«Δεν τους βαραίνει ο πόλεμος
αλλ΄ έγινε πνοή τους»
έγραφε ο Διονύσιος Σολωμός για τους ελεύθερους πολιορκημένους του Μεσολογγιού. Χρόνια μετά, ένας άλλος ποιητής, θα διατράνωνε με τα δικά του λόγια και τη δική του οπτική:
«Το ζήτημα δεν είναι να είσαι αιχμάλωτος
το να μην παραδίνεσαι αυτό είναι το ζήτημα».
(Ναζίμ Χικμέτ)
Και καθόλου αταίριαστο δεν είναι που μνημονεύουμε την εθνική επέτειο χρησιμοποιώντας στίχους του τούρκου ποιητή. Για την ελευθερία είναι γραμμένοι, την εσωτερική. Στο ένδοξο «αλωνάκι» μονάχα την μέσα τους ελευθερία είχαν. Αυτήν ήθελαν να διατηρήσουν «πολιορκημένοι από στεριά και θάλασσα» για να θυμηθούμε και τον Γιάννη Ρίτσο.
Περισσότερα ποιήματα για το 1821 μπορείτε να βρείτε στην ανθολογία του Ηλία Γκρη «Το 1821 στην ελληνική ποίηση» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Κέδρος». Περιλαμβάνει 140 ποιήματα, που έγραψαν σε διάστημα εκατόν ενενήντα χρόνων 109 Ελληνες ποιητές, καθώς και- στο επίμετρο- αναφορές και αποσπάσματα σε πολλούς (και από πολλούς) ακόμη. Έξι χρόνια δουλειάς απαιτήθηκαν για τον Ηλία Γκρη. Έξι χρόνια ακάματης και συστηματικής έρευνας στην Εθνική Βιβλιοθήκη, τη Γεννάδιο, τη Βιβλιοθήκη της Βουλής. Όπως σημειώνει στο κατατοπιστικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον επίμετρό του, αιτία για τη δημιουργία αυτή υπήρξε το ότι γενιές ολόκληρες «εμποτίστηκαν με ψεύδη, λογής ψευδολογήματα, που όλα συνέτειναν στη διαιώνιση φαιδρών ιδεολογημάτων και στη βέβηλη επιβράβευση.»
Η ανθολογία χαρακτηρίζεται «ποιητικό μυθιστόρημα με πρωταγωνιστές θρυλικά πρόσωπα και τόπους σύμβολα της Επανάστασης του Εικοσιένα.» Αυτή η συναρπαστική ποιητική διαδρομή μέχρι και τις αρχές του 21ου αιώνα, ξεκινά με έναν οραματιστή αλλά και εν πολλοίς προφήτη, τον Ρήγα Βελεστινλή.
Ο Ηλίας Γκρης έχει συγκροτήσει και άλλες ανθολογίες, ανάμεσα στις οποίες και μία για το Πολυτεχνείο. Ταυτοχρόνως, έχει εκδώσει ποίηση, πεζογραφία και δοκίμια.
Μπορεί να περιμένετε ότι θα βάλω Ρίτσο, αλλά θα σας εκπλήξω. Θα παραθέσω ένα απόσπασμα από την (ανθολογημένη) «Λειτουργία κάτω απ’ την Ακρόπολη» του Νικηφόρου Βρεττάκου:
«Τα παιδιά σου γεννιόντουσαν ντυμένα και φαγωμένα
Και πολλά τους γεννιόντουσαν κι εγγράμματα μάλιστα.
Τα περισσότερα όμως, μην έχοντας τρόπο να πράξουν αλλιώς, τι κρατούσαν αδιάκοπα στο δεξί τους τα άρματα, τις τραγούδαγαν τις γραφές τους, κρεμώντας τις μελωδίες τους στα κράκουρα και στα δέντρα.
Άλλωστε, το ένα μολύβι και το ένα χαρτί που υπάρχαν στο Έθνος, τα είχε πάρει ο Μακρυγιάννης.
