Τετάρτη, Μαΐου 04, 2011

Δύσκολες ερωτήσεις

Νοέλ Μπάξερ
Ένα από τα κείμενά της για την ανεργία



- Πού εργάζεσαι τώρα;
- Με τι ασχολείσαι;
Εύκολες ερωτήσεις, πόσο δυσκολέψατε!

Αντιστραφήκατε σαν κέρμα, παλιά τα πηγαίναμε θαυμάσια. Χαιρόμουν να σας ρωτούν για να έχω τη χαρά να απαντώ. Να μιλώ για τον εαυτό μου με καλά λόγια. Να φουσκώνω λίγο τα επιτεύγματα υπονοώντας υπερθετικούς βαθμούς. Μου άρεσε να μετρώ το μέγεθός μου σε μάτια που διαστέλλονταν για να με χωρέσουν.

Με το που μπαίνατε στο στόμα του συνομιλητή μου, με το που ξεμυτούσε εκείνο το «πού εργ...», μου κλείνατε το μάτι. «Εμπρός», ήταν σαν να μου λέγατε, «πες τα όλα και όμορφα!».

Εύκολες ερωτήσεις, γιατί μου δυσκολέψατε;

Τι συνέβη ξαφνικά και μου γυρίσατε; Πού πήγε ο καλός ο λόγος σας; Πού πήγε ο καλός μου εαυτός;

Χάλασε η παρέα, δεν τα πάμε καλά τώρα, έτσι; Μου γυρίσατε και σας γυρίζω κι εγώ την πλάτη, τάχα δεν σας ακούω. Ατυχία, πέσατε μαζί με τα κρεσέντο στο πικ-απ, νομίζω πως άκουσα το κουδούνι, κάποιος που δεν διψάει μου ζητάει νερό, ένας αόρατος αγκώνας με σκούντησε στο πλάι, λυπάμαι δεν σας άκουσα.

Θα τα ξαναπούμε, ερωτήσεις, δεν θα χαθούμε. Μην χαθούμε! Θα το ‘θελα να ξαναβρεθούμε, θα το ‘θελα πολύ. Κάποια μέρα να συναντηθούμε σε κάποια χείλη. Ξέρω πού συχνάζετε, μπορώ και διαβάζω τα χείλη, αλλά δεν έρχομαι να σας βρω. Δεν θέλω να ακούσω κουβέντα.

Η νέα μου γειτονιά μιλάει για τον καιρό. Θα σας ξαναέρθω όμως, σας επιθύμησα κι ας είστε παλιοερωτήσεις. Κρατήστε μου μια θέση, ένα σκαμπό, κάτι, δεν θέλω ορθοστασία. Δεν θέλω να είμαι πια ψηλή. Είμαι πλέον ταπεινή.

Μην συνεχίζετε να με ταπεινώνετε, κακούργες ερωτήσεις. Ας ξαναγίνουμε παλιόφιλοι.

- Τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα;
Δεν θα μπορούσαμε να τα πάμε χειρότερα! Παλιοερωτήσεις, δεν βάζετε μυαλό!

Σκέψη στο περιθώριο
Τι να κάνω που δεν μ’ αρέσει να μιλάω για τον καιρό;

Κυριακή, Μαΐου 01, 2011

Τον θάνατο αψηφούσαν

Πόση δύναμη μπορεί να έχει ένα τραγούδι; Τόση ώστε ανάμεσα στη μουσική και τους στίχους να μπαίνουν τα τανκς. Να απαγορεύεται δια ροπάλου (κυριολεκτικά) να παίρνει ο εξόριστος Μίκης Θεοδωράκης αλληλογραφία στη Ζάτουνα. Πάνω απ' όλα: να μην πάρει, με όποιο τίμημα, γράμμα από τον Γιάννη Ρίτσο (επίσης εξόριστο, σε κατ' οίκον περιορισμό στο Καρλόβασι Σάμου) . Μη τυχόν και του στείλει στίχους για μελοποίηση. Τέλη της δεκαετίας του '60. Η πατρίδα στη νύχτα της χούντας των συνταγματαρχών. Ο λαός υπό διωγμό. Ακόμα περισσότερο, οι αγωνιστές του.

«Οι δικτάτορες έβαλαν τα τανκς τους ανάμεσα στη μουσική μου και την ποίηση του Ρίτσου» έχει πει ο Μίκης Θεοδωράκης. Βεβαίως, τίποτα δεν κατάφεραν. Το μήνυμα του Μίκη προς τον ποιητή, που έφυγε από ένα τμήμα μεταγωγών και πέταξε από στόμα σε στόμα συγκρατουμένων, έφτασε στον αποδέκτη του. Και τα «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», γραμμένα κάποια Πρωτομαγιά στην εξορία, κολύμπησαν από τη Σάμο και μέσω της Νανάς Καλλιανέση, της Σύλβας Ακρίτα, της Μαρίας Δεληβορριά, της Αμαλίας Φλέμινγκ και άλλων γενναίω ν γυναικών (και ανδρών) κατέπλευσαν στο Παρίσι, στον -πάντοτε εξόριστο- Μίκη. Και από εκεί, ακούστηκαν σε όλη τη Γη, σε συναυλίες διαμαρτυρίας που ξεσήκωναν φιλελληνικά κύματα.

