Τετάρτη, Ιανουαρίου 16, 2013

Τα(ν)κσικά θέματα μέχρι γελοιότητας


Ο Νίκος Σαραντάκος για δημοσίευμα της Καθημερινής περί Ρίτσου και Στάλιν

Τη λέξη κασιματιά δεν την έχουν τα λεξικά, και δικαίως, αφού την έχουμε φτιάξει εδώ στο ιστολόγιο, αν και βλέπω με καμάρι ότι και άλλοι την έχουν υιοθετήσει . Κασιματιά είναι το ψέμα, και ειδικότερα το ψέμα που σερβίρεται με το μανδύα ιστορικού ανεκδότου και που έχει στόχο έναν πολιτικό αντίπαλο και επαναλαμβάνεται συχνά (ώστε να μείνει). Φυσικά, πήρε το όνομά του από τον δημοσιογράφο κ. Στέφανο Κασιμάτη, που του αρέσει να διανθίζει τη στήλη του με ιστορικά ανέκδοτα (μερικά υπαρκτά) και που ειδικεύεται στις κασιματιές εναντίον των αριστερών. Για παράδειγμα, κασιματιά είναι ότι ο Λένιν είχε κάνει λόγο για “χρήσιμους ηλίθιους” (μια άλλη κασιματιά, πάλι για τον Λένιν, εδώ ).

Η κασιματιά που δημοσιεύτηκε στη χτεσινή Καθημερινή δεν είχε στόχο τον Λένιν, αλλά τον ποιητή Γιάννη Ρίτσο. Αντιγράφω ολόκληρο το σχόλιο ώστε να μη χάσετε σταγόνα απ’ τη χολή: Από την ιστοσελίδα του King’s College του Πανεπιστημίου του Λονδίνου πληροφορούμαι ότι ο Τζον Κίτμερ διαδέχεται τον ιδιαιτέρως αγαπητό Ντέιβιντ Λάντσμαν ως πρεσβευτής της Βρετανίας στην Αθήνα. Ελληνιστής, όπως και ο προκάτοχός του, ο Ντ. Κίτμερ θα τολμούσα να επισημάνω ότι διαφέρει ως προς την εκκεντρικότητα των γούστων του – των φιλολογικών, για να μην παρεξηγηθώ. Λάτρης της ποίησης του Γιάννη Ρίτσου, έχει δημοσιεύσει τη μελέτη «Χρήσεις της Ελληνικής Ορθοδοξίας στην πρώιμη ποίηση του Γιάννη Ρίτσου» και επί του παρόντος εργάζεται για την ολοκλήρωση της διδακτορικής διατριβής του για τον ποιητή, ο οποίος εκτός των άλλων ύμνησε τον δικτάτορα Στάλιν («Σώπα γιαγιά και σκούπισε με το τσεμπέρι σου τα μάτια σου. / Οταν σβύνει η φωτιά σου κάτω από το τσουκάλι σου / Είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει» κ.λπ.), καθώς και την εισβολή των Σοβιετικών στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Αντιλαμβάνομαι, ωστόσο, ότι τα ενδιαφέροντα του Τζ. Κίτμερ επικεντρώνονται μάλλον στην ανίχνευση των τρόπων με τους οποίους ο Ρίτσος αφομοίωσε στην ποίησή του την επιρροή άλλων ποιητικών φωνών της νεοελληνικής γραμματείας. Εν πάση περιπτώσει, παραδέχομαι ότι μου είναι δύσκολο να καταλάβω πώς μπορεί να γοητεύεται κάποιος με τον Ρίτσο, όταν υπάρχουν ο Σολωμός και ο Καβάφης· από την άλλη πλευρά όμως, όταν θυμάμαι ότι έχω περάσει μία εποχή κατά την οποία λάτρευα την ποίηση του Τέννυσον, τότε τα αποθέματά μου ανεκτικότητας και κατανόησης ξαφνικά ανανεώνονται ως διά μαγείας..

