Κυριακή, Ιανουαρίου 21, 2007

Το ράφι με τις τύψεις (1)

Ο αγαπημένος μου Ανδρέας Φραγκιάς το έλεγε «το ράφι με τις τύψεις». Είναι το ράφι όπου κανείς στοιβάζει τα αδιάβαστα βιβλία του. Και όσο αυτό γέμιζε τόσο οι τύψεις αύξαναν, καθώς τα περισσότερα βιβλία που δεν είχε διαβάσει, του τα είχαν στείλει άνθρωποι είτε από αβροφροσύνη είτε επειδή ήθελαν τη γνώμη του.
Το δικό μου ράφι με τις τύψεις έχει βιβλία που κατά συντριπτική πλειονότητα τα έχω αγοράσει και διαβάσει. Οσο όμως αργώ να τα μοιραστώ μαζί σας, οι τύψεις μεγαλώνουν. Στη συνέχεια θα μετατραπούν σε αμηχανία, καθώς θα εκδοθούν νέα βιβλία κι εγώ δεν θα έχω αναφερθεί στα παλιά.
Γιατί όμως άργησα τόσο φέτος; Κατά βάσιν επειδή διάβασα καλά βιβλία, αλλά τα περίμενα διαφορετικά. Η δική μου γενιά μεγάλωσε με μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, μελέτες κάθε είδους που συχνά άφηναν εποχή- θυμίζω πως στις δεκαετίες ’70 και ’80, ακόμη και στη δεκαετία του ’90 ζούσαν πολλοί κολοσσοί της ελληνικής όπως και της ευρωπαϊκής και της διεθνούς λογοτεχνίας και σκέψης. Ζούσαν και ήταν δρώντες. Σήμερα, αναστήματα μεγάλου μεγέθους ελλείπουν παγκοσμίως.
Αυτό φυσικά δεν σημαίνει πως δεν θα έχουμε, πια, βιβλία σημαντικού μεγέθους ή πως αποκλείεται όσοι έχουν ήδη ξεχωρίσει ή θα ξεχωρίσουν στο μέλλον να δώσουν κάτι εν πολλοίς εμβληματικό. Αυτό πάντως δεν συνέβη φέτος, και με λυπεί.
Ας μη μεμψιμοιρώ, και ας μη μακρηγορώ. Τον τελευταίο μήνα διάβασα πολλά βιβλία, από τα οποία σας παρουσιάζω μερικά:

«Η καλοσύνη των ξένων» του Πέτρου Τατσόπουλου.
Αν κανείς σύγκρινε το βιβλίο αυτό με τον «Ολιβερ Τουίστ» του Καρόλου Ντίκενς , θα το αδικούσε. Δεν είναι ένα βιβλίο για την ορφάνεια, είναι μια σπουδή στην υιοθεσία. Και ο ίδιος ο συγγραφέας ξεκαθαρίζει ότι δεν πρόκειται για μυθιστόρημα- αν και ανέπλασε συγγραφικά την προσωπική του περιπέτεια.
Πριν να το διαβάσω ήμουν δίβουλη. Οταν το τέλειωσα, έμεινα απολύτως ικανοποιημένη γι’ αυτό που ο συγγραφέας του παρουσιάζει ότι είναι «Η καλοσύνη των ξένων». Ενα δικό του χρονικό, όχι με την τυπολογία αυτή βεβαίως, και συγγενείς περιπτώσεις: παιδιών που αναζητούν ή που πρέπει να βρουν γονείς.
Δεν πρόκειται για κείμενα που αγγίζουν το συναίσθημα. Με ιδιαίτερη μαεστρία ο συγγραφέας απέφυγε τον σκόπελο, αποστασιοποιούμενος εντελώς (θυμίζει την περίφημη αποστασιοποίπηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ) και γι’ αυτό είναι ειλικρινέστατο και αληθινά συγκινητικό. Το έγραψε πολύ καλά, δεν ξέρω όμως αν θα με τραβούσε το ίδιο σε περίπτωση που δεν γνώριζα τον πρωταγωνιστή του. Ισως, πράγματι, θα ήταν καλύτερο αν το είχε κάνει μυθιστόρημα. Εχει τη δυνατότητα, μα δεν μπορώ να ξέρω αν είχε και τη δύναμη.
Εκδόσεις «Μεταίχμιο»

Οι «τύψεις» συνεχίζονται.

9 σχόλια:

kira είπε...

Πήρα σήμερα την "καλοσύνη των ξένων" και ελπίζω να ανταποκριθεί στις προσδοκίες μου... Πολύ μου άρεσε αυτό για το " ράφι των τύψεων ", έτσι νιώθω για το δικό μου ράφι με τα αδιάβαστα βιβλία, αλλά δεν ήξερα πως να το εκφράσω.

Πάπισσα Ιωάννα είπε...

Πολλοί σπουδαίοι συγγραφείς υπάρχουν σε κάθε εποχή, προσαρμοσμένοι στις ανάγκες της και στον πολιτισμό της. Θα τους θυμόμαστε όταν δούμε το έργο τους μετά τον θάνατό τους (δυστυχώς). Γι' αυτό αξίζει να σταμπάρουμε από τώρα τα καλά τους έργα.
Πατριάρχης Φώτιος

Ανώνυμος είπε...