Κ’ έβαζε πάνω τους σκοπιές ο Θεός τους νοήμονες αρχαγγέλους του,
Να του αντιγράφουνε τα τραγούδια τους, για να παίρνει αναφορά: τι μπορεί να βαστάξει στον κόσμο ένας άνθρωπος ή ένα έθνος.»
Παρασκευή, Μαρτίου 25, 2011
Τετάρτη, Μαρτίου 23, 2011
Η αλλιώτικη «ειπωμωνύ» της ανεργίας
Νοέλ Μπάξερ
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία
Ανάμεσα στους συντρόφους, τους σωστούς συντρόφους παντός καιρού, ισχύει ο νόμος των συγκοινωνούντων δοχείων. Μαζί με μία ανεργία, παίρνουμε ακόμη μία ανεργία δώρο για τον/την σύντροφό μας.
Επικρατεί η αντίληψη ότι σ’ ένα ζευγάρι μόνο ο ένας σύντροφος, αυτός σε επαγγελματική κρίση, έχει το πρόβλημα. Ότι η αυτονόητη δουλειά του άλλου είναι να αναμένει και υπομένει. Απόδειξη, όποιος θέλει να μάθει αν υπάρχει κάτι νεότερο στο επαγγελματικό ανακοινωθέν του άνεργου, ρωτάει ιδιαιτέρως τον σύντροφό του. Ακόμη, δεν είναι τυχαίο ότι ο συχνότερος κοινωνικός έπαινος που απονέμεται στον σύντροφο ανέργου, είναι της Υπομονής.
Τα έμπειρα στην ανεργία ζευγάρια γνωρίζουν ότι το πρόβλημα είναι 1 + 1. Το δράμα έχει δύο πράξεις. Η πρώτη πράξη ανήκει δικαιωματικά στο μέλος που έχασε τη δουλειά του κι είναι φυσικά η πιο θεαματική, γι’ αυτήν μαζεύεται ο κόσμος. Η δεύτερη πράξη, το έργο του συντρόφου, είναι ένας μονόλογος που δεν κόβει εισιτήρια. Ο ρόλος αποδίδεται μάλιστα καλύτερα όταν δίδεται μπροστά σε άδεια καθίσματα με κλειστές τις πόρτες. Χωρίς να σημαίνει ότι έχει μικρότερη αξία επειδή δεν έχει θεατές. Απαραίτητη όμως σημείωση: Επειδή δεν έχει θεατές, μην περιμένετε χειροκρότημα.
Εάν αυτός που έμεινε χωρίς δουλειά είναι ο άντρας, επικρατεί επίσης η αντίληψη ότι τα πράγματα είναι πιο εύκολα σε συντροφικό επίπεδο, γιατί η γυναίκα έτσι κι αλλιώς είναι οπλισμένη με υπομονή.
Η συγκεκριμένη υπομονή πρόκειται για μία διαφορετική ειπωμωνύ. Με το που ανατρέπεται το καθεστώς και κάποιος από εργαζόμενος γίνεται «οικιακά», είτε είναι άντρας είτε γυναίκα ακολουθούν ντόμινο μια σειρά από ανατροπές που με τη δύναμη του τσουνάμι σαρώνουν το φοινικόδεντρο από όπου, καθισμένος στην κορυφή, στεγνός και ασφαλής, παρατηρούσε με τα κιάλια την επερχόμενη περιβαλλοντική καταστροφή του. Όσο φώναζε ότι πλησιάζει το κακό, ο/η σύντροφός του μάζευε βιαστικά τις καρέκλες.
Ο / Η σύντροφος ζει μια συντροφική εξ αγχιστείας ανεργία. Μια μοναχική, σιωπηλή, βαθιά θλιπτική συν-ανεργία κλάσεις ανώτερη από την κλασική υπομονή. Είναι η δύναμη του να είσαι πάντα εκεί όταν φυγοκεντρικά διώχνεσαι απών, οι τρυφερές συνωμοσίες και οι κρυφά πληρωμένοι λογαριασμοί, ο πάκος τα ματαιωμένα σχέδια στην τσάντα της ανακύκλωσης, η αναβολή της αναβολής ω αναβολή, η θετική αύρα στο σπίτι που δεν κυκλοφορεί σε σπρέι, το μοίρασμα της νυχτερινής εφίδρωσης, η αντοχή σε μια επώδυνη μονιμότητα, η νέα γνώση της νεοαπόγνωσης, η συνεχής επίκυψη για να σηκώνεις από κάτω πεσμένες κουβέντες, το κολλημένο χαμόγελο, η άγρυπνη ματιά κι όταν κοιμάσαι, η πλύνε-βάλε στολή κλόουν για μπροστά στα παιδιά, η ανώφελη επίγνωση ότι από τον σύντροφό σου και συγκεκριμένα από το δικό του πότε θα βρει νέα εργασία, εξαρτάται η λύση του δικού σου προβλήματος.