Δεν θα σταθώ στις ποιητικές προτιμήσεις, είτε του Βρετανού πρεσβευτή είτε του κ. Κασιμάτη, αλλά στο απόσπασμα που έχω σημειώσει με έντονους χαρακτήρες, δηλαδή την κασιματιά, εννοώ το ψέμα, ότι ο Ρίτσος ύμνησε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Κατά σύμπτωση το ιστολόγιό μας έχει ασχοληθεί εκτενώς με το θέμα πριν από πεντέξι μήνες και γι’ αυτό η πρώτη μου σκέψη, όταν με ειδοποίησε ένας φίλος με ηλεμήνυμα για την τελευταία κασιματιά, ήταν να αφιερώσω μόνο ένα σαββατιάτικο μεζεδάκι. Ύστερα όμως συνειδητοποίησα ότι το παλιό άρθρο του ιστολογίου είχε δημοσιευτεί κατακαλόκαιρο, Κυριακή 12 Αυγούστου, επομένως πολλοί φίλοι δεν θα το έχουν διαβάσει (αν και είχε γίνει αρκετά μεγάλη συζήτηση), οπότε ίσως θα είναι συγγνωστή η ανακύκλωση. Τώρα, αν έχετε διαβάσει το παλιό άρθρο, συγνώμη, ελπίζω το αυριανό (που θα είναι καινούργιο) να σας αποζημιώσει.

Επειδή το παλιό μου άρθρο είναι πολύ μεγάλο, δημοσιεύω πρώτα μια περίληψη, χωρίς τεκμηρίωση. Όποιος ενδιαφέρεται για περισσότερα, διαβάζει παρακάτω. Λοιπόν, αυτό που γράφει ο κ. Κασιμάτης είναι ψέμα. Ο Γιάννης Ρίτσος ποτέ δεν έγραψε ποίημα υπέρ της σοβιετικής επέμβασης στην Πράγα το 1968. Για να είμαι δίκαιος, δεν είναι μόνο ο κ. Κασιμάτης που διαδίδει το ψέμα αυτό. Άλλοι λένε ότι ο Ρίτσος το 1956 ή το 1968 έγραψε ποίημα (ή δήλωσε σε συνέντευξη) πως τα σοβιετικά τανκς χόρευαν ταγκό (ή βαλς) στους δρόμους ή τις πλατείες της Πράγας ή της Βουδαπέστης: κοινός τόπος όλων των παραλλαγών είναι ότι ο Ρίτσος ύμνησε τη σοβιετική εισβολή. Όπως είπα, είναι ψέμα. Τα Τα Άπαντα του Ρίτσου έχουν εκδοθεί, τα αρχεία του υπάρχουν στο μουσείο Μπενάκη, όποιος ισχυρίζεται ότι υπάρχει τέτοιος στίχος του Ρίτσου δεν έχει παρά να το αποδείξει σκανάροντας τη σχετική σελίδα ή έστω αναφέροντας τόμο και αριθμό σελίδας. Δεν θα βρεθεί τίποτα, γιατί τίποτα δεν υπάρχει.

Ο κόκκος αλήθειας στον οποίο στηρίζεται ο μύθος με όλες τις παραλλαγές του, είναι ότι σε μια συνέντευξή του στα Νέα το 1977, ο Ρίτσος, που μόλις είχε γυρίσει από τη Μόσχα όπου τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν, δήλωσε, μεταξύ άλλων: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. Καθώς οι στρατιώτες ήταν λευκοί και με το κρύο είχαν κοκκινίσει έμοιαζαν παιδιά που είχαν βγει μόλις απόνα σχολείο κάνοντας παρέλαση χαμογελαστοί μπροστά στους δασκάλους τους”. Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά πώς έγινε τάχα και αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει και αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια) μετατράπηκε σε ποίημα που “υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα”;

Η συνέντευξη Ρίτσου προκάλεσε αντιδράσεις, ιδίως στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς. Έτσι, λίγο αργότερα στα Νέα, τρεις επιφανείς αριστεροί διανοούμενοι, οι Ν. Πουλαντζάς, Κ. Βεργόπουλος και Κ. Τσουκαλάς, δημοσίευσαν στα Νέα μια επιστολή προς τον Γιάννη Ρίτσο, αρκετά επιθετική, στην οποία περιλαμβανόταν και το εξής ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”

Νομίζω ότι αυτός είναι ο σπόρος πάνω στον οποίο βλάστησε ο μύθος, ότι τάχα ο Γιάννης Ρίτσος ύμνησε την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968 (ή στην Ουγγαρία το 1956). Αν η αρχική γέννηση του μύθου έγινε με σπασμένο τηλέφωνο ή αν ήταν συνειδητή κατασκευή δεν το έχω εξακριβώσει και δεν έχει μεγάλη σημασία. Σήμερα όμως είναι λάθος να επαναλαμβάνεται το ψέμα αυτό.

