Παρασκευή, Οκτωβρίου 27, 2006

Ακόμα και σε μένα που σας ιστορώ, αντισταθείτε!



Χωρίς λόγια.

Περισσότερα εδώ

Ασμα ηρωικό και πένθιμο

«Μακρυά χτυπούν καμπάνες από κρύσταλλο» έγραφε ο Οδυσσέας Ελύτης στο «Ασμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυολογχαγό της Αλβανίας». Ο Ελύτης, όπως και άλλοι ομότεχνοί του, ήταν στο αλβανικό μέτωπο. Στο σημερινό «Βιβλιοδρόμιο» της εφημερίδας «Τα Νέα» ο πάντοτε εκπληκτικός Γιώργος Ζεβελάκης δίνει σημαντικές πληροφορίες για τους ποιητές και συγγραφείς που στρατεύθηκαν το 1940. Αντιγράφω, αυτούσιο, το κείμενό του, γιατί αισθάνομαι τηΜνήμη ως χρέος:
«Τα "φύλλα πορείας" των λογοτεχνών που συμμετείχαν στον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο του 1940 συνοψίζουν την ιστορία εκείνης της εθνικής εποποιίας. Άλλοι ζήτησαν και πήγαν εθελοντές επειδή είχε περάσει η σειρά τους, ενώ οι νεώτεροι στρατεύτηκαν.
Ο Γιώργος Θεοτοκάς, αγύμναστος του 1926, κατατάχθηκε στο Χαϊδάρι, εκπαιδεύτηκε στους όλμους και στάλθηκε στον Κιθαιρώνα.
Ο Άγγελος Τερζάκης, δεκανέας πυροβολικού του 1927, υπηρέτησε στο Αργυρόκαστρο.
Ο νεώτερης ηλικίας Οδυσσέας Ελύτης επιστρατεύτηκε μόλις κηρύχθηκε ο πόλεμος και τοποθετήθηκε με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού στο Α' Σώμα Στρατού. Πολέμησε ως διμοιρίτης στις μάχες της Μπολένας, δεξιά από τη Χειμάρρα. Όταν το τάγμα του αποδεκατίστηκε, σώθηκε ως εκ θαύματος. Τον Μάρτιο του 1941 προσβλήθηκε από τύφο και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Εκεί τον βρήκαν οι βομβαρδισμοί των Γερμανών καθηλωμένο στο κρεβάτι. Μετά την υποχώρηση και ύστερα από πολλές κακουχίες ο Ελύτης έφτασε στην Αθήνα, «στηριζόμενος σ' ένα μπαστούνι, κάτωχρος και ρακένδυτος».
Ο Στέλιος Ξεφλούδας ήταν έφεδρος λοχαγός πεζικού και πολέμησε με τον λόχο του στα υψώματα της Τρεμπεσίνας.
Ο Νίκος Καββαδίας, αγύμναστος λόγω θαλάσσιας υπηρεσίας, έγινε ημιονηγός (μουλαράς) και τους «διαλόγους» με το άλογο του αφηγήθηκε σε ένα τρυφερό πεζό που έστειλε στο περιοδικό της ΧΙΙ Μεραρχίας, «Λόγχη».
Ο Λουκής Ακρίτας βρέθηκε στην πρώτη γραμμή του μετώπου και δημοσίευσε στον αθηναϊκό Τύπο θαυμάσιες πολεμικές ανταποκρίσεις.
Τέλος, ο Γιάννης Μπεράτης παρά την επισφαλή υγεία του ζήτησε και πέτυχε να καταταχθεί εθελοντής. Στάλθηκε στρατιώτης στην Κορυτσά και από το υλικό των εμπειριών του έγραψε το αριστουργηματικό χρονικό του πολέμου, «Πλατύ Ποτάμι».
(Βασική Πηγή: Αχ. Μαμάκης, Λογοτέχναι και άνθρωποι των γραμμάτων εις τα βουνά της Αλβανίας, Έθνος, 28 Οκτωβρίου 1947.) »