Είτε άντρας είτε γυναίκα, ως σύντροφος έρχεται κανείς αντιμέτωπος με πρακτικά καθημερινά θέματα που σταδιακά, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, από το πώς δηλαδή εκτοξεύουν έναν τεταμένο άνθρωπο, επιλέγει να αποσιωπά και να αντιμετωπίζει μόνος. Αυτό είναι το περιβόητο στάδιο της Σιωπής. Η συντροφική ομερτά της ανεργίας.
Κάτω από τα βουβά πρακτικά και τα σιωπηλά καθημερινά, συσσωρεύονται με τον καιρό ακραία υπαρξιακά φαινόμενα. Το «αυτή θα είναι η ζωή μου από ’δω και μπρος;», το «τι θα γίνει αν διακοπεί αύριο και η δική μου η δουλειά;», το «από πότε έχουμε να περάσουμε καλά;» είναι μερικά μόνο από τα κλασικά υπαρξιακά ερωτήματα που τιτιβίζουν ενοχλητικά, δαιμονισμένα, γύρω από την ή τον συν-άνεργο σύντροφο.
Η «ειπωμωνύ» σαν το ξερό κρεμμύδι έχει πολλές φλούδες. Αθώα λευκές φλούδες που, ωμές, καίνε σαν διάολοι. Μέσα-μέσα στις φλούδες του κρεμμυδιού υπάρχει κρυμμένη μια πράσινη, χλωρή καρδιά. Η κοινή καρδιά του ζεύγους.
Σκέψη στο περιθώριο
Ο κόσμος την καρδιά του ξερού κρεμμυδιού τείνει να την πετάει και να κρατάει τις φλούδες.
Ένα ακόμη κείμενό της για την ανεργία
Ανάμεσα στους συντρόφους, τους σωστούς συντρόφους παντός καιρού, ισχύει ο νόμος των συγκοινωνούντων δοχείων. Μαζί με μία ανεργία, παίρνουμε ακόμη μία ανεργία δώρο για τον/την σύντροφό μας.
Επικρατεί η αντίληψη ότι σ’ ένα ζευγάρι μόνο ο ένας σύντροφος, αυτός σε επαγγελματική κρίση, έχει το πρόβλημα. Ότι η αυτονόητη δουλειά του άλλου είναι να αναμένει και υπομένει. Απόδειξη, όποιος θέλει να μάθει αν υπάρχει κάτι νεότερο στο επαγγελματικό ανακοινωθέν του άνεργου, ρωτάει ιδιαιτέρως τον σύντροφό του. Ακόμη, δεν είναι τυχαίο ότι ο συχνότερος κοινωνικός έπαινος που απονέμεται στον σύντροφο ανέργου, είναι της Υπομονής.
Τα έμπειρα στην ανεργία ζευγάρια γνωρίζουν ότι το πρόβλημα είναι 1 + 1. Το δράμα έχει δύο πράξεις. Η πρώτη πράξη ανήκει δικαιωματικά στο μέλος που έχασε τη δουλειά του κι είναι φυσικά η πιο θεαματική, γι’ αυτήν μαζεύεται ο κόσμος. Η δεύτερη πράξη, το έργο του συντρόφου, είναι ένας μονόλογος που δεν κόβει εισιτήρια. Ο ρόλος αποδίδεται μάλιστα καλύτερα όταν δίδεται μπροστά σε άδεια καθίσματα με κλειστές τις πόρτες. Χωρίς να σημαίνει ότι έχει μικρότερη αξία επειδή δεν έχει θεατές. Απαραίτητη όμως σημείωση: Επειδή δεν έχει θεατές, μην περιμένετε χειροκρότημα.