Βέβαια, ο Ρίτσος είχε γράψει στρατευμένα ποιήματα (και δεν ντρεπόταν γι’ αυτό) και είναι αλήθεια ότι έγραψε και ποίημα για τον Στάλιν όπως και για τον Ζαχαριάδη -που πάντως πρέπει να κριθούν με τα μέτρα της εποχής του. Αλήθεια επίσης είναι ότι έγραφε ποιήματα επικαιρικά, για να τιμήσει κάποιο γεγονός ή κάποιον νεκρό του αγώνα, που πολλά από αυτά δεν στέκονται στο ύψος των άλλων έργων του -άλλωστε δεν ήταν ολιγογράφος, το εκτενέστατο έργο του ήταν άνισο και είναι ζήτημα πόσο θα μείνει (κάτι που ισχύει και για άλλους ποιητές που έγραψαν πολύ, π.χ. τον Παλαμά). Όλα αυτά όμως δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου μου, το άρθρο μου θέλει απλώς να ανασκευάσει τον επίμονο μύθο ότι τάχα ο Ρίτσος έγραψε ποίημα για τα σοβιετικά τανκς που χόρευαν όπως έμπαιναν στην Πράγα το 1968.

Τέτοιο ποίημα δεν έγραψε, και τον αδικεί ο μύθος τον Ρίτσο, όχι μόνο επειδή δεν έγραψε τίποτα τέτοιο, αλλά και επειδή, όπως μας θύμισε προ καιρού ο Γ. Ρούσης , ένα χρόνο μετά την εισβολή στην Πράγα έγραψε την Χαμένη υπερβόρειο: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς , προσεχτικά τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος συνεχίζει : «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα /αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο, και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,/πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,/μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.» Υπαινικτικό, αλλά εύγλωττο θαρρώ.

Αυτή ήταν η περίληψη του παλιού μου άρθρου, αλλά αν θέλετε την τεκμηρίωση (έχει πιστεύω ενδιαφέρον, αν βέβαια έχετε χρόνο) αναδημοσιεύω ολόκληρο το παλιό μου άρθρο:

Ίσως δεν είναι και πολύ κατάλληλη η συγκυρία για το σημερινό άρθρο, κατακαλόκαιρο παραμονές δεκαπενταύγουστου, αλλά δεν το είχα έτοιμο το θέμα, εκείνο ήρθε και με βρήκε. Κι έπειτα, είναι θέμα που με ενδιαφέρει διπλά, μια και το ιστολόγιο αρέσκεται να σκαλίζει μικροφιλολογικά μυστήρια, ιδίως τις Κυριακές, αλλά και έχει ειδικευτεί στην ανασκευή μύθων, και το σημερινό θέμα μας έχει και από τα δύο. Ο λόγος είναι για τον Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος, αν πιστέψουμε όσα γράφονται κατά καιρούς, έχει πει ή έχει γράψει κάτι για σοβιετικά τανκς που χορεύουν. Ως εκεί υπάρχει ομοφωνία στις διάφορες εκδοχές, αλλά ως προς τις υπόλοιπες λεπτομέρειες οι διάφορες εκδοχές διίστανται.

Για παράδειγμα, σε χρονογράφημά του στην εφημ. Μακεδονία, ο συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης γράφει: Πώς να ξεχάσεις τον πράγματι σπουδαίο μας ποιητή Γιάννη Ρίτσο, που έγραφε ότι τα σοβιετικά άρματα χόρευαν ταγκό κατά την εισβολή στην πλατεία της Πράγας; Πώς να το ξεχάσεις ή πώς να το θυμηθείς, θα το δούμε παρακάτω. Αλλά αν η εκδοχή του Σκαμπαρδώνη είναι απλώς μία από τις πολλές, έχει ωστόσο ένα μοναδικό στοιχείο.