Δευτέρα, Οκτωβρίου 23, 2006

«Αμερικάνικη φούγκα» του Αλέξη Σταμάτη


Η ελληνική λογοτεχνία είναι ελληνοκεντρική. Από την αυγή της μέχρι σήμερα, από τον Σολωμό και τον Κάλβο, δηλαδή, έως τους νεώτατους, όλοι, και προπαντός οι πεζογράφοι, ασχολούνται κατ’ αποκλειστικότητα και, πάντως, κατά κύριο λόγο, με την ελληνική πραγματικότητα. Οι λόγοι είναι πολλοί, δεν είναι, όμως, της παρούσης να τους αναλύσουμε. Ο σημαντικότερος: η καθυστερημένη είσοδος της λογοτεχνίας μας στο μυθιστόρημα, που δεν επέτρεψε να γίνουν πολλά πράγματα στην ώρα τους. Υπολειπόμαστε, λοιπόν, από πλευράς Χρόνου, και όχι μόνο, άλλων χωρών, και ακόμα δεν έχουμε καλύψει το χάσμα. Για να είμαστε ακριβείς, έχουμε πολύ δρόμο ώστε να το καλύψουμε. Και, παρότι προσωπικά αγαπώ το ελληνικό μυθιστόρημα, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω πως η κατάσταση είναι αυτή.
Μακρύς πρόλογος για ένα βιβλίο που είναι διαφορετικό, όμως, έτσι, δεν θα χρειαστεί να επανέλθουμε σε αυτό το θέμα. Συνεχίζουμε, λοιπόν: ο Αλέξης Σταμάτης επιχείρησε αυτή τη φορά να βγάλει εντελώς το συγγραφικό του κέντρο από την Ελλάδα, (αν και ό,τι άφησες «εντός σου θα το κουβανείς» που λέει κι ο ποιητής). Πέρασε τον Ατλαντικό και πήγε στην καρδιά του Νέου Κόσμου, στις Ηνωμένες Πολιτείες. Κι εκεί, άφησε το φθαρτό στοιχείο του, το σώμα του, πίσω. Όχι κυριολεκτικά. Ο ήρωάς του στην «Αμερικάνικη φούγκα», το ολοκαίνουργιο μυθιστόρημά του, ο Ελληνας συγγραφέας που πηγαίνει στην Αμερική για ένα σεμινάριο, ενδύεται την ταυτότητα ενός άλλου, ενός ανθρώπου ο οποίος έχει πεθάνει μπροστά στα μάτια του. Σκηνοθετεί μάλιστα τον δικό του θάνατο, ώστε όλοι στην πατρίδα να πιστέψουν ότι ο συγγραφέας δεν ζει. Αλλωστε, μαζί της δεν φαίνεται να τον συνδέει και τίποτα σημαντικό, πέρα από κάποιες μνήμες. Πάει να πει, το παρελθόν.
Το νέο κοστούμι που του έτυχε δεν είναι άνετο, έχει προβλήματα. Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι πως τον πεθαμένο πλέον άνθρωπο με τη μαύρη Μάστανγκ τον κυνηγούσε κι εκείνον το δικό του παρελθόν. Ετσι, έχει δύο «παρελθόντα» (και συγγνώμη για το αδόκιμο) να τον κυνηγούν. Όπως σημειώνεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, «έχει πλέον εμπλακεί σε μια υπόθεση που τον υπερβαίνει. Είναι πια ένας φυγάς στο κέντρο μιας μυστηριώδους καταδίωξης.»
Καλά ως εδώ. Οι αναφορές στο «ον δε ρόουντ» μυθιστόρημα, η ατμόσφαιρα του Κέρουακ αλλά και του Ναμπόκοφ θα προσέθετα, είναι αναγνωρίσιμες (χωρίς να σημαίνει ότι αντέγραψε- σε καμία περίπτωση. Εμπνεύστηκε, ανέδειξε) όπως και το μυστήριο (που παραπέμπει σε κώδικες, πάντως όχι στον γνωστό και μη εξαιρετέο Κώδικα Ντα Βίντσι). Από εδώ και πέρα αρχίζουν οι καινοτομίες του Αλέξη Σταμάτη.
