«Οταν εσύ φωνάζεις
εγώ κοιμάμαι
όταν εσύ πονάς
εγώ χασμουριέμαι
όταν εσύ σφαδάζεις
εγώ ξύνομαι.
Σεπτέμβριος
ημέρα δεκάτη έκτη
της Δημιουργίας
Διονύση»
(Μίκη Θεοδωράκη Ο Ηλιος και ο Χρόνος- Γενική Ασφάλεια, Μπουμπουλίνας, Αύγουστος και Σεπτέμβριος 1967)
Η μέρα ξεκίνησε με τον ΚΥΡ στο Βήμα. Και με την απάντηση στον Διονύση Μάνεση, που έγραψε ένα ποστ στο ιστολόγιο του 6ου λυκείου Καλλιθέας. Κι έτσι θυμήθηκα τον Μίκη Θεοδωράκη, όμηρο της χούντας των συνταγματαρχών και τους καιρούς του Πολυτεχνείου εξόριστο στο Παρίσι. Από όπου "όργωνε" τον κόσμο και έδινε συναυλίες για την απελευθέρωση της πατρίδας, η οποία επανειλημμένα και για μεγάλο χρονικό διάστημα τον βασάνισε, τον φυλάκισε, τον εξόρισε, με δυο λόγια τον εδίωξε. Αλλά το Πολυτεχνείο έχει σημαδευτεί από τα δικά του τραγούδια (όπως και ζωές μας, άλλωστε). Δεν θα βρείτε πουθενά βίντεο χωρίς τη Ρωμιοσύνη του, το κατεξοχήν μουσικό σύμβολο του Νοέμβρη. Κι ας έχουν πεθάνει τα σύμβολα. Και το Πολυτεχνείο και η Ρωμιοσύνη και ο Θεοδωράκης είναι ολοζώντανοι. Προς μεγάλη ευτυχία και παραμυθία δική μας.
Λίγο πριν από τα δελτία ειδήσεων των 8 ήρθε στις θυρίδες του ηλεκτρονικού μας ταχυδρομείου μια σαρκαστική δήλωση του Μίκη- στο ίδιο πνεύμα με τη γελοιογραφία του ΚΥΡ. Τότε (επιτέλους)ξύπνησε μέσα μου η δημοσιογράφος και αναρωτήθηκα γιατί διαμαρτύρεται. Βρήκα πρώτα την προκήρυξη των νεανίσκων, με την οποία τον εγκαλούν διότι, λέει... όπως και ο Μίμης Ανδρουλάκης, έξω από το σπίτι του οποίου έβαλαν τη χύτρα τους για να μαγειρέψουν σκοταδισμό, έτσι και «άλλες επιφανείς προσωπικότητες της 'αντι-δικτατορικης' αυτοεξορίας, στο Παρίσι της καλοπέρασης , οπως ο Μικης Θεοδωρακης , ο Βασιλης Βασιλικος κ.α. συγκεντρώνουν ολα τα παραπανω χαρακτηριστικά. Γνωστοί πρωην αριστεροί με κύρος και διεθνή φήμη , που ξεπληρώνουν τις ολιγοήμερες 'διακοπές' τους στα κρατητήρια της Ασφάλειας με βουλευτικά και υπουργικά αξιώματα (ο 'αγωνιστής' Μ. Θεοδωράκης διετέλεσε υπουργός 'ανευ χαρτοφυλακίου' σε προηγούμενη κυβέρνηση της Ν.Δ.) Θα έπρεπε τουλάχιστον να ντρέπονται απέναντι στους χιλιάδες ανώνυμους αριστερούς, που ξυλοκοπήθηκαν ,βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν, και εκτελέστηκαν... Για αυτους που δεν υπήρξε και δεν θα υπάρξει ουτε μια σελίδα στην επίσημη ιστορία των νικητών. Αντιθετα η πλέμπα της αριστερής διαννόησης αρέσκεται να συνεστιάζεται σε καθε ευκαιρία με τους εκπροσώπους της δημοκρατίας και της τάξης, ανταλλάσσοντας φιλοφρονήσεις σε εγκαίvια και δεξιώσεις της 'καλής κοινωνίας'.Ειναι η πικρόχολη λιγοψυχία όλων αυτων ,που ποτε δεν ειχαν ψυχή. Αυτων που ανέξοδα πρόδωσαν οτι γράφτηκε με αίμα .Γιατί ,οσο κι αν διαφωνούμε, με την ιδεολογία και τα οράματα 'του λαικου ξεσηκωμου' ,των προηγούμενων γενιών , σεβόμαστε αυτους που μάτωσαν για τις ιδεές τους ή πέθαναν με το 'οπλο στο χέρι,περήφανοι , χωρίς κανένα αντάλλαγμα.»
Δεν έχει κανείς τους ανάγκη από τη δική μου συνηγορία. Ούτε και τα άφρονα παιδάκια (κάθε ηλικίας) θα βάλουν μυαλό αν γράψω ή δεν γράψω κάτι. Ομως, επειδή αν σταματήσουμε να αντιδρούμε η τρομοκρατία και κάθε αδικία θα μας νικήσουν, αναδημοσιεύω την περήφανη απάντηση του Μίκη Θεοδωράκη. Πρώτα σε φωτογραφική αναπαραγωγή:
Και τώρα το κείμενο:
«Λεβέντες μου σας καμαρώνω! Είστε οι συνεχιστές του Κολοκοτρώνη , του Ανδρούτσου και του Άρη σε σύγχρονη εκδοχή. Και γιαυτό η τελευταία ελπίδα του προδομένου λαού μας. Με την γενναία σας δημόσια αποκήρυξη μου, μου ανοίξατε τα μάτια. Ομολογώ,έστω και καθυστερημένα ότι υπήρξα ένας ελεεινός και σιχαμερός προδότης-συνεργάτης της χούντας και της αντιλαικής δεξιάς και τώρα μετανοιωμένος αναζητώ την δίκαιη τιμωρία μου. Το σπίτι μου βρίσκεται σε μικρή πάροδο της οδού Γαριβάλδη και Επιφανού 1 και καθώς είμαι ξαπλωμένος , έχω απέναντι μου την πλαγιά του Φιλοπάππου, απ' που σας είναι πανεύκολο να με κάψετε ζωντανό και να με λυτρώσετε από τις τύψεις που με ζώνουν. Προς τούτο έχω ορθάνοιχτα τα παράθυρα μου για να σας διευκολύνω με κίνδυνο να πάθω γρίπη. Όμως ποιος λογαριάζει τέτοιες λεπτομέριεες όταν έχει να κάνει με terroristes-τιμωρούς όπως εσείς;"
Je vous remercie
Μίκης Θεοδωράκης
Υ.Γ. Καημένε Παπαδόπουλε που είσαν να καμαρώσεις την σπορά σου»
Ο Ηλιος και ο Χρόνος, συνέχεια:
«Τα κελιά ανασαίνουν
τα κελιά που βρίσκονται ψηλά
τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά
η βροχή μας ενώνει
ο ήλιος ντράπηκε να φανεί, Νίκο
Γιώργο, κρατιέμαι από ένα λουλούδι.»
Εσείς από πού κρατιέστε άραγε, λεβέντες;