Εννοώ ότι, απ’ όσο ξέρω, ο Σκαμπαρδώνης είναι ο μοναδικός που θέλει τον Ρίτσο να γράφει για τα τανκς που χορεύουν ταγκό. Η Κωνσταντίνα Ζάνου, σε άρθρο της που δημοσιεύτηκε και στην κυπριακή Καθημερινή, δίνει την επικρατούσα εκδοχή: “Τα τανκς χορεύουν βαλς στις πλατείες της Πράγας”, που υποτίθεται ότι το έγραψε ο Γιάννης Ρίτσος για την εισβολή των σοβιετικών στην Πράγα το 1968. Και πράγματι, οι περισσότερες εκδοχές θέλουν τον Γιάννη Ρίτσο να έγραψε ένα ποίημα για να υμνήσει τη σοβιετική εισβολή στην Πράγα, στο οποίο έβλεπε τα τανκς να χορεύουν βαλς. Εδώ που τα λέμε, το βαλς, σαν χορός, ταιριάζει στα τανκς περισσότερο από το ταγκό, δεν βρίσκετε; Με τα βαλς συμφωνεί και το sansimera.gr, που βρίσκει ότι ο Ρίτσος ήταν σπουδαίος ποιητής “όταν δεν υπονόμευε ο ίδιος την αξία του με τη στρατευμένη ποίησή του για τα «σοβιετικά τανκς που χορεύουν βαλς στην Πράγα» και άλλα τέτοια”. Σε άλλες πάλι πηγές, δεν προσδιορίζεται ο χορός. Έτσι, σε άρθρο του Δ. Παλαιολογόπουλου, αρχικά στην Αυγή , τα τανκς απλώς χορεύουν στους δρόμους της Πράγας, αλλά δεν ξέρουμε τι είδους χορό.

Πάντως, αν και οι περισσότερες πηγές συγκλίνουν στην Πράγα, ούτε εδώ υπάρχει ομοφωνία. Σε σχόλιο στην Καλύβα του Πάνου Ζέρβα , ο φίλος Αριστεροπόντιος (γνωστός και ως Μ-π), παραθέτει τον στίχο: “τα τανκς να χορεύουν βαλς στους δρόμους της Βουδαπέστης”, Γιάννης Ρίτσος, 1956. Ενώ ο Δημοσθένης Κούρτοβικ στα Νέα έγραψε: Ας θυμηθούμε την ωδή του Ρίτσου στα σοβιετικά τανκς που χορεύουν στην Κόκκινη Πλατεία. Επομένως, τρεις πόλεις ερίζουν για το θέατρο του χορού, Μόσχα, Βουδαπέστη και Πράγα, με την Πράγα να παίρνει περισσότερες ψήφους.

Και τι ακριβώς έγραψε ή είπε ο Γιάννης Ρίτσος για τα τανκς που χορεύουν; Κατά τον Κούρτοβικ ήταν ωδή, για άλλους πολλούς ήταν στίχος ποιήματος, ο Παλαιολογόπουλος όμως μιλάει για συνέντευξη, ενώ κάποιος αρθρογράφος του ακροδεξιού Ελεύθερου Κόσμου λέει ότι ο Ρίτσος, όταν τα σοβιετικά άρματα εισέβαλαν στην πρωτεύουσα της τότε Τσεχοσλοβακίας, δήλωσε ότι “τα τάνκς χορεύουν βάλς, στις πλατείες της Πράγας”! Δήλωση, συνέντευξη, ποίημα ή ωδή; (Εντάξει, η ωδή θεωρείται είδος ποιήματος, οπότε στην πραγματικότητα έχουμε τρεις κατηγορίες).

Και πότε το είπε ή το έγραψε; Κατά τον Αριστεροπόντιο το 1956, κατ’ άλλους το 1968, ενώ σύμφωνα με την Μαργαρίτα Γιαραλή στην Εποχή , “Σε κάποια επέτειο της εισβολής στην Πράγα του ΄68, ο ποιητής Ρίτσος διάβασε θριαμβευτικά προς την ΚΝΕ το ποίημα που εμπνεύστηκε στις 21 Αυγούστου ΄68, όντας ο ίδιος εξόριστος, ο στίχος που επαναλαμβανόταν έλεγε: “τα τανκς μπαίνανε χορεύοντας στην Πράγα”.

Λοιπόν; Τι έγινε με τα σοβιετικα τανκς; Χόρευαν βαλς, ταγκό ή κάτι απροσδιόριστο; Στη Βουδαπέστη, στη Μόσχα ή στην Πράγα; Ο Ρίτσος τα ύμνησε σε ποίημα ή σε δηλώσεις ή σε συνέντευξη; Το 1956, το 1968 ή μετά τη μεταπολίτευση; Στην πραγματικότητα, όλες οι παραπάνω πηγές κάνουν λάθος (ή λένε ψέματα) στον ένα ή στον άλλο βαθμό.