Εάν αυτός που έμεινε χωρίς δουλειά είναι ο άντρας, επικρατεί επίσης η αντίληψη ότι τα πράγματα είναι πιο εύκολα σε συντροφικό επίπεδο, γιατί η γυναίκα έτσι κι αλλιώς είναι οπλισμένη με υπομονή.
Η συγκεκριμένη υπομονή πρόκειται για μία διαφορετική ειπωμωνύ. Με το που ανατρέπεται το καθεστώς και κάποιος από εργαζόμενος γίνεται «οικιακά», είτε είναι άντρας είτε γυναίκα ακολουθούν ντόμινο μια σειρά από ανατροπές που με τη δύναμη του τσουνάμι σαρώνουν το φοινικόδεντρο από όπου, καθισμένος στην κορυφή, στεγνός και ασφαλής, παρατηρούσε με τα κιάλια την επερχόμενη περιβαλλοντική καταστροφή του. Όσο φώναζε ότι πλησιάζει το κακό, ο/η σύντροφός του μάζευε βιαστικά τις καρέκλες.
Ο / Η σύντροφος ζει μια συντροφική εξ αγχιστείας ανεργία. Μια μοναχική, σιωπηλή, βαθιά θλιπτική συν-ανεργία κλάσεις ανώτερη από την κλασική υπομονή. Είναι η δύναμη του να είσαι πάντα εκεί όταν φυγοκεντρικά διώχνεσαι απών, οι τρυφερές συνωμοσίες και οι κρυφά πληρωμένοι λογαριασμοί, ο πάκος τα ματαιωμένα σχέδια στην τσάντα της ανακύκλωσης, η αναβολή της αναβολής ω αναβολή, η θετική αύρα στο σπίτι που δεν κυκλοφορεί σε σπρέι, το μοίρασμα της νυχτερινής εφίδρωσης, η αντοχή σε μια επώδυνη μονιμότητα, η νέα γνώση της νεοαπόγνωσης, η συνεχής επίκυψη για να σηκώνεις από κάτω πεσμένες κουβέντες, το κολλημένο χαμόγελο, η άγρυπνη ματιά κι όταν κοιμάσαι, η πλύνε-βάλε στολή κλόουν για μπροστά στα παιδιά, η ανώφελη επίγνωση ότι από τον σύντροφό σου και συγκεκριμένα από το δικό του πότε θα βρει νέα εργασία, εξαρτάται η λύση του δικού σου προβλήματος.
Είτε άντρας είτε γυναίκα, ως σύντροφος έρχεται κανείς αντιμέτωπος με πρακτικά καθημερινά θέματα που σταδιακά, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, από το πώς δηλαδή εκτοξεύουν έναν τεταμένο άνθρωπο, επιλέγει να αποσιωπά και να αντιμετωπίζει μόνος. Αυτό είναι το περιβόητο στάδιο της Σιωπής. Η συντροφική ομερτά της ανεργίας.
Κάτω από τα βουβά πρακτικά και τα σιωπηλά καθημερινά, συσσωρεύονται με τον καιρό ακραία υπαρξιακά φαινόμενα. Το «αυτή θα είναι η ζωή μου από ’δω και μπρος;», το «τι θα γίνει αν διακοπεί αύριο και η δική μου η δουλειά;», το «από πότε έχουμε να περάσουμε καλά;» είναι μερικά μόνο από τα κλασικά υπαρξιακά ερωτήματα που τιτιβίζουν ενοχλητικά, δαιμονισμένα, γύρω από την ή τον συν-άνεργο σύντροφο.
Η «ειπωμωνύ» σαν το ξερό κρεμμύδι έχει πολλές φλούδες. Αθώα λευκές φλούδες που, ωμές, καίνε σαν διάολοι. Μέσα-μέσα στις φλούδες του κρεμμυδιού υπάρχει κρυμμένη μια πράσινη, χλωρή καρδιά. Η κοινή καρδιά του ζεύγους.