Κι εγώ έχω ράφι ειδικό που στοιβάζω τις τύψεις μου..πλησιάζουν τις 20..και δεν μιλώ για άλλες...άσε καλύτερα....

Θυμήθηκα με τον Φραγκιά όταν ήμουν 16 χρονώ που είχα πάει καλοκαίρι στο χωριό του συγχωρεμέμου του παππού μου να μείνω για μια βδομάδα με την αδελφή του ( θεια της μανας μου δηλαδη ). Αυτή ηταν χήρα άτεκνη και ζούσε μόνη της. Τι ομορφιά η καγκελοπορτα ; θυμάμαι είχα πάρει τα εκατό χρόνια μοναξιάς, τα ανθρώπινα πεπρωμένα της Νάκου, το τέλος της μικρής μας πόλης του Χατζή, τον Φραγκιά, τα ψάθινα καπέλλα της Λυμπεράκη και διάβαζα ένα βιβλίο την ημέρα σχεδόν...
ακόμη νοσταλγώ τη συγχωρεμένη τη θειά μου που μου καθάριζε τα κεράσια με το χέρι γιατι βρέθηκε σε ένα σκουλήκι και τα βράδυα με έβγαζε βόλτα αγκαζέ στη πλατεία να δει ο κόσμος πως έχει ανθρώπους δικούς της και να περηφανευτεί...
κι όταν ήρθε η τελευταία νύχτα θυμάμαι που προσπαθούσε με τρόπο να με κρατήσει κι άλλες μέρες κι εγώ φοβόμουν πως δεν θα με ξύπναγε το πρωί...τι ιστορίες παλιές έλεγε και θυμάμαι που με αποχαιρέτησε με ένα κατσούφικο ύφος προσπαθώντας να κρύψει τη στεναχώρια της....να είσαι καλά.......σε ευχαριστώ για αυτά που μου θύμησες...

καλή σου μέρα

scalidi είπε...

μ' άρεσε αυτό με "το ράφι με τις τύψεις", ενοχικό μεν, αλλά καλύτερα ενοχικός να είναι κανείς παρά αναίσθητος, για μένα. προτιμώ τις τύψεις από την καθολική μη ύπαρξή τους

Ελπίδα είπε...

Όταν έχεις βιβλιοθήκες ολόκληρες με τύψεις, τότετι κάνεις;
Μήπως καταργείς τελείως τον ύπνο;
Και πάλι, δεν φτάνει!
Φιλιά πολλά!

anagnostria είπε...

Πολύ ωραία η "Καλοσύνη των ξένων", έχω γράψει κι εγώ γι' αυτήν. Είναι ωραίο, εκτός των άλλων, και γιατί ξεπερνά το θέμα της υιοθεσίας και αγγίζει πολλά άλλα θέματα. Η υιοθεσία ήταν το πρόσχημα, νομίζω. Όσο για το ράφι των τύψεων, είσαι τυχερή γιατί οι τύψεις προέρχονται μόνο από το ότι δεν έγραψες για βιβλία που διάβασες. Τι να πω εγώ που το δικό μου ράφι αποτελείται από αδιάβαστα βιβλία;

ONOMATODOSIA είπε...

κι αυτα που χουν καπου στη μεση τους σελιδοδεικτες ακομα;

Babis Dermitzakis είπε...

Μου άρεσε πολύ ο χαρακτηρισμός "το ράφι με τις τύψεις". Εγώ έχω και ένα ακόμη μικρότερο ράφι, με μεγαλύτερες τύψεις,βιβλία φίλων και γνωστών για τα οποία θα ήθελα να γράψω βιβλιοκριτική, και καθυστερώ.
Για τον Τατσόπουλο έχω γράψει κι εγώ, με τύψεις που δεν έγραψα κάτι τόσα χρόνια. Μου αρέσουν πάντως περισσότερο οι αυτοβιογραφίες από τα μυθιστορήματα, και το προτιμώ έτσι,αυτοβιογραφικό. Αλλά ως γνωστόν περί ορέξεως κολοκυθόπιτα.

Εαρινή Συμφωνία είπε...

Kira, περιμένω γνώμη, φυσικά.
Πατριάρχη Φώτιε, ο Ρίτσος λέει στη Σονάτα του σεληνόφωτος «κάποτε υπήρξε νέα κι αυτή. όχι η φωτογραφία που κοιτάς με τόση δυσπιστία/ λέω για την πολυθρόνα».
μπαρίκο, αυτές ήταν εποχές και αυτά ήταν βιβλία. Βεβαίως, η ζωή προχωρά- και η λογοτεχνία κάνει προς το παρόν κύκλους.
Σταυρούλα, ενοχικό ε; Καλημέρα.
Κατερίνα, δεν φτάνει, δίκιο έχεις, αλλά κάτι προσπαθούμε.
Αναγνώστρια και Ονοματοδοσία, αφήστε τα να πάνε...
Μπάμπη, εξαρτάται από τον βιογραφούμενο και την ηλικία του βεβαίως- εκτός αν είχε ζήσει σε μικρή ηλικία όσα πρόλαβε να ζήσει ο Ρεμπώ, φυσικά.