Ο Γιάννης Ρίτσος δεν έχει γράψει κανένα ποίημα όπου να υμνεί ή έστω να περιγράφει τις χορευτικές κινήσεις των τανκς, σοβιετικών ή άλλων. Όσο κι αν ψάξετε το έργο του δεν θα βρείτε κανένα τέτοιο ποίημα, και αυτό δεν το λέω μόνο εγώ, το διασταύρωσα και με την παλιά φίλη Αγγελική Κώττη, βιογράφο του Ρίτσου, η οποία είναι απολύτως κατηγορηματική ότι τέτοιος στίχος δεν υπάρχει (και η οποία βοήθησε πολύ να βρεθούν τα στοιχεία του παρόντος). Ο Ρίτσος όμως έχει πει κάτι σε συνέντευξη για σοβιετικά τανκς. Όχι στην Πράγα ή στη Βουδαπέστη, αλλά στη Μόσχα, όχι σε εισβολή αλλά σε παρέλαση. Αυτό έγινε το 1977.

Τον Νοέμβριο του 1977, ο Γιάννης Ρίτσος κλήθηκε στη Μόσχα για να τιμηθεί με το βραβείο Λένιν για την ειρήνη (με το ίδιο βραβείο είχαν τιμηθεί ο Βάρναλης το 1959 και ο Γλέζος το 1962, ενώ αργότερα βραβεύτηκαν ο Θεοδωράκης και ο Χαρ. Φλωράκης -ευχαριστώ τον φίλο που έκανε την επισήμανση). Η βράβευση συνέπεσε με τους εορτασμούς των εξήντα χρόνων της Οκτωβριανής επανάστασης (η οποία, όπως ξέρουμε, με το νέο ημερολόγιο πέφτει Νοέμβριο). Σαν ένας από τους τιμώμενους, ο Ρίτσος παρακολούθησε και τους εορτασμούς και ιδίως τη μεγάλη παρέλαση στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, έδωσε μια μεγάλη συνέντευξη στον Γιώργο Λιάνη, στα Νέα, σε δυο συνέχειες (είπαμε, ήταν μεγάλη), όπου μίλησε πολύ επαινετικά για την Σοβιετική Ένωση και περιέγραψε τις εντυπώσεις του. Μπορείτε να δείτε τη συνέντευξη εδώ, καταρχάς το πρώτο μέρος (6.12.1977) και στη συνέχεια το δεύτερο μέρος (7.12.1977) εδώ . Πάντως είναι μεγάλα αρχεία και ίσως αργήσουν να εμφανιστούν. Το απόσπασμα που μας ενδιαφέρει υπάρχει στο β’ μέρος της συνέντευξης.

Συγκεκριμένα, ο Ρίτσος σε ένα σημείο αναφέρεται στην παρέλαση που έγινε στην Κόκκινη Πλατεία, και λέει: “Ακόμα και η παρέλαση είχε κάτι το χορευτικό. Ήταν μια πάνδημη συμμετοχή”. Και μετά, όταν ο Λιάνης τον ρωτάει αν όντως γέμισε η πλατεία με τεράστιες φωτογραφίες του Μπρέζνιεφ, ο Ρίτσος απαντάει πως όχι και συνεχίζει: “Τα τανκς πέρασαν κι αυτά μ’ ένα ρυθμό χορευτικό. Ίσως ήταν το δικό μου αίσθημα που τους έβλεπα με αγάπη και φιλία. Καθώς οι στρατιώτες ήταν λευκοί και με το κρύο είχαν κοκκινίσει έμοιαζαν παιδιά που είχαν βγει μόλις απόνα σχολείο κάνοντας παρέλαση χαμογελαστοί μπροστά στους δασκάλους τους”.