Σκέψη στο περιθώριο
Ο κόσμος την καρδιά του ξερού κρεμμυδιού τείνει να την πετάει και να κρατάει τις φλούδες.
Κυριακή, Μαρτίου 20, 2011
Το κοριτσάκι της Χιροσίμα
Τριγυρνάει στο μυαλό μου εδώ και μέρες, μετά το τρομερό ατύχημα- δυστύχημα στην Ιαπωνία. Είναι το «Τραγούδι» του Ναζίμ Χικμέτ, για το κοριτσάκι της Χιροσίμα- από την αμερικάνικη πυρηνική βόμβα κατά (και για την ακρίβεια: μετά) τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δυστυχώς, όπως όλα δείχνουν, οι λαοί δεν βάζουμε μυαλό και οι τραγωδίες επαναλαμβάνονται ίδια και απαράλλαχτα. Αν δεν ξυπνήσουμε, κινδυνεύουμε να καταστρέψουμε το κοινό μας σπίτι, τον πλανήτη που ήδη πληγώνουμε σχεδόν θανάσιμα.
Σε μια εκδήλωση στον «Ιανό» χθες, για το βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Αιώνια επιστροφή» η Ρίτσα Μασούρα αναφέρθηκε στον όλεθρο των ημερών. Η πεποίθησή μου ότι πρέπει να δημοσιεύσω το ποίημα, εντάθηκε. Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, αύριο, με Ναζίμ Χικμέτ, λοιπόν. Αφιερωμένο στη Ρίτσα:
Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ω, μην τρομάζετε καθόλου πούμαι αθώρητη
Κανένας μια μικρή νεκρή δε μπορεί νάιδει.
Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κ’ είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.
Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Ολη- όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.
Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν εφημερίδα κάηκε
Δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.
Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Ετσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.
(Είναι η μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου. Υπέροχη, όπως διαπίστωσα διαβάζοντας το ποίημα στο πρωτότυπο. Εξαιρετικά συγκινητική, ειλικρινής, ποιητική- αν και με ύφος, τι άλλο;- Ρίτσου. Ο ένας μεγάλος παραδίδει στην δική του γλώσσα τον άλλο μεγάλο)
Hiroshima Child
I come and stand at every door
But none can hear my silent tread
I knock and yet remain unseen
For I am dead for I am dead
I'm only seven though I died
In Hiroshima long ago
I'm seven now as I was then
When children die they do not grow
My hair was scorched by swirling flame
My eyes grew dim my eyes grew blind
Death came and turned my bones to dust
And that was scattered by the wind
I need no fruit I need no rice
I need no sweets nor even bread
I ask for nothing for myself
For I am dead for I am dead
All that I need is that for peace
You fight today you fight today
So that the children of this world
Can live and grow and laugh and play
(Δεν κατάφερα να βρω σε ποιον ανήκει αυτή η αγγλική μετάφραση, πολύ ρέουσα, αλλά με κάποιες ανακρίβειες ως προς το περιεχόμενο. Παρόλα αυτά, καθόλου δεν πειράζει.)
Update: Η αγαπημένη μου φίλη Ιφιμέδεια μας πληροφορεί σε σχόλιό της πως η μετάφραση είναι της Jeannette Turner. Την ευχαριστώ θερμά.
Kız Çocuğu
Kapıları çalan benim
kapıları birer birer.
Gözünüze görünemem
göze görünmez ölüler.
Hiroşima’da öleli
oluyor bir on yıl kadar.
Yedi yaşında bir kızım,
büyümez ölü çocuklar.
Saçlarım tutuştu önce,
gözlerim yandı kavruldu.
Bir avuç kül oluverdim,
külüm havaya savruldu.
Benim sizden kendim için
hiçbir şey istediğim yok.
Şeker bile yiyemez ki
şâat gibi yanan çocuk.
Çalıyorum kapınızı,
teyze, amca, bir imza ver.
Çocuklar öldürülmesin,
şeker de yiyebilsinler
Το ποίημα στη γλώσσα του Χικμέτ. Λιτό, δωρικό, στιβαρό, συγκινημένο. Χωρίς τίποτα το περιττό. Στο βίντεο ακούγεται ο ποιητής και η Τζόαν Μπαέζ.