Η «Αμερικάνικη φούγκα» δεν είναι αστυνομικό και δεν είναι θρίλερ. Είναι ένα μυθιστόρημα με ένταση, που όμως ακολουθεί την, δυσκολότερη, τυπολογία του κλασικού μυθιστορήματος. Με αρχή, μέση και τέλος. Εντούτοις, επειδή έχει στοιχεία και από τα άλλα δύο είδη, οι αποδείξεις πρέπει να χτίζονται προσεκτικά. Και χτίζονται. Σαν να βάζεις λεπτά άχυρα σε φωλιά χελιδονιού. Τίποτα δεν προβάλλει ξεκάρφωτο. Όλα έχουν στηρίγματα. Μέχρι τα δύο τρίτα. Εκεί, εμφανίζεται η πρώτη αδυναμία.
Κατά την άποψή μου, δεν σχετίζεται με την αφηγηματική δεινότητα του Αλέξη Σταμάτη, που είναι αποδεδειγμένη. Εμφανίζεται όμως έτσι. Εμφανίζεται σαν να πάσχει η πλοκή, ενώ άλλο πάσχει. Και αυτό δεν είναι παρά η πρόθεσή του να τα πει όλα. Να βγάλει σε αυτό το βιβλίο μια Αμερική που ο ίδιος έχει συλλάβει με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο. Μακριά από μια Ελλάδα, που δεν πρέπει, μονίμως, να είναι το κέντρο του κάθε συγγραφικού σύμπαντος. Για να υπερβείς, όμως, πρέπει να «σκοτώσεις». Και «σκοτώνεις» καλύτερα αν παρουσιάσεις μια πραγματικότητα που καμιά σχέση δεν έχει με ό,τι μέχρι σήμερα γνώριζες και γνώριζε κι ο αναγνώστης.
Για να γίνει πάντως αυτό, ο συγγραφέας έχει δουλέψει πολύ. Εχει ερευνήσει και αφομοιώσει. Ενσωματώνει τα πράγματα, πάντως, αφού τα επεξεργαστεί λογοτεχνικά- να ακόμη μια καινοτομία. Πολλή και καλή δουλειά, αναμφίβολα, έστω και αν μερικές φορές δεν είναι αναγνωρίσιμο τι έχει κρύψει ο συγγραφέας ώστε να το ανακαλύψει ο αναγνώστης. Ετσι, κάποτε, λυπάται να αποδιώξει το αποτέλεσμα ενός τέτοιου μόχθου. Επομένως, ας πούμε, αφήνει το μέρος με τους Ινδιάνους, ενώ τίποτα ουσιαστικό δεν προσφέρει στην εξέλιξη της ιστορίας και των χαρακτήρων του. Ειδικά για τους τελευταίους θα πω ότι τα ψυχογραφήματα των ηρώων του είναι από τα πλέον στέρεα αυτή τη στιγμή στην ελληνική λογοτεχνία. Είναι το μέλλον του, προς το οποίο προσέρχεται πάνοπλος.
Το τέλος είναι απρόσμενο (δεν θα σας το αποκαλύψω) και πικρό, δικαιολογείται όμως απολύτως από τον τρόπο που έχει χειριστεί την ιστορία του. Ισως κλείνει την πόρτα σε (ανώφελους άλλωστε) ρομαντισμούς, αλλά είναι πολύ προσεκτικά επιλεγμένο. Και σε καμιά περίπτωση δεν είναι «χάπι εντ», αμερικανιά δηλαδή.
Οσο για τη γραφή, είναι εξαιρετική. Η δυνατή εικονοπλασία, πολλές φορές συναντά τον στοχασμό και απογειώνει το κείμενο. Αλλοτε, όμως, θέλει να πει περισσότερα από όσα επιτρέπει το γραπτό του. Και τότε, η φούγκα δεν είναι τόσο σφιχτή όσο μας έχει ο ίδιος συνηθίσει. Ο Γιάννης Ρίτσος έλεγε: «το ποίημα λάμπει απ’ τους σβησμένους στίχους». Εστω και αν ακόμη κι εκείνος δεν το είχε πλήρως κατακτήσει.

Εκδόσεις «Καστανιώτη»


update: κριτική μπορείτε να διαβάσετε επίσης στην Επίθεση των βιβλίων.