Αυτή είναι η μόνη αναφορά σε τανκς και σε χορευτικές κινήσεις. Αλλά αυτή η ομολογουμένως υπερβολικά ευμενής έως γλυκερή αναφορά (τον είχαν βέβαια βραβεύσει και αυτό, όσο και να πεις, σε κάνει να λες καλά λόγια) πώς έγινε τάχα και μετατράπηκε σε ποίημα που υμνεί τα τανκς της εισβολής στην Πράγα;

Νομίζω ότι έχω την απάντηση. Η συνέντευξη του Ρίτσου σε μια εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας έκανε αίσθηση και σχολιάστηκε πολύ, ιδίως επειδή ήταν η πρώτη φορά (αν θυμάμαι καλά) μετά τη μεταπολίτευση που ο Ρίτσος είχε μιλήσει με τόσο θερμά λόγια για τη Σοβιετική Ένωση. Στους κύκλους της ανανεωτικής αριστεράς, του τότε ΚΚΕ εσ. και της Αυγής, που ακολουθούσαν περισσότερο κριτική στάση προς το σοβιετικό μοντέλο, η συνέντευξη έγινε δεκτή με αμηχανία, και λίγο με ενόχληση.

Λίγες μέρες μετά, τρεις επιφανείς καθηγητές που ανήκαν στην ανανεωτική αριστερά, ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Κώστας Βεργόπουλος και ο Κων. Τσουκαλάς, έστειλαν επιστολή στα Νέα, στην οποία διαφωνούσαν σε οξύ ύφος με τις εντυπώσεις και τις διαπιστώσεις του Ρίτσου. Το κείμενό τους, με τίτλο “Απάντηση στον Γιάννη Ρίτσο”, δημοσιεύτηκε στα Νέα στις 17.12.1977.

Την απάντηση των τριών καθηγητών την έχω επίσης ανεβάσει και μπορείτε να τη διαβάσετε εδώ (και πάλι, το αρχείο είναι μεγαλούτσικο). Όπως θα δείτε, οι τρεις καθηγητές δίνουν απάντηση στον Ρίτσο εφόλης της ύλης, αλλά το σημείο που μας ενδιαφέρει είναι ο σχολιασμός που κάνουν στον χορευτικό ρυθμό των τανκς.

Αφού τον κατηγορούν για δουλοπρεπή στάση απέναντι στους ισχυρούς, του απευθύνουν (με έναν ελαφρό γαλλισμό) το ερώτημα: “Γιάννη Ρίτσο, η εισβολή των σοβιετικών τανκς στην Πράγα το 1968 έγινε μήπως με τον ίδιο αξιαγάπητο και χορευτικό ρυθμό;”

Νομίζω ή πιο σωστά είμαι πεπεισμένος ότι εδώ βρίσκεται ο σπόρος από τον οποίο φύτρωσε ο μύθος για το ποίημα ή την ωδή ή τις δηλώσεις του Ρίτσου που τάχα ύμνησαν την εισβολή στην Πράγα ή στη Βουδαπέστη. Από μια ρητορική, ας πούμε, ερώτηση του κειμένου των Πουλαντζά-Βεργόπουλου και Τσουκαλά! Αν κάποιος αναδιφήσει τις εφημερίδες της εποχής (και ιδίως την Αυγή) ίσως βρει τους καναδυό ελλείποντες κρίκους, αλλά για μένα δεν χωράει αμφιβολία ότι από εδώ γεννήθηκε ο μύθος, είτε από σπασμένο τηλέφωνο είτε με συνειδητή κατασκευή.