Πολλές πρωτομαγιές μετά, και πάνω από έναν αιώνα μετά την, επίσης πρωτομαγιάτικη, γέννηση του ποιητή (1/14 Μαΐου του 1909) σκέφτομαι πως ο Μάης έχει ενώσει τους δυο τους πολλαπλά. Από την Επανάσταση που γιορτάζεται με το ξεκίνημά του, μέχρι τον υπέροχο Επιτάφιο, πρώτο σμίξιμο μουσικής και ποίησης Θεοδωράκη- Ρίτσου και άλλα πολλά, τα οποία κανείς εκτός από τους πρωταγωνιστές δεν μπορεί να συλλάβει. Η Συμπαντική Αρμονία του ενός, βρήκε την Αέναη Κίνηση του άλλου και δέθηκαν εφ' όρου ζωής και εφ' όρου μοναδικής τέχνης. Δεν είναι τυχαίο που ο Μίκης θεωρεί «θεμέλια της μουσικής» του τον Επιτάφιο τη Ρωμιοσύνη και τα Λιανοτράγουδα. Ούτε είναι τυχαίο το ψυχικό του δέσιμο με τον ποιητή για τον οποίο λέει: «ήταν ένας στοχαστής που θαύμαζα και ένας πολίτης που μοιράστηκα μαζί του ιδέες, φιλία, αγώνες και δοκιμασίες.»
Εν τέλει, η ποίηση του Ρίτσου δεν είναι απλώς ένας από τους πυλώνες της μουσικής του Θεοδωράκη. Αυτή η ποίηση και αυτή η μουσική αποτελούν κορυφαίες εθνικές συναντήσεις, σε καιρούς που τις χρειάζεται η πατρίδα. Δεν ξεχνώ τις «Γειτονιές του κόσμου» αλλά και δεν εξαιρώ την «Εβδόμη συμφωνία», την και «Εαρινή» αποκαλούμενη. Κι αυτά τα έργα, κάποιες εθνικές επιταγές ήρθαν να εκπληρώσουν: της λεβεντιάς, της ομορφιάς και της αγάπης. Της αντίστασης, της επιμονής. Της αποφασιστικότητας. Της θυσίας.

Πρωτομαγιά του 2011, θα έπρεπε να μιλήσουμε για το πώς γράφτηκε ο Επιτάφιος και πώς μελοποιήθηκε (συγκλονιστικές ιστορίες και οι δυο) για τη μελοποίηση της Ρωμιοσύνης (ακόμα μια στιγμή που γεννά μύριες συγκινήσεις). Όμως, στο ζοφερό κλίμα των ημερών, ίσως είναι καλύτερο να σταθούμε σε ένα από τα Λιανοτράγουδα, γραμμένο, λες, για να παρουσιάσει τους δυο τους. Είναι το έβδομο, με τίτλο «Δε φτάνει»:

Σεμνός και λιγομίλητος εθαύμαζε την πλάση
κι η σπάθα τον κεραύνωσε κι ως λιόντας εβρυχήθη

Τώρα δε φτάνει του η φωνή δε φτάνει του η κατάρα
για να λαλήσει το σωστό του πρέπει καριοφίλι

Ετσι ακριβώς, σεμνός και λιγομίλητος ο Γιάννης Ρίτσος εθαύμαζε τη ζωή και την πλάση. Ετσι, σεμνός και λιγομίλητος, ο Μίκης Θεοδωράκης, εξακολουθεί να τις θαυμάζει. Κι όταν ερχόταν το Κακό και σκέπαζε τον ουρανό της πατρίδας, εκείνοι που «'φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι» (στεγνά γιατί τα έδωσαν όλα στον Αγώνα, δεν κράτησαν τίποτα για τον εαυτό τους) έπαιρναν ο καθένας το δικό του καριοφίλι και ξεκινούσαν νέες μάχες. Καπετάνιοι της ελευθερίας και των ψυχών μας. Γι' αυτό και κορυφαίοι στην τέχνη και στη ζωή μας.
Να τραγουδήσουμε, λοιπόν, και πάλι τα τραγούδια που έκαναν τον λαό μας να αψηφά τον θάνατο. Να πούμε και πάλι τις στροφές με τις οποίες αγωνιστήκαμε, οργιστήκαμε, ξεσηκωθήκαμε, διαδηλώσαμε, ονειρευτήκαμε, ερωτευθήκαμε, διασκεδάσαμε. Να ξυπνήσουμε εκείνες τις υπέροχες μνήμες των ανθρώπων που

«όταν χορεύαν στην πλατεία μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια»
Των ανθρώπων που
«δέντρο το δέντρο, πέτρα- πέτρα πέρασαν τον κόσμο,/ μ' αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.»

Που ποτέ δεν μπορούσαν «να μην αγαπούν, να μη θέλουν, να μη σκοτώνονται». Μεγάλες λέξεις. Ναι, μεγάλες. Σαν τον ίσκιο του Γιάννη Ρίτσου. Σαν την παρουσία του Μίκη Θεοδωράκη. Εκείνων που κάθε πρωί «κουβαλούσανε τον θάνατό τους στους ώμους τους» για να μας δώσουν την ελπίδα. Ας κρατηθούμε κι εμείς από το τραγούδι και από την πράξη τους. Τα μόνα στέρεα στο απύθμενο χάος.

Δημοσιοποιήθηκε από το σάιτ της Κίνησης Ανεξάρτητων Πολιτών