Καλή ισημερία. Καλή άνοιξη. Όχι άλλη Χιροσίμα – όσο παλιομοδίτικο και αν ακούγεται αυτό…
Σε μια εκδήλωση στον «Ιανό» χθες, για το βιβλίο της Ελένης Γκίκα «Αιώνια επιστροφή» η Ρίτσα Μασούρα αναφέρθηκε στον όλεθρο των ημερών. Η πεποίθησή μου ότι πρέπει να δημοσιεύσω το ποίημα, εντάθηκε. Παγκόσμια Ημέρα της Ποίησης, αύριο, με Ναζίμ Χικμέτ, λοιπόν. Αφιερωμένο στη Ρίτσα:
Εγώ είμαι, εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας
Εδώ ή αλλού, χτυπάω όλες τις πόρτες
Ω, μην τρομάζετε καθόλου πούμαι αθώρητη
Κανένας μια μικρή νεκρή δε μπορεί νάιδει.
Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
Στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
Κ’ είμαι παιδί, τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
Μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.
Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
Μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
Ολη- όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
Την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ’ ένα ουρανό συγνεφιασμένο.
Ω, μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
Κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
Τι το παιδί που σαν εφημερίδα κάηκε
Δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.
Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας, ακούστε με,
Φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
Ετσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
Και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.
(Είναι η μετάφραση του Γιάννη Ρίτσου. Υπέροχη, όπως διαπίστωσα διαβάζοντας το ποίημα στο πρωτότυπο. Εξαιρετικά συγκινητική, ειλικρινής, ποιητική- αν και με ύφος, τι άλλο;- Ρίτσου. Ο ένας μεγάλος παραδίδει στην δική του γλώσσα τον άλλο μεγάλο)
Hiroshima Child
I come and stand at every door
But none can hear my silent tread
I knock and yet remain unseen
For I am dead for I am dead
I'm only seven though I died
In Hiroshima long ago
I'm seven now as I was then
When children die they do not grow
My hair was scorched by swirling flame
My eyes grew dim my eyes grew blind
Death came and turned my bones to dust
And that was scattered by the wind
I need no fruit I need no rice
I need no sweets nor even bread
I ask for nothing for myself
For I am dead for I am dead
All that I need is that for peace
You fight today you fight today
So that the children of this world
Can live and grow and laugh and play
(Δεν κατάφερα να βρω σε ποιον ανήκει αυτή η αγγλική μετάφραση, πολύ ρέουσα, αλλά με κάποιες ανακρίβειες ως προς το περιεχόμενο. Παρόλα αυτά, καθόλου δεν πειράζει.)
Update: Η αγαπημένη μου φίλη Ιφιμέδεια μας πληροφορεί σε σχόλιό της πως η μετάφραση είναι της Jeannette Turner. Την ευχαριστώ θερμά.
Kız Çocuğu
Kapıları çalan benim
kapıları birer birer.
Gözünüze görünemem
göze görünmez ölüler.
Hiroşima’da öleli
oluyor bir on yıl kadar.
Yedi yaşında bir kızım,
büyümez ölü çocuklar.
Saçlarım tutuştu önce,
gözlerim yandı kavruldu.
Bir avuç kül oluverdim,
külüm havaya savruldu.
Benim sizden kendim için
hiçbir şey istediğim yok.
Şeker bile yiyemez ki
şâat gibi yanan çocuk.
Çalıyorum kapınızı,
teyze, amca, bir imza ver.
Çocuklar öldürülmesin,
şeker de yiyebilsinler
Το ποίημα στη γλώσσα του Χικμέτ. Λιτό, δωρικό, στιβαρό, συγκινημένο. Χωρίς τίποτα το περιττό. Στο βίντεο ακούγεται ο ποιητής και η Τζόαν Μπαέζ.
Καλή ισημερία. Καλή άνοιξη. Όχι άλλη Χιροσίμα – όσο παλιομοδίτικο και αν ακούγεται αυτό…
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)