Βέβαια, ο Ρίτσος είχε γράψει στρατευμένα ποιήματα (και δεν ντρεπόταν γι’ αυτό) και είναι αλήθεια ότι έγραψε και ποίημα για τον Στάλιν όπως και για τον Ζαχαριάδη -που πάντως πρέπει να κριθούν με τα μέτρα της εποχής του. Αλήθεια επίσης είναι ότι έγραφε ποιήματα επικαιρικά, για να τιμήσει κάποιο γεγονός ή κάποιον νεκρό του αγώνα, που πολλά από αυτά δεν στέκονται στο ύψος των άλλων έργων του -άλλωστε δεν ήταν ολιγογράφος, το εκτενέστατο έργο του ήταν άνισο και είναι ζήτημα πόσο θα μείνει (αυτό βέβαια ισχύει και για άλλους ποιητές που έγραψαν πολύ, π.χ. τον Παλαμά). Όλα αυτά όμως δεν είναι το αντικείμενο του άρθρου μου, το άρθρο μου θέλει απλώς να ανασκευάσει τον επίμονο μύθο ότι τάχα ο Ρίτσος έγραψε ποίημα για τα σοβιετικά τανκς που χόρευαν όπως έμπαιναν στην Πράγα το 1968. Τέτοιο ποίημα δεν έγραψε, και τον αδικεί ο μύθος τον Ρίτσο, όχι μόνο επειδή δεν έγραψε τίποτα τέτοιο, αλλά και επειδή, όπως μας θύμισε προ καιρού ο Γ. Ρούσης, ένα χρόνο μετά την εισβολή στην Πράγα έγραψε την Χαμένη υπερβόρειο: «Το μάθαμε καλά πως Υπερβόρειος διόλου δεν υπάρχει/ […..] Σήμερα βεβαιώθηκε:/ μια σκέτη φαντασία η χώρα απ’ όπου μας ερχότανε/ οι κύκνοι και τα ορτύκια, όπου οι σεμνόπρεπες κόρες / Λαοδίκη και Υπερόχη ετοίμαζαν για τους θεούς/τα πρώτα φρούτα της σοδειάς , προσεχτικά τυλίγοντάς τα/ σ’ άχυρο σίτου και λεπτό χαρτί[……] Και πάντα αισιόδοξος συνεχίζει : «Ωστόσο ακόμη συνεχίζουμε τον μισοτελειωμένο παιάνα /αφήνοντας ένα κενό στου ονόματος το μέρος, μήπως /βρεθεί κανένα νέο, και το προσθέσουμε την ύστατη ώρα,/πάντοτε με το φόβο μήπως ο αριθμός των συλλαβών του,/μικρότερος ή μεγαλύτερος, μας χαλάσει το μέτρο.»

Υπαινικτικό, αλλά εύγλωττο θαρρώ.

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο Left.gr

Εστειλα κι εγώ ένα σχόλιο, που δημοσιεύθηκε εδώ:

Αγαπητοί φίλοι,

η ¨Καθημερινή" έκανε και άλλη "κασιματιά". Εστειλα από χθες το βράδυ σχόλιο για το άρθρο του εν λόγω κυρίου, το οποίο δεν έχει δημοσιευθεί. Δεν ξέρω αν και πόσο πρέπει να περιμένω, αλλά μάλλον μπορώ να δηλώνω πλέον ότι με λογόκριναν. Το σχόλιό μου: "Αγαπητέ κύριε Κασιμάτη, αν βρίσκατε πουθενά τους στίχους με τους οποίους ο Ρίτσος ύμνησε την εισβολή του 1968 στην Τσεχοσλοβακία, και μας τους υποδεικνύατε, θα υποχρεώνατε εμένα και τους απανταχού μελετητές του, οι οποίοι ματαίως ψαχνουμε τοσα χρόνια τι ακριβώς εννοούν όσοι αναπαράγουν αυτό τον βολικό (;) μύθο καθώς στίχοι, δηλώσεις, σημειώσεις ή ό,τι άλλο γραπτό του ποιητή, ακόμα και τα ανέκδοτα, εξετάστηκαν ενδελεχώς, πλην εις μάτην. Προσφεύγουμε λοιπόν και στη δική σας βοήθεια μήπως και επιτέλους φωτιστούμε."

Η πραγματικότητα: είναι όπως τα λέει ο Νίκος Σαραντάκος. Εν ολίγοις, η δήλωση στον Λιάνη επισύρει την μήνιν των τριών διανοητών κλπ κλπ. Στίχος ΔΕΝ υπάρχει. Ως βιογράφος του Ρίτσου και ως επιμελήτρια του αρχείου αυτογράφων έργων του που έχει κατατεθεί άπό την οικογένεια στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, το δηλώνω κατηγορηματικά. Οποιος βρει και μας παραθέσει αυτό ή οτιδήποτε ανάλογο, θα λάβει το βραβείο Λαμπρής Φούσκας- Κασιμάτη. 'Η,όπως λένε και εις την αλλοδαπήν: όποιος έχει να πει κάτι, ας το πει τώρα, ή ας σωπάσει για πάντα.

update: η καθημερινή, μετά τις δημόσιες διαμαρτυρίες μου, έβαλε τελικά το σχόλιο 24 ώρες μετά. Απάντηση; μα τι ρωτάτε τώρα...

Δευτέρα, Ιανουαρίου 14, 2013

Στάθης Μάρας: ένας σεμνός αλλά σπουδαίος συγγραφέας χάθηκε στην άσφαλτο


Με δυσκολία θα βρει κάποιος πληροφορίες για τον Στάθη Μάρα. Με δυσκολία και θα τις αναζητήσει, άλλωστε. Αν δεν ήταν το θανατηφόρο τροχαίο με τον εκδότη Δημήτρη Ρίζο στο Π. Φάληρο, λίγοι θα έψαχναν σήμερα το διαδίκτυο. Κι ωστόσο, ο ποιητής, πεζογράφος, μελετητής, κριτικός αποτελούσε ένα άκρως ενδιαφέρον κεφάλαιο στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Μονάχα που ήταν σεμνός. Πολύ σεμνός. Όπως πρέπει να είναι κάθε πνευματικός άνθρωπος.

Γεννήθηκε στην Aθήνα και σπούδασε νομικά. Aπό δεκατριών χρόνων πήρε μέρος στην Eθνική Aντίσταση. Δεκαπέντε χρόνων εκτοπίστηκε στη M. Aνατολή. Aπό την ίδια ηλικία ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία και τύπωσε τρία ποιητικά βιβλία (1950, 1957, 1959). Έχει δημοσιεύσει μεταφράσεις Iσπανών ποιητών, ενώ δικά του ποιήματα μεταφράστηκαν στα ιταλικά. Έκτοτε, παρά την καλή υποδοχή που του έγινε, εξαιτίας της άποψής του ότι Tέχνη σημαίνει πρώτα και κύρια επικοινωνία και βλέποντας πως στην Eλλάδα η Ποίηση δεν έχει κοινό, έψαξε για άλλες μορφές έκφρασης, που θα μπορούσαν να φέρουν ανθρώπους κοντά της. Έτσι, έπαψε να δημοσιεύει και, για πολλά χρόνια, ρίχτηκε από την αρχή στη μελέτη (Φιλοσοφία, Kοινωνιολογία, Oικονομία, Ψυχολογία).

Aποτέλεσμα της πιο πάνω δουλειάς υπήρξε ένα σύνολο μεγάλων στην έκταση, αυτοτελών, μα και συνδεόμενων μεταξύ τους μελετών, που καλύπτουν ολόκληρη τη Λογοτεχνία μας, σε συνδυασμό προς τη γενικότερη κοινωνικο-οικονομική ζωή, την ατομική και την ομαδική ψυχολογία. Πέντε από αυτές τις μελέτες κυκλοφορούν από τις «Eκδόσεις Kαστανιώτη». Aκόμα, από μια σειρά κριτικών έργων, έχει εκδοθεί ένα σχετικό με τη γνησιότητα ή το περιστασιακό των λογοτεχνών και με το έργο του Γιώργου Σιδέρη («Σύγχρονη Eποχή» 1995). Tέλος, στο χώρο της πεζογραφίας, κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά του «Γιάννης ο 46ος» (Eκδόσεις «Σοκόλη» 1996).

O Στάθης Mάρας ουδέποτε πήρε κάποιο βραβείο ή άλλη διάκριση, διότι πιστεύοντας (όπως εξηγεί σε μια του μελέτη), ότι αυτές οι απονομές, άμεσα μα και μακροπρόθεσμα, βλάπτουν τόσο τα Γράμματα όσο και τους ίδιους τους συγγραφείς, βραβευόμενους και μη, ουδέποτε έδωσε έργο του σε κάποιο διαγωνισμό. Mολαταύτα, τούτο δεν τον εμποδίζει να δέχεται το διορισμό του σε Kριτικές Eπιτροπές Διαγωνισμών, επειδή πιστεύει πως με την παρουσία του βοηθάει στο θέμα της αμεροληψίας. Από τις Εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν:

Η εφτανησιώτικη σχολή, 1998

Η Γυναίκα Β´ - Ελληνίδες ποιήτριες, 1990

Η Γυναίκα Α´ - Κοινωνική ανισότητα και ερωτικό τραγούδι, 1990

Εχει προφανώς εξαντληθεί και δεν κυκλοφορεί η εξαιρετική μελέτη του «Κώστας Βάρναλης • Ιδεολογία και ποίηση» που είχε εκδοθεί το 1986. Ανάμεσα σε άλλες παλαιότερες εκδόσεις του, είναι και μία για τη γενιά του '30, την οποία αντιμετωπίζει με εντελώς αντισυμβατική ματιά