορεί να ξέρει την αλήθεια.’ Το κακό έγινε∙ σημασία έχει ποιος εξαγοράζει